ΤΑ ΟΚΤΩ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΓΡΑΠΤΑ ΤΟΥ ΧΑΤΖΗΤΑΤΣΗ
ΚΛΕΙΝΟΥΝ ΤΟΝ ΚΥΚΛΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ
ΜΕ ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ: ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ ΓΙΑ
ΤΗ ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΕΓΕΙΑΚΟ
ΚΑΗΜΟ ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ
Απών ανάμεσά μας έναν χρόνο ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος Τάσος Χατζητάτσης (γεννημένος το 1945, πέθανε στις 7 Νοεμβρίου 2008) στους Ακροτελεύτιους Εσπερινούς του συγκέντρωσε τα τελευταία οκτώ σύντομα αφηγήματά του, γραμμένα «κατά τη διάρκεια του 2007 και του 2008, πριν από τη σκοτεινή σιωπή…», όπως μας πληροφορεί στο ολιγόλεξο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου. Τόσο τα αφηγήματα όσο και οι παρακειμενικοί δείκτες του βιβλίου (τα δύο εισαγωγικά μότο του Ρhilip Larkin και του Κλείτου Κύρου, με θέμα τον θάνατο, και οι αρκετές αφιερώσεις σε παλιούς φίλους) δείχνουν ότι η συνείδηση του επερχόμενου τέλους υπαγόρευσε στον συγγραφέα να σταθμίσει τις βασικές επιλογές των ακροτελεύτιων γραπτών του. Ίσως η κυριότερή τους είναι η επανασύνδεση με την αρχή της ολιγόχρονης δημόσιας λογοτεχνικής σταδιοδρομίας του. Έτσι διαγράφεται ένας κύκλος όπου το τέλος της πορείας σμίγει με την αρχή και η αρχή με το τέλος της. Ενδιαμέσως οι δύο μυθιστορηματικοί σταθμοί ήταν τα βιβλία Σα σπασμένα φτερά (2003) και Μονόξυλο στο ποτάμι (2006). Όχι μόνο ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου αλλά και τα οκτώ κείμενά του συνδέονται πολλαπλά με τα 11 + 11 αφηγήματα που περιελήφθησαν στις δύο συλλογές Έντεκα Σικελικοί Εσπερινοί (1997) και Στη σφενδόνη (2000), με τις οποίες ο Χατζητάτσης εμφανίστηκε στα γράμματα. Τα βασικά γνωρίσματα των Ακροτελεύτιων Εσπερινών δεν διαφέρουν επίσης από εκείνα των δύο πρώτων βιβλίων. Η πλοκή παραμένει πυκνή με ανάμειξη των αφηγηματικών φωνών και συμπλοκή των χρονικών επιπέδων.

Αν οι Ακροτελεύτιοι Εσπερινοί διαφέρουν από τα παλαιότερα συγγενικά τους κείμενα, είναι επειδή η σταθερή τάση του Χατζητάτση να εξυφάνει τη γραφή του μέσα από ένα σύνθετο δίκτυο εκλεπτυσμένου διαλόγου με πολλά παλαιότερα, ποικίλης φύσεως, κείμενα, τώρα υποχωρεί λόγω της επιτακτικής ανάγκης του συγγραφέα να προλάβει να διασώσει τις πιο «δικές» του ιστορίες. Ίσως γι΄ αυτό στα 5 από τα 8 γραπτά οι ιστορίες διαδραματίζονται στη γενέτειρα και λατρεμένη πόλη του, τη Θεσσαλονίκη. Οι λογοτεχνικές αναπαραστάσεις και διαθλάσεις της, η νοσταλγική μετάπλασή της σε μια μαγική πόλη, υποδηλώνουν την επιθυμία το βίωμα της εντοπιότητας ή της ιθαγένειας να κρυσταλλώσει το σχήμα του.

Σε ένα από τα καλύτερα κείμενα του βιβλίου, το «Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε ή Ο άνεμος πνέει όπου θέλει» (το πρώτο μέρος του τίτλου παίζει αυτοσαρκαστικά με την ομώνυμη ταινία του Ρομπέρ Μπρεσόν), η αρχική ρεαλιστική έκθεσημετάπλαση φανερά εμπειρικής ύλης (ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής αναπτύσσει ένα οικογενειακό χρονικό με σταθμούς την ιστορία της ζωής των αγαπημένων του νεκρών συγγενών) καταλήγει σε μια σκηνή μαγικού ρεαλισμού: ο αφηγητής, δραπετεύοντας από τον θάνατο, χαιρετά από την προκυμαία τους αγαπημένους του νεκρούς, αντικρύζοντάς τους επάνω σε ένα ιστιοφόρο που πλέει στα νερά του κόλπου της Θεσσαλονίκης. Εκείνοι είναι έτοιμοι να τον υποδεχτούν ανάμεσά τους.

Ηθική επιταγή

Όπως και στα παλαιότερα, έτσι και σε αυτά τα ύστατα αφηγήματά του η γραφή του Χατζητάτση υπαγορεύεται από την ηθική επιταγή να διασωθεί η μνήμη του δικού του προσώπου, των αγαπημένων του και κατ΄ επέκταση της γενιάς του. Γράφει σε ένα συγγραφικό αυτοσχόλιό του στο «Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε»: «Χάνονται οι νεκροί. Σβήνουν. Απόντες. Ξεχνιούνται. Η δικιά μας λήθη είναι η κόλαση. Μόνο σκιές μένουν στις αφηγήσεις μας». Αλλά η ηθική επιταγή να αντισταθεί στη λησμονιά στους Ακροτελεύτιους Εσπερινούς επιτείνεται ή και, κάποιες στιγμές, παροξύνεται επειδή ο συγγραφέας γνώριζε ότι η κλεψύδρα του χρόνου αδειάζει γρήγορα.

Ως άνθρωπος που αγωνιά διάλεξε ως μότο τους στίχους του συμπολίτη και φίλου του Κλείτου Κύρου: «Πιστεύω να το έχεις ήδη αντιληφθεί/ Το παιχνίδι του τέλους είναι στημένο/ Με τον ίδιο πάντα νικητή/ Γι΄ αυτό και παίζεται απελπισμένα/ Με νύχια και με δόντια». Αλλά ο συγγραφέας Χατζητάτσης, χάνοντας στο θεσπέσιο παιχνίδι της ζωής, έπαιξε με τα τελευταία του χαρτιά απελπισμένα, με τα όπλα της λογοτεχνίας, και ως ικανός παίκτης κέρδισε, για να χαρίσει στους ζωντανούς τα ωραία δώρα του.