Το παρατεταμένο χειροκρότημα στο φινάλε του «Πουθενά» ήταν για την παράσταση αυτή καθαυτή ή για τη θαυμαστή «μηχανή» που φανερώθηκε μπροστά στα έκθαμβα μάτια των περίπου 800 θεατών της χθεσινής εναρκτήριας πρεμιέρας της κεντρικής σκηνής του Εθνικού Θεάτρου; Η θεαματική παράσταση που σχεδίασε και οργάνωσε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, εμπνευσμένος από τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό της κεντρικής σκηνής του ανακαινισμένου κτιρίου Τσίλερ, ήταν μια καίρια, αισθητικά άψογη επίδειξη των δυνατοτήτων της. Όλες οι εικόνες μαζί ήταν η πεμπτουσία της λειτουργίας αυτής της σκηνής. Οι είκοσι έξι ερμηνευτές ντυμένοι απλά, αναμετρήθηκαν με το βάθος, το ύψος και το μήκος της σκηνής που αποκάλυψε γυμνό το κέλυφός της, όταν σηκώθηκε η βαριά, βελούδινη αυλαία. Τραμπουκέτα, σταγκόνια, κυλιόμενοι διάδρομοι, ηχητικά και φωτιστικά σύγχρονης τεχνολογίας έγιναν τα εργαλεία καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο άνθρωπος και η «μηχανή» σ΄ έναν χώρο άδειο που υπόσχεται τη μαγεία. Η τεχνολογία και ο καλλιτέχνης ζυμώθηκαν για να καταλήξουν στην πιο μαγική στιγμή του φινάλε, όταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι μένουν γυμνά από δύο χέρια «πλοκάμια» που σχηματίστηκαν από τα χέρια των υπόλοιπων χορευτών. Ήταν η σκηνή όπου η αναμέτρηση της ανθρώπινης οντότητας με τις τεχνολογικές δυνατότητες του χώρου έφεραν στο προσκήνιο ένα αίσθημα απροσδιόριστο, αλλά αισθητό. Το «Πουθενά» είναι πράγματι ένα θέαμα που δεν μπορεί να λειτουργήσει πουθενά αλλού, παρά μόνο στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Γι΄ αυτήν δημιουργήθηκε, σχεδόν το «γέννησε».