«Η ΜΟΙΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΣΥΝΥΦΑΣΜΕΝΗ ΜΕ
ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ», ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕ Ο ΑΝΔΡΕΑΣ
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΤΟ 1973 ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ ΤΟΥ
ΣΤΟ ΤΟΡΟΝΤΟ, «ΩΣΤΕ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΞΕΡΟΥΜΕ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ». ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΤΖΕΪΜΣ ΜΙΛΕΡ «ΟΙ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΚΑΙ
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ» ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ
ΝΑ ΞΕΔΙΑΛΥΝΕΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΑΥΤΟ. ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΕ
ΜΕΓΑΛΟ ΒΑΘΜΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΛΟΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ- ΗΠΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΕΔΡΑΙΩΘΗΚΕ ΜΕΤΑ
ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ, ΤΟ 1947, ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΕΜΦΥΛΙΟ- ΜΙΑ ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΗ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Ο ΜΙΛΕΡ
ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΗ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ
ΕΦΤΑΣΕ Η ΣΧΕΣΗ ΑΥΤΗ, ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ
ΚΥΠΡΟ ΤΟ 1974 ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ
Στα πρόσφατα χρόνια, Έλληνες ιστορικοί έχουν κάνει σημαντικά βήματα στην ανάλυση του πλέγματος εξάρτησης Ελλάδας και ΗΠΑ- πιο πρόσφατα με την αριστοτεχνική μελέτη του Σωτήρη Ριζά Η ελληνική πολιτική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο: Κοινοβουλευτισμός και δικτατορία (Καστανιώτης, 2008) αλλά και με προηγούμενα έργα όπως το πρωτοποριακό Ασύμμετροι εταίροι του Γιάννη Στεφανίδη (Πατάκης, 2002, στο πλαίσιο μιας σημαντικής σειράς που επιμελείται ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου).

Το βιβλίο του Μίλερ έχει σοβαρά ελαττώματα, κρινόμενο με βάση τις υψηλές επιστημονικές προδιαγραφές που θέτουν τέτοιοι ιστορικοί. Ενώ οι αφηγήσεις εκείνων είναι περιεκτικές και εξαντλητικά τεκμηριωμένες, το βιβλίο του Μίλερ βρίθει πραγματολογικών σφαλμάτων και συσκοτίζει ή παραλείπει κρίσιμα γεγονότα. Αυτό οφείλεται εν μέρει σε καθαρή προχειρότητα. Για να πάρουμε μόνον ένα παράδειγμα (σελ. 129), αναφέρει πως ο ταγματάρχης Μιχαήλ Αρναούτης, ιδιαίτερος γραμματέας του βασιλιά Κωνσταντίνου, ήταν εκείνος που διαπραγματεύτηκε τον Δεκέμβριο 1966 τη μυστική συμφωνία ανάμεσα στον βασιλιά Κωνσταντίνο, τον ηγέτη της Ένωσης Κέντρου Γεώργιο Παπανδρέου και τον ηγέτη της ΕΡΕ Παναγιώτη Κανελλόπουλο, με στόχο την εγκαθίδρυση της κυβέρνησης Παρασκευοπούλου. Στην πραγματικότητα, ο διαπραγματευτής των Ανακτόρων ήταν ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του βασιλιά, πρεσβευτής Δημήτριος Μπίτσιος, αργότερα υπουργός Εξωτερικών του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Παρά το γεγονός ότι ο Μίλερ παραθέτει εκτεταμένα ελληνικές πηγές, προφανώς δεν γνωρίζει τα απομνημονεύματα του Μπίτσιου Στο όριο των καιρών (Λιβάνης 1997), τα οποία είναι ουσιαστικής σημασίας για να κατανοήσει κανείς την ατυχή «λύση Παρασκευοπούλου».

