Οι σύγχρονες μυθιστορηματικές τριλογίες μού φαίνονται συνήθως απομεινάρια μιας παρωχημένα επικής αντίληψης για το μυθιστόρημα, ζυμωμένα με μπόλικη συγγραφική ματαιοδοξία. Σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις, ωστόσο, βρίσκω το εγχείρημα, ανεξάρτητα από τον βαθμό επιτυχίας του, εύλογο και ενδιαφέρον, γιατί τροφοδοτείται από ένα βιωματικό υλικό εξαιρετικά πολύμορφο και οργανωμένο γύρω από άξονες μεγάλων εσωτερικών αναζητήσεων.

Τα τρία μυθιστορήματα του Μιχάλη Μοδινού, για παράδειγμα, παρόλο που δεν χαρακτηρίζονται ρητά από τον συγγραφέα τους ως τριλογία ούτε άλλωστε συνδέονται μυθοπλαστικά, υποβάλλουν την ιδέα ενός κύκλου, σταδίων στη διαδρομή της ίδιας ανθρώπινης περιπέτειας. Αν στηΧρυσή Ακτή(2005)

και τονΜεγάλο Αμπάι (2007) το κυρίαρχο μοτίβο ήταν η φυγή, η περιπλάνηση στον κόσμο, ο πόθος για το αλλού με τη γεωγραφική, την πολιτισμική, στη δεύτερη περίπτωση ακόμα και με την ιστορική σημασία, το πρόσφατο τρίτο βιβλίο πραγματεύεται αυτό ακριβώς που δηλώνει ο λιτότατος τίτλος του: την επιστροφή στον τόπο και τις μνήμες της πρώτης νιότης. Για τον πολυπράγμονα Μοδινό όμως, συγγραφέα, περιβαλλοντολόγο, γεωγράφο, μηχανικό, ταξιδευτή πέντε ηπείρων και πρώην ακτιβιστή οικολόγο, 59 χρόνων σήμερα, αυτή η επιστροφή δεν έχει την έννοια της αναπόλησης, αλλά της φυσιολογικής αναδίπλωσης «εις εαυτόν», που έρχεται έπειτα από μια επεκτατική ζωή και συνοδεύεται από την επεξεργασία των εμπειριών της- έστω και αν για τον ήρωα του Μοδινού, λιγότερο κοσμογυρισμένο από τον συγγραφέα, αυτή η κίνηση παίρνει τη μορφή της ανασκαφής στην παιδική και εφηβική ηλικία.

Ο ήρωας αυτός, ο Απόστολος Ζήρας (ελαφρά παραλλαγή του ονόματος ενός συγγενούς του συγγραφέα, που φαίνεται πως έπαιξε κάποιον ρόλο στη σύλληψη του χαρακτήρα), είναι ένας εβδομηντάχρο- νος αρχαιολόγος, ανώτερο στέλεχος του Υπουργείου Πολιτισμού. Στιγματισμένος για υποτιθέμενη εμπλοκή σε σκάνδαλα του υπουργείου, κυνηγημένος από τα τηλεοπτικά κανάλια, με τη γυναίκα του στον τάφο εξαιτίας του σάλου και τον γιο του να τον έχει απαρνηθεί, καταφεύγει στην εγκαταλειμμένη από καιρό έπαυλη ενός ευπατρίδη θείου του στη νότια άκρη του Πηλίου, εκεί όπου παραθέριζε με τους δικούς του όταν ήταν μικρός. Το γειτονικό χωριό και όλη η περιοχή έχουν, φυσικά, αλλάξει πολύ από τότε, οι αλλαγές που έχει φέρει η «ανάπτυξη» στο τοπίο και την κοινωνική γεωγραφία δεν αρέσουν στον Ζήρα, ούτε όμως τις αφήνει να τον επηρεάσουν πολύ. Απομονωμένος στο εξοχικό, με σχεδόν μόνη συντροφιά την οικιακή βοηθό Άλμα, μια καλλιεργημένη Βουλγάρα κοντά στα πενήντα, ανακαλεί στη μνήμη του επεισόδια και εικόνες από τα καλοκαίρια του της δεκαετίας του 1950, με επίκεντρο μια διπλή ερωτική ιστορία και με υποβολέα των σκέψεων και των αισθημάτων του τη φύση ολόγυρά του.

