Πριν από δύο χρόνια η Σταυρούλα Σκαλίδη, τριαντάχρονη τότε, έκανε το ντεμπούτο της στην πεζογραφία με το αφήγημα Προδοσία και εγκατάλειψη, που τιμήθηκε αργότερα με το βραβείο του περιοδικού Διαβάζω για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα. Για το βιβλίο εκείνο είχαμε γράψει ότι, παρά τις χτυπητές αδυναμίες του, ήταν ενδιαφέρον, γιατί απέπνεε μια ηθική αγωνία και τοποθετούσε το ζήτημα του Καλού και του Κακού στις συνθήκες ζωής σε μια άξενη, χαώδη σύγχρονη μεγαλούπολη όπως η Αθήνα.

Με τη δεύτερη κιόλας εμφάνισή της η Σκαλίδη μάς δίνει το δικαίωμα να μιλήσουμε για εμμονές της, αν όχι για ροπή προς τη μανιέρα: το μοτίβο του πατέρα που εγκαταλείπει την οικογένειά του, τα σημαδιακά ονόματα, που είτε συμβολίζουν χαρακτήρες και συμπεριφορές είτε αντίθετα λοιδορούν τους φορείς τους, η έφεση στο μελό.

Δεν είναι σώνει και καλά αρνητικά αυτά τα στοιχεία. Απλώς μας ξαφνιάζει κάπως η επανάληψή τους μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και από μια συγγραφέα που, στο ξεκίνημά της καθώς βρίσκεται, θα περίμενε κανείς ότι θα δοκίμαζε περισσότερα εκφραστικά εργαλεία, ότι θα διάλεγε με περισσότερη φαντασία τους θεματικούς σπονδύλους των μυθοπλασιών της. Για μια ακόμα φορά αναρωτιόμαστε μήπως η πρόωρη αναγνώριση ευνοεί τη στασιμότητα του συγγραφέα.

Η σημερινή Αθήνα, με τις πιο ζοφερές και τραχιές πλευρές της, έχει εμφαντική παρουσία και σ΄ αυτό το δεύτερο βιβλίο της Σκαλίδη. Αλλά η ρίζα των δεινών που ταλανίζουν τους πρωταγωνιστές του βρίσκεται στην επαρχία, σ΄ ένα χωριό που δεν κατονομάζεται. Και η ρίζα αυτή είναι ένας άνθρωπος με ιδιότητες δαίμονα: μια τυραννική γυναίκα που ακούει στο όνομα Μαγδαληνή Ντινάστα (χαρακτηριστικό όσο κι εξεζητημένο δείγμα της έλξης που εξασκεί στη συγγραφέα το δόγμα nomen est omen). Η ανέκαθεν αγέρωχη και αυταρχική Μαγδαληνή Ντινάστα κατέρρευσε, όταν της έφεραν τον αδελφό της σκοτωμένο στον Εμφύλιο, έπεσε σε βαριά κατάθλιψη, συνήλθε χάρη σε κάτι μυστηριώδη σκονάκια (πιθανότατα ηρωίνη), για να γίνει όμως από τότε απρόβλεπτα βίαιη, καταστροφικά υπερκινητική, πραγματική δυνάστρια για τους γύρω της: τον άνδρα της, ένα ταπεινό ανθρωπάκι που αποκαλείται Νούλης (άλλο ένα παράδειγμα του κατά Σταυρούλα Σκαλίδη «όνομα και πράμα»), τον γιο της, τη νύφη της.

Κάποια στιγμή ο γιος, ο Θεόφιλος, κάνει την εξέγερσή του. Για να μη φτάσει στο σημείο να σκοτώσει τη φοβερή μάνα του, εγκαταλείπει την οικογενειακή στέγη, αφήνοντας πίσω του τη γυναίκα του και τις δυο ανήλικες κόρες του, και καταφεύγει στην Αθήνα, όπου θα εργαστεί στην οικοδομή, αλλά έπειτα από ένα ατύχημα θα καταντήσει ζητιάνος και ρακοσυλλέκτης. Οι κόρες δεν θα ξεπεράσουν ποτέ το τραύμα της εγκατάλειψης. Η μία, η Μυρσίνη, θ΄ αναζητεί ένα πατρικό υποκατάστατο στην αγκαλιά πολύ μεγαλύτερών της ανδρών, η άλλη, η ΄Αννα, που θα σπουδάσει ιατρική, θα διοχετεύσει όλη τη δοτικότητά της στη δράση με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, μένοντας ανέραστη και αφήνοντας ανανταπόδοτα τα αισθήματα του Φάνη, ενός φοιτητή που θα της αφοσιωθεί ολόψυχα, βάζοντας τελεία και παύλα στις δονζουανικές περιπέτειές του. Οσο για την εφιαλτική Μαγδαληνή Ντινάστα, θα τελειώσει τις μέρες της σε μια ρεματιά, όπου θα φτάσει έπειτα από μια παραλογισμένη περιπλάνησή της στις ερημιές. Στο μεταξύ ο Θεόφιλος έχει περισυλλέξει μια μικρή ζητιάνα, έχει γίνει φίλος, δάσκαλος, προστάτης της και περιφέρεται μαζί της στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά. Το όνομα της μικρής, Μα ριάννα, μοιάζει να υπαινίσσεται την ολοκλήρωση του πατρικού ρόλου του Θεόφιλου, που διακόπηκε πολύ νωρίς στη σχέση του ιδίως με τη μικρότερη κόρη του, την Αννα. Τελικά, ο Θεόφιλος θα πεθάνει ξανασμίγοντας με την Αννα κάτω από τραγικές συνθήκες, σε μια ένωση που δεν θα μπορούσε να είναι πιο κυριολεκτική (χωρίς αυτό να σημαίνει σεξουαλική). Η ΄Αννα και τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας θα βρουν όμως την ευτυχία, ο ένας κοντά στους άλλους.

