ΜΙΑ ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΛΗΘΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΕΙ
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ. ΣΕ
ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΡΑΤΕΙΑ, ΘΑΒΕΤΑΙ ΟΛΟ
ΚΑΙ ΒΑΘΥΤΕΡΑ ΣΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΟΥ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΜΕ ΤΙΜΕΣ
«ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΟΙΗΤΗ», ΚΑΤΑ ΤΟΝ Γ. Π.
ΣΑΒΒΙΔΗ, ΕΓΚΥΡΟ ΜΕΛΕΤΗΤΗ ΤΟΥ
Χρειάζεται ίσως επαναπροσέγγιση της λεγόμενης επετειακής, πατριωτικής ποίησης που συνδέεται με εθνοσυμβολικές πρακτικές και δημόσιες τελετές, όπου οι μνήμες του παρελθόντος και οι υποσχέσεις του μέλλοντος διαμορφώνουν ισχυρό πλέγμα συλλογικής ανάτασης και συγκίνησης. Τέτοιες στιγμές γνώρισε ιδιαίτερα ο ελληνικός 19ος αιώνας καθιερώνοντας τον τύπο του εθνικού ποιητή με διεργασίες ιδεολογικοπολιτικές μάλλον παρά αισθητικές. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του εθνορομαντισμού, η έξαψη του μεγαλοϊδεατισμού απολήγουν στο αίτημα της ποιητικής υψηγορίας, της εθνικής ποίησης. Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να δείξει τη διαδικασία «εθνικοποίησης» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1824-1879), τη συναίρεση του ποιητικού και του πολιτικού στο πρόγραμμά του, με αφορμή το διθυραμβικό ποίημα που απαγγέλλει ενώπιον του ανδριάντα του «εθνομάρτυρα» Γρηγορίου Ε΄ στα προπύλαια του αθηναϊκού πανεπιστημίου κατά την επέτειο της 25ης Μαρτίου του 1872.

Η περίπτωση του «γεφυροποιού» Βαλαωρίτη (Επτανήσιου λογοτέχνη και βουλευτή, θεσμικού παράγοντα των τοπικών δικτύων αλλά και της κεντρικής αθηναϊκής εξουσίας, ενεργού μέλους της διανόησης αλλά και μαχητικού ανθρώπου της δράσης) προσφέρεται για την εξέταση της ιδιότυπης σύμπλευσης της ποίησης και της πολιτικής στα ρομαντικά χρόνια του «πρότυπου βασιλείου» της νεώτερης Ελλάδας. Με επίκεντρο τη δεκαετία του 1870, αλλά και με ποικίλες αναδρομές στο παρελθόν, ο Γ. Παπαθεοδώρου προσπαθεί να εντάξει «σε καιρό και σε τόπο» το βαλαωρίτειο έργο προκειμένου να κατανοήσει τις ιστορικές και πολιτισμικές συγκυρίες που το διαμόρφωσαν: στη βαριά σκιά του Σολωμού, πρώτου τη τάξει εθνικού ποιητή, ο Λευκαδίτης λογοτέχνης δεν παραλαμβάνει απλώς τη σκυτάλη από τον επιφανή Ζακύνθιο στον αγώνα της διαδοχής· με συστηματική αυτοπροβολή, στοχεύει εξ αρχής να διεκδικήσει την τιμητική θέση κεφαλαιοποιώντας τον υποσχετικό χαρακτήρα της Μεγάλης Ιδέας, όπως αυτή έχει διατυπωθεί στο ελλαδικό κέντρο ως «εθνική ιδεολογία»· εντείνει τον ιστορικό προσανατολισμό στην ποίησή του και καλλιεργεί μια επική αντίληψη της Ιστορίας σε μια εποχή όπου, κατά τον Βικέλα, «η πολιτική διεξήγετο κατά μέγα μέρος ποιητικώς».

Σε τούτη την προοπτική, το Εικοσιένα αντιμετωπίζεται ως ανολοκλήρωτη επανάσταση και το νεοσύστατο κρατίδιο ως «ειρκτή στην οποία το γένος εφυλακίσθη». Η στρατηγική μιας εθνικής εξόρμησης για επέκταση των ελληνικών συνόρων και απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών θεωρείται άσφαλτος μονόδρομος- ο αγώνας συνεχίζεται. Ο Βαλαωρίτης στρατεύεται σε αυτό το όραμα που συγχωνεύει ρομαντικά τη νοσταλγία με την ουτοπία και επιλέγει τον τύπο του «κλέφτη» ως ιδε ώδη αγωνιστική μορφή: ο κλεφταρματολισμός συγκροτεί την κύρια θεματική του και προωθεί τον ποιητικό ιστορισμό του.

Επεισόδια

Η διπλή εορτή της 25ης Μαρτίου, επέτειος του Εικοσιένα και εορτασμός του Ευαγγελισμού, θεσπίστηκε ως «εθνική» από την οθωνική βασιλεία το 1838 στο πλαίσιο μιας αντίληψης που συνταύτιζε τα εθνικά πεπρωμένα με τη θεία βούληση- τον άγγελο της Ιστορίας με τον άγγελο του Ευαγγελίου. Διαμορφώνεται ένας εθνοσυμβολισμός που θα καθιερώσει σταδιακά το σχήμα του «ελληνοχριστιανισμού» ως έναν ακόμη ισχυρό ιδεολογικό μηχανισμό στην υπηρεσία του νεότευκτου έθνους-κράτους. Γνωρίζουμε ότι η επιβολή αυτής της επετειακής εορτής δεν έγινε χωρίς αντιρρήσεις και συγκρούσεις. Για δεκαετίες, ο επίσημος εορτασμός συνοδευόταν από τον φόβο των επεισοδίων και των ταραχών, σημειώνονταν παράλληλοι ή ανεξάρτητοι εορτασμοί σε ένδειξη αντιπολιτευτικής δράσης και, έως ότου η επέτειος κερδίσει τη συναίνεση του κοινωνικού σώματος, υπήρξε σημείο αμφιλεγόμενης αποδοχής. Στην εμπέδωση της επετείου η λογοτεχνία στάθηκε σημαντικός αρωγός.