Πρέπει να πούμε ότι αυτός ο Ζήρας δεν είναι πολύ συμπαθητικός χαρακτήρας. Πρώτα πρώτα, η ανάμιξή του στις καταχρήσεις του υπουργείου είναι πραγματική, έστω και ήσσονος σημασίας (κάτι παράτυπες εγκρίσεις οδοιπορικών, μια «σεξουαλική παρενόχληση» υφισταμένης του), και σ΄ αυτή θα μπορούσε να προστεθεί η ερωτική επίθεσή του σε μια νεαρή αρχαιολόγο, η οποία ενέδωσε εύκολα, προφανώς για ιδιοτελείς λόγους, κάτι που ο Ζήρας μάντεψε εξαρχής, αλλά χωρίς να χολοσκάσει. ΄Επειτα, είναι ακοινώνητος και μονόχνοτος, όχι λόγω συστολής ή φοβίας, αλλά επειδή τρέφει ένα αριστοκρατικό αίσθημα υπεροχής απέναντι στους άλλους. Οι πολιτισμικές και οικολογικές ιδέες του παραπέμπουν βέβαια σε λεπτό, ανοιχτό και αναζητητικό πνεύμα, διαβλέπει μάλιστα ότι η τυποποίησή τους από τις ακτιβιστικές οργανώσεις και η εκμετάλλευσή τους από κάθε λογής επιτήδειους οδηγεί ήδη στην αφομοίωση από το σύστημα και στον εκφυλισμό τους. Όλα αυτά όμως αποτυπώνονται από τον ίδιο με αρκετά ψυχρό τρόπο. Ο Απόστολος Ζήρας είναι στην πραγματικότητα ένας Νάρκισσος. Οι ρίζες του ναρκισσισμού του βρίσκονται, όπως θα συναισθανθεί προς το τέλος της ενδοσκόπησής του, στη διπλή ερωτική ιστορία της εφηβείας του: υπήρξε αντικείμενο ερωτικής διεκδίκησης από μια ώριμη, γοητευτική παντρεμένη, τη Νόρα, πρόσωπο του φιλικού κύκλου των δικών του, που θα τον μυήσει στον σαρκικό έρωτα και θα παραμείνει περιστασιακή ερωμένη του για πολλά χρόνια, και ταυτόχρονα από τη μυστικοπαθή, συνομήλική του κόρη της, την ΄Ελενα, που δεν

Μιχάλης Μοδινός

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΕΚΔ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, 2009 ΣΕΛ. 373

θα του δοθεί όμως παρά μόνο μία φορά έπειτα από δεκαετίες, σε ώριμη ηλικία.

Αυτή η τριγωνική σχέση, ωστόσο, δεν υπήρξε μόνο το λίκνο του ναρκισσισμού του. ΄Ηταν επίσης μια προτύπωση, μια προφητική απεικόνιση του σχήματος σύμφωνα με το οποίο θα ξετυλιγόταν η ζωή του. Καθώς ο Ζήρας αναστοχάζεται το παρελθόν του και συγχρόνως βιώνει τη φύση γύρω του όχι σαν σκηνικό, αλλά σαν μια συμβιωτική σχέση, σαν έναν ζωντανό οργανισμό που τον εμπεριέχει, συνειδητοποιεί ότι η μοίρα του ήταν η κοινή μοίρα του κόσμου, μια αέναη παλινδρόμηση ανάμεσα στην εκπλήρωση, τη φυσική ευχαρίστηση, που αντιπροσωπεύει ο χοϊκός έρωτας με τη Νόρα, και τον ανικανοποίητο πόθο του άπιαστου, που αντιπροσωπεύει η ανολοκλήρωτη σχέση με την αινιγματική ΄Ελενα. Ο Ζήρας αποδέχεται τώρα και τα δύο, ως στοιχεία της φυσικής τάξης πραγμάτων, όπως αποδέχεται σιγά σιγά τους ανθρώπους, που τους κρατούσε σε απόσταση, όπως αποδέχεται και την τοπική, άναρχα και ασύμμετρα εκσυγχρονισμένη κοινωνία, με όλα όσα τον βρίσκουν αντίθετο. Κορυφαία και σημαδιακή έκφραση αυτής της στροφής είναι η στενή φιλία που αναπτύσσει ίσα ίσα με τον οικοπεδοφάγο του χωριού, τον Μπούρα. Όχι, ο Ζήρας δεν έχει απεμπολήσει τις πεποιθήσεις του. Εκτιμά όμως τον Μπούρα επειδή είναι ένας «καθαρός εχθρός», κάτι σαν τα αρπακτικά της φύσης, που δρουν σε μικρή, τοπική κλίμακα και μπορούν να δείξουν επίσης (ο Μπούρας πράγματι δείχνει) αυθόρμητη καλοσύνη. Εκείνο που απεχθάνεται πιο πολύ ο Ζήρας είναι η προοδευτικοφανής υποκρισία των επαγγελματιών μεταρρυθμιστών, που προωθούν αδιάκοπες, αναίτιες και καταστροφικές αλλαγές, εξυπηρετώντας πάνω απ΄ όλα το προσωπικό συμφέρον τους.