Προφανή τα μελοδραματικά στοιχεία σ΄ αυτό τον αφηγηματικό καμβά: αθώοι που υποφέρουν εξαιτίας μιας δύστηνης μοίρας ή άλλων ανθρώπων, κλισέ σχήματα με δοκιμασμένη συγκινησιακή ανταπόκριση (π.χ. ο γέρος ζητιάνος και η μικρούλα προστατευόμενή του) κ.λπ. Το μελό δεν πρέπει ν΄ απαξιώνεται χωρίς δεύτερη σκέψη. Ιδιαίτερα σ΄ εποχές κυρίαρχου κυνισμού και κοινωνικής αναλγησίας υπενθυμίζει, έστω με τον απλοϊκό τρόπο του, τη δυνατότητα νίκης του συναισθήματος επί της στυγνής λογικής και του συμφέροντος, γι΄ αυτό εκφράζει κάτι το αισιόδοξο. Αρκεί να μην παραμορφώνει (ή τουλάχιστον να μην το κάνει σε υπερβολικό βαθμό) την πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται, γιατί τότε δεν έχει την αληθοφάνεια που είναι απαραίτητη για να συγκινήσει το κοινό με το δράμα των ηρώων του: παύει τότε να είναι μελό και γίνεται αισθηματικό πορνό.

H Σταυρούλα Σκαλίδη δεν μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι τέτοιο. Ωστόσο το εγχείρημά της αποτυγχάνει, κατά τη γνώμη μου, γιατί το μελό της δεν είναι συνεπές μελό. Ενα συνεπές μελό εκπληρώνει δύο βασικούς όρους. Πρώτον, περιγράφει μια κατάσταση που το κοινό αναγνωρίζει ως σημαντικό μέρος της δικής του ψυχοκοινωνικής εμπειρίας και με τα συμπαθητικότερα πρόσωπα της οποίας μπορεί να ταυτιστεί εύκολα. Και δεύτερον, πριν (εκ)ζητήσει τη συγκίνηση του κοινού τη βιώνει (ή την υποδύεται) το ίδιο, μ΄ ένα μαλακό, υγρό, επιμελώς αφελές ύφος, ποτισμένο σ΄ ένα υπερχειλισμένο συναίσθημα.

Στο Κρέας από σταφύλι δεν συμβαίνει τίποτα από τα δυο. Τόσο το θέμα όσο και η προσέγγισή του έχουν κάτι το παράξενα άκαιρο για σύγχρονο αφήγημα και το πολύ θεωρητικό για ένα μελό: η Μοίρα ως αδυσώπητη δύναμη, που κάνει τον ένα δυνάστη, τον άλλο επαίτη, τον τρίτο ακτιβιστή και πάει λέγοντας, με τον καθένα να είναι θύμα του ενός και θύτης κάποιου άλλου. Οι χαρακτήρες του βιβλίου, άλλοι υπερβολικοί και άλλοι ψυχρά σχηματικοί, δεν πείθουν και δεν συγκινούν. Στην αδυναμία παραγωγής συγκίνησης, συναισθηματικής αμεσότητας συμβάλλει (ερχόμαστε τώρα στον δεύτερο όρο) το ύφος της Σκαλίδη: άτερπνο, στρυφνό και αφόρητα επιτηδευμένο, μ΄ εκβιασμένες και αχρείαστες παρηχήσεις, συνηχήσεις και άλλα τέτοια, που είναι σαν να προσπαθούν να στρέψουν την προσοχή του αναγνώστη από το δράμα των χαρακτήρων σ΄ επιδείξεις λογοτεχνικής ταχυδακτυλουργίας από τη μεριά της συγγραφέως.

Το πρώτο βιβλίο της Σταυρούλας Σκαλίδη είχε πολλά τεχνικά ελαττώματα, όπως είπαμε και εισαγωγικά, αλλά υπήρχε εκεί μια αθωότητα του συναισθήματος. Στο δεύτερο, όχι μόνο δεν έχουν γίνει βήματα τεχνικής προόδου (μάλλον για βήματα προς τα πίσω θα έπρεπε να μιλήσουμε), αλλά, πράγμα πολύ σοβαρότερο, η αθωότητα έχει αντικατασταθεί από την προσποίηση αθωότητας.