Πιο σοβαρή από τις πραγματολογικές γκάφες του Μίλερ είναι η πλημμελής κατανόηση εκ μέρους του, φανερή σε όλο το βιβλίο, της δυναμικής των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων σε κρίσιμες στιγμές της περιόδου που καλύπτει. Για παράδειγμα, τον Αύγουστο 1964, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου αρχικά αποδέχθηκε και μετά- λόγω των σφοδρών αντιρρήσεων του Μακαρίου- ξαφνικά απέρριψε το Σχέδιο Άτσεσον για μια Νατοϊκή λύση του κυπριακού ζητήματος. Ο Μίλερ ορθώς επισημαίνει την αμερικανική οργή για τον αλλοπρόσαλλο χειρισμό του θέματος από τον Γεώργιο Παπανδρέου (σελ. 109-

110). Όμως δεν καταφέρνει να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους το επεισόδιο έφερε σε σύγκρουση τον Ανδρέα Παπανδρέου με τους αξιωματούχους των ΗΠΑ. Το πρόβλημά τους δεν ήταν τόσο η διαφωνία του μαζί τους, αλλά κυρίως η δημοσιοποίηση αυτής της διαφωνίας. Πράγματι, σε μια αμφιλεγόμενη συνέντευξή του στη γαλλική «Μonde», στις 4 Οκτωβρίου 1964, ο Ανδρέας επέκρινε «ορισμένες δυτικές δυνάμεις» επειδή προσπαθούν «να δημιουργήσουν ένα ρήγμα ανάμεσα στον Πρόεδρο Μακάριο και την κυβέρνησή μας, ζητώντας μας να καταδικάσουμε την πολιτική του». Ο Ανδρέας παραδέχθηκε την ύπαρξη εντάσεων ανάμεσα στην Αθήνα και τη Λευκωσία, όμως ζήτησε σεβασμό για τον Μακάριο ως «αυθεντικό εκπρόσωπο του λαού του», που δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν «ένας υπάλληλος του ελληνικού κράτους». Ο Μίλερ αντιμετωπίζει τη συνέντευξη του Ανδρέα ως μια απλή άσκηση αντι-αμερικανικής δημαγωγίας (σελ. 119).

Η ειρωνεία είναι ότι ο Μίλερ καταγγέλλει τα «συνεχή αιτήματα της ελληνικής ηγεσίας να ακολουθήσουν οι Κύπριοι την ηγεσία του εθνικού κέντρου» (σελ. 109), θεωρώντας τα σημαντικό παράγοντα για τις αποτυχίες της πολιτικής της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου στο Κυπριακό. Όμως η επίκριση αυτή, στην πραγματικότητα, τον τοποθετεί στην ίδια πλευρά με τον Ανδρέα, η διαφωνία του οποίου στην έννοια του «εθνικού κέντρου» ήταν ένα σημαντικό σημείο τριβής με τον μεγάλο αντίπαλό του στην Ένωση Κέντρου, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Στις 24 Ιανουαρίου 1965, ο Παναγιώτης Κόκκας, εκδότης της «Ελευθερίας» και υποστηρικτής του Μητσοτάκη, επιτέθηκε στον Ανδρέα (επειδή υποστήριξε τον Μακάριο όταν εκείνος απέρριψε το Σχέδιο Άτσεσον), προωθώντας τη θέση ότι «ο κ. Μακάριος θα εκτελεί εντολάς. Και εις τας Αθήνας υπάρχει Υπουργικόν Συμβούλιον διά να αποφασίζει». Ο ίδιος ο Μητσοτάκης αποδέχθηκε τις αμείλικτες συνέπειες αυτής της αντίληψης περί «εθνικού κέντρου» σε μια συνάντησή του με τον Ρίτσαρντ Μπάρχαμ, επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις ελληνικές υποθέσεις. Στις 28 Ιουνίου 1965, λίγες εβδομάδες πριν από την Αποστασία, ο Μητσοτάκης εξήγησε στον Μπάρχαμ ότι «μια λύση τύπου Άτσεσον» ήταν απαραίτητη για την Κύπρο και ότι «μπορεί και πρέπει να επιβληθεί στον Μακάριο, ακόμη και με πραξικόπημα, αν είναι απαραίτητο».