ΠΟΙΕΣ ΗΤΑΝ ΟΙ ΜΟΥΣΕΣ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ; ΠΩΣ ΕΖΗΣΕ ΩΣ ΠΑΙΔΙ;
ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ ΤΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΟΥΒΑΛΟΥΣΕ; ΠΩΣ ΒΙΩΣΕ ΤΗ
ΒΡΑΒΕΥΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΠΕΛ; ΑΥΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΟΛΛΕΣ
ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΠΟΙΗΤΗ
«ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ», ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ
Μέχρι σήμερα παραμένει έντονα αισθητή η δυσαναλογία ανάμεσα στη μεγάλη αισθητική αξία της ποίησης του Ελύτη και το γεγονός ότι ο καθημερινός άνθρωπος Οδυσσέας Αλεπουδέλης (το πραγματικό όνομα του ποιητή) ουσιαστικά παραμένει άγνωστος. Μια καίρια λοιπόν συμβολή στη γνωριμία μας μαζί του αποτελεί το δίτομο έργο του Δημήτρη Νικορέτζου, ένα έργο απροσδόκητο- το πρώτο ουσιαστικά συστηματικό βοήθημα για τον μελλοντικό βιογράφο του νομπελίστα ποιητή.

Οπως διευκρινίζει ο συγγραφέας στον «Εισόδιο λόγο» του, το έργο του καλύπτει κυρίως εκείνο το μέρος της βιογραφίας του Ελύτη που αναφέρεται στη στενή σχέση του με τη Μυτιλήνη, τον τόπο καταγωγής του. Κεντρικό άξονα του έργου και ύλη αρκετών από τα συνολικά 25 κεφάλαιά του αποτελεί ο υπομνηματισμός-σχολιασμός κατά χρονική τάξη όλων των ανεπίσημων και επίσημων ταξιδιών-παρουσιών του ενήλικου Ελύτη στη Μυτιλήνη. Αρχή αποτέλεσε το ταξίδι μαζί με τον Εμπειρίκο το Πάσχα του 1935, σε αναζήτηση των ιχνών του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου (κεφάλαιο 9), και τέλος οι δύο όψιμες επισκέψεις στο νησί, το 1983 και το 1986, με αφορμή τιμητικές διακρίσεις από τις τοπικές αρχές, στον αντίκτυπο της κορυφαίας βράβευσης με το Νομπέλ Λογοτεχνίας (κεφάλαια 14 και 15). Ωστόσο πολλές ακόμη βιογραφικές πληροφορίες, με κύριο άξονά τους τη σχέση με τη Μυτιλήνη, περιέχονται και σε εκείνα τα κεφάλαια του δίτομου έργου που δεν αναφέρονται στα ταξίδια στη Λέσβο, με αποτέλεσμα αυτό να είναι όντως, όπως γράφει ο συγγραφέας του, «ένα περίπου ολοκληρωμένο περίγραμμα των πρώτων χρόνων [του Ελύτη] (εννοώ των νεανικών του χρόνων), όταν ακόμα ζούσε με την οικογένειά του, με τερματικό του όριο το 1948» (σ. 34). Τότε ο Ελύτης ήταν 37 χρονών.

Σημαντικότερο από βιογραφική σκοπιά είναι το πέμπτο κεφάλαιο, «Γενεαλογικά-οικογενειακά», όπου για πρώτη φορά έρχονται στο φως με συστηματικό τρόπο στοιχεία για τους εκ πατρός και εκ μητρός προγόνους του Ελύτη, χάρη κυρίως στις προφορικές μαρτυρίες και γραπτές πληροφορίες που παραχώρησε στον συγγραφέα η ανιψιά του ποιητή Μυρσίνη Αλεπουδέλη-Λεωνιδοπούλου. Στην πρώτη ενότητα αυτού του κεφαλαίου, «Τα πρώτα χρόνια» (σ. 177-187), χωρίς να παρουσιάζονται άγνωστα στοιχεία, συνοψίζονται οι βασικοί σταθμοί της παιδικής ηλικίας και της νεανικής ζωής του ποιητή. Αμφότερες αυτές οι περίοδοι σημαδεύτηκαν από τραυματικά συμβάντα και ιδιαίτερα δυσχερείς βιοτικές και συναισθηματικές συνθήκες. Εξομολογήσεις

Στο τέλος της δίτομης αυτής έκδοσης διαβάζουμε 35 ως επί το πλείστον ανέκδοτες και αφηγημένες στον Νικορέτζο μαρτυρίες. Πρόκειται για «εύθυμα και σοβαρά ενθυμήματα Μυτιληνιών από τον Λέσβιο ποιητή». Παρά τον ανεκδοτολογικό τους χαρακτήρα, αρκετές μαρτυρίες προσφέρουν όψεις της συμπεριφοράς του Ελύτη στην καθημερινότητά του και υποδεικνύουν γνωρίσματα του γενικώς κλειστού χαρακτήρα του. «Ολες αυτές οι… φανφάρες δεν ξέρεις πόσο με κουράζουν, πόσο μ΄ αποδιοργανώνουν, πόσο αφάνταστα με ταλαιπωρούν», εξομολογείται λ.χ. στη Λητώ Κατακουζηνού λίγους μήνες μετά τη βράβευσή του με το Νομπέλ [Β΄, σ. 450]. Αυτή η δυσθυμία π.χ. που του προκάλεσε η βίαιη ανατροπή της μονήρους ζωής του μετά τη βράβευσή του δείχνει την εσωστρέφειά του, με άλλα λόγια τη σταθερή προσήλωσή του σε μια ζωή αφοσιωμένη στην ποίηση, μακριά από τα φώτα-σειρήνες του δημόσιου βίου.

Δάφνες και μεγαλεία

Η μαρτυρία, επίσης, του δημοσιογράφου Λέοντα Καραπαναγιώτη (κατοπινού διευθυντή των «ΝΕΩΝ») δείχνει την ευρύτητα πνεύματος με την οποία ο Ελύτης αντιλαμβανόταν τις διάφορες τιμές προς το πρόσωπό του. Συγκεκριμένα, έναν χρόνο ύστερα από τη βράβευση με το Νομπέλ, ο ποιητής συναντιέται με τον Καραπαναγιώτη και του περιγράφει τις πολλές επίσημες εκδηλώσεις και τη λαμπρή φιλοξενία που γνώρισε στη Μαδρίτη από το βασιλικό ζεύγος της Ισπανίας. Η αφήγηση του Καραπαναγιώτη τελειώνει ως εξής: «Ακούγοντας όλα αυτά τα σπουδαία και τρανά που μου διηγόταν, θέλοντας να τον πειράξω- είχα θάρρος μαζί του- του είπα:- Καλά, βρε Οδυσσέα. Με τόσες δάφνες και μεγαλεία που… κουβαλάς, πώς και δεν καβάλησες ακόμα κανένα καλάμι; Κι ο Ελύτης:- Δεν καβάλησα, Λέων, κανένα καλάμι, γιατί δε βρήκα κανένα… ελεύθερο. Ηταν όλα… κατειλημμένα » (Β΄, σ. 441).

Το έργο του Νικορέτζου διανθίζεται με ανέκδοτες επιστολές του Ελύτη και προς τον Ελύτη, με μικρή πάντως σημασία, καθώς και με ανέκδοτα έγγραφα, όπως π.χ. η διαθήκη του ποιητή και συμπληρώνεται με ένα πλουσιότατο φωτογραφικό υλικό.