Πρόκειται για δέκα αφηγήματα που ολοκληρώθηκαν ή «μάλλον προέκυψαν», όπως τονίζει ο συγγραφέας τους, κατά την τελευταία εικοσιπενταετία. Κυκλοφορούν από τον Καστανιώτη. Συνιστούν φυσιολογική συνέχεια της λεκτικής πολιτικής του Μανόλη Πρατικάκη, το έργο του οποίου «Το νερό» απέσπασε, ως γνωστόν το 2003, Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Θυμίζω ότι προηγήθηκαν «Η παραλοϊσμένη» (1980) και η «Γενεαλογία» (1984), τα οποία είναι συνθετικά κείμενα ποιητικής πρόζας. Το εμφανέστατο μυθοπλαστικό στοιχείο δεν ακυρώνει το πρωτογενές βιωματικό υλικό. Η ακμή και η παρακμή τού εγώ αποτυπώνονται υποδειγματικά. Στις σελίδες του βιβλίου, μεταξύ των άλλων εμβληματικών παρανοϊκών, των απλών αθυρμάτων του βίου και των καθημαγμένων προσώπων της διπλανής πόρτας, τις ψυχοπαθολογικές ιδιαιτερότητες των οποίων μελέτησε και εξακολουθεί να μελετά συστηματικά ο κατ΄ επάγγελμα ψυχίατρος Μανόλης Πρατικάκης, εντοπίζονται και τα φάσματα, εν είδει ζείδωρων σημάτων, των λογοτεχνών Τάσου Λειβαδίτη και Αλέξη Τραϊανού. Ζωή και θάνατος, παραληρηματική εκδοχή και αποκωδικοποίηση της τρέλας, ανίατη ψυχασθένεια και παρηγορητικός λόγος, απτός ρεαλισμός και ιαματική φαντασία συναποτελούν τους άξονες μιας δευτεροβάθμιας πραγματικότητας, όπου ο εαυτόςμικρόκοσμος ενδέχεται να είναι ο πολύσημος, ενίοτε εφιαλτικός μεγάκοσμος. Οι επαρκώς συγκερασμένοι στίχοι μεταστοιχειώνονται αβίαστα σε πρόσφορη πρόζα. Το ρήμα διατηρεί αλώβητη εντός του μια χρησμική υφή. Ο δημιουργικός λόγος δηλαδή δεν μπορεί παρά να είναι ενιαίος: αυτό καταδηλώνεται κι εδώ εμμέσως πλην σαφώς από την πρώτη έως την τελευταία αράδα. Έτσι δικαιώνεται όμως, οφείλω να το καταθέσω, και ο Γιάννης Βαρβέρης, ο οποίος φρονεί ότι την καλύτερη πεζογραφία είθισται να τη γράφουν οι ποιητές.

Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής