Η ευφυής επιλογή του Γιάννη Χουβαρδά με το «Πουθενά» του Παπαϊωάννου υποδηλώνει καταρχάς ότι το ίδιο το θέατρο είναι το πουθενά
Αυτός ο άτοπος τόπος, η πλατωνική Χώρα, η φροϋδική «σκηνή» του ονείρου, το πουθενά, αποδεικνύει ότι «η ζωή είναι ένα όνειρο» και δεν μπορεί παρά να είναι πουθενά. Όποιος την υπηρετεί από κάπουαπό θώκους-, τη διαβάλλει και την εμπαίζει. Εξ ου και η αναγκαιότητα της τέχνης.

Θεώρησα περιττές, πριν από την παράσταση, τόσο τις επιφυλάξεις της Ε. Αρβελέρ, όσο και τις δικαιολογίες του καλλιτεχνικού διευθυντή, ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, πως με το «Πουθενά» του Παπαϊωάννου αναδεικνύεται η τεχνολογία της σκηνής, ως εάν το έργο να μην μπορούσε να παρουσιαστεί πουθενά αλλού. Θα θυμήθηκε ίσως εκείνον τον διαφημιστικό δίσκο των 33 στροφών που χάριζε η Grundig, τη δεκαετία του ΄60, σ΄ όποιον αγόραζε τα πρώτα hi-fi: δεν άκουγες το αλέγκρο του «Αυτοκρατορικού Κοντσέρτου» του Μπετόβεν, αλλά εξακρίβωνες την πιστότητα του μηχανήματος.

Ο Παπαϊωάννου προσφέρεται. Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο «εθνικός» μας πλέον καλλιτέχνης θα μπορούσε, με το «Πουθενά» του, στην πρεμιέρα του Εθνικού, να αντικαταστήσει τον Εθνικό Ύμνο μιας no man΄s land. Όμως, το ίδιο έργο- ή περίπου το ίδιο -, ως «Ρέκβιεμ» τότε, πριν από πολλά χρόνια, στην εγκαταλελειμμένη Ηλεκτρική του Μοσχάτου, προανήγγελλε και θρηνούσε αυτό που σήμερα επιθυμεί ο Παπαϊωάννου και που η ιδιότητά του ως «εθνικού» δεν του επιτρέπει να το ολοκληρώσει: να καταχωρηθεί στους απάτριδες δημιουργούς που δεν θέλουν να συμμετάσχουν στον «ψευδολόγο φυλετικό αυτοθαυμασμό», όπως ο Νίτσε και που, όπως ο Μπέκετ, γράφουν «κείμενα για το τίποτα».

Αυτό που με καθιστά επιφυλακτικό απέναντι στον Παπαϊωάννου ως μετωνυμία του «εθνικού» είναι ότι σήμερα «εθνικός» δεν γίνεσαι, αν δεν σε αποδεχθεί η high society και η Γιάννα Αγγελοπούλου που σε χρίζει «εθνικό». Στην αφρόκρεμα που ήταν τις προάλλες συγκεντρωμένη στην πλατεία του Εθνικού, ο Παπαϊωάννου έτεινε έναν τεράστιο καθρέφτη αντί αυλαίας. Δεν αντικατοπτριζόταν, όμως, η αφρόκρεμα, αλλά ο ίδιος, το ομοίωμα του οποίου, πριν αρχίσει η παράσταση, χάθηκε μέσα στον καθρέφτη. Διότι αυτός ο ταλαντούχος καλλιτέχνης κατάλαβε πως ό,τι έχει σημασία στην τέχνη δεν είναι το σημαινόμενο νόημα, αλλά οι αντικατοπτρισμοί του σημαίνοντος. Και ο Παπαϊωάννου- το είδωλο- έγινε το σημαίνον αυτής της κοινωνίας, αναδεικνύοντας, συγχρόνως με τα συστατικά μέρη του έργου (λόγου χάριν, τα τραμπουκέτα και τις τροχαλίες της σκηνής), τα κοινωνικά γρανάζια μιας μηχανής που ανεβάζει και κατεβάζει η ίδια τους μηχανισμούς της.

Θα έλεγα, αν μου επιτρέπεται η αβυσσαλέα αναλογία, ότι ο Παπαϊωάννου κάνει ό,τι και ο Μαλαρμέ: δηλώνει αυτό που φαίνεται ως μια μορφή οργάνωσης στον χώρο, μετατρέπει τον χώρο σε χορό, διδάσκει μια χορογραφία «μαύρο πάνω στο λευκό» (noir sur blanc), μελάνι πάνω στο χαρτί, πέλμα πάνω στο σανίδι.

Όμως, επειδή εκτιμώ τον Παπαϊωάννου και δεν θέλω να συμβάλω στην «α λα Παλλάς» παπαϊωαννομανία, θα τον προέτρεπα να σώσει την τέχνη του, επιστρέφοντας στα καταγώγια- και τιμώντας έτσι τον Τσαρούχη, ο οποίος, σημειωτέον, έκρινε ύποπτο ό,τι θεωρείται ως εθνικό.

Εάν η Αν Τερέζα ντε Κεερσμάακερ δεν μας είχε δείξει πρόσφατα, στο Φεστιβάλ Αθηνών, το «Τhe Song» και τη γυμνή σκηνή του Μεγάρου, ο Παπαϊωάννου, χωρίς τη χατζιδάκεια ευαισθησία, χωρίς συγκίνηση και χωρίς ενισχυτές στις σόλες των παπουτσιών των χορευτών του για να πολλαπλασιάζεται το τρίξιμο στο πάτωμα, δεν θα κινδύνευε να θεωρηθεί απλώς ως ένας ακόμη bon (pour l΄ Οrient;) καλλιτέχνης

Αυτό που με καθιστά επιφυλακτικό απέναντι στον Παπαϊωάννου ως μετωνυμία του «εθνικού» είναι ότι σήμερα «εθνικός» δεν γίνεσαι, αν δεν σε αποδεχθεί η high society

Δεν μετριάζει τον ναρκισσισμό


Αισθηματίας και λάτρης του ρελαντί που ομορφαίνει τη ροή, ο Παπαϊωάννου δεν ξεσχίζει τα πέπλα της ομορφιάς, δεν μετριάζει τον απαραίτητο ναρκισσισμό του καλλιτέχνη, δεν αφήνει να φανεί η διονυσιακή μουσούδα του Πραγματικού. Αρέσει- τι κακό σημάδι!- με τίμημα να οδηγείται στο μελό. Όποιος ναρκώνει και ναρκώνεται από την ωραία εικόνα, πνίγεται. Ακόμη κι όταν ανάγει τα συστατικά της κίνησης στα βηματάκια απ΄ όπου ξεκινά η ζωή, καταλήγει, με τη διαδικασία του keep walking, στη φίρμα. Κι έτσι, σε μιαν άπιστη εποχή, όπου από τους τάφους βγαίνει η Ρrada, τι αξία έχει το εύρημα των χαρτονένιων τάφων που ανοίγουν, υπαινιγμός προφανώς στην ευαγγελική ρήση, όταν ο Ιησούς παραδίδει το πνεύμα στην Ιερουσαλήμ; Κι αν η αισθητική εικόνα του καλλίγραμμου γυμνού ζευγαριού, στο τέλος, παραπέμπει ίσως στην Τελευταία Κρίση του Σινιορέλι στο Ορβιέτο, εκεί οι εξόριστοι εμφανίζονται γυμνοί και άσχημοι.