Μια φυσιοκρατική αισιοδοξία διαπνέει αυτό το μυθιστόρημα, παρά τις πολλές μελαγχολικές πτυχές του. Ο Ζήρας, και μαζί του ο συγγραφέας, πιστεύει πως το Καλό θριαμβεύει τελικά στον κόσμο, έστω και στα σημεία. Και το Καλό εδώ είναι η φυσική αρμονία, που θα επικρατήσει τελικά πάνω στις ανθρώπινες ασχήμιες και θα τις απαλείψει. «Εντέλει», συλλογίζεται ο Ζήρας, «δε θ΄ απομείνει παρά η μεγάλη ιστορία της φύσης να θυμίζει τη δική μας παράλληλη ιστορία, μια φτωχή και αποτυχημένη απομίμηση». Στο βιβλίο, πάντως, η δική του ιστορία κλείνει ευτυχισμένα: ο Ζήρας παντρεύεται την Άλμα και, σε μια όμορφη τελευταία στιγμή, μετά το γαμήλιο γλέντι, οι δυο νεόνυμφοι απομακρύνονται αργά από τους συνδαιτυμόνες, πιασμένοι χέρι χέρι, για να χαθούν σιγά σιγά μέσα στην πανδαισία της φύσης.

Η δομή του μυθιστορήματος είναι πολύ χαλαρή, σε αντιστοιχία με την αντιλογοκρατική στάση του συγγραφέα, αλλά και για να του επιτρέψει να μιλήσει, μέσω του ήρωά του, για όσο το δυνατόν περισσότερα διαφορετικά πράγματα. Η αφήγηση αναπτύσσεται σε κύκλους, επιστρέφοντας στο ίδιο κάθε φορά σημείο, κάτι που υποβάλλει ή θέλει να υποβάλει την αίσθηση του κυκλικού χρόνου, της συναίρεσης παρελθόντος και παρόντος. Τα δύο αυτά γνωρίσματα χαρακτηρίζουν και τα προηγούμενα μυθιστορήματα του Μοδινού. Η θεμελίωσή τους στη φιλοσοφία του συγγραφέα δεν αρκεί όμως για να διασκεδάσει την εντύπωση μιας τάσης του προς την πολυλογία. Ειδικά εδώ, ο Μοδινός θέλησε να στριμώξει στην ιστορία του περισσότερα από όσα χωρούσαν μέσα στο, έστω τόσο χαλαρό, πλαίσιό της. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε πάντοτε να δικαιολογήσουμε την εξαντλητικά λεπτομερειακή περιγραφή των εικόνων της μνήμης του, όταν μάλιστα εμφανίζονται πολύ ακριβέστερες από όσο μας λέει ο ίδιος ότι τις θυμάται. Ούτε είναι φανερό σε τι χρειαζόταν για την οικονομία του μυθιστορήματος το μπλέξιμο του Ζήρα με τα σκάνδαλα του υπουργείου, που έχει απορίας άξιες αναλογίες (τυχαίες;) με την υπόθεση Ζαχόπουλου. Νομίζω πως έπρεπε να προβληθεί περισσότερο, σε δραματικό επίπεδο, ένας βαθύτερος λόγος για τη φυγή του Ζήρα από τον «πολιτισμό», ένας λόγος που υπαινίσσεται ο ίδιος κάποια στιγμή, με αφορμή την κατάθλιψη της γυναίκας του: η απογοήτευση πολλών πνευματικά ανήσυχων και φίλεργων ανθρώπων της εποχής μας, που βλέπουν την επιτάχυνση της Ιστορίας να ματαιώνει τις προσπάθειές τους να επηρεάσουν τα πράγματα.

Έχω και άλλες ενστάσεις. Ο Μοδινός, για να παρουσιάσει και από διαφορετική οπτική γωνία τη διαμονή του Ζήρα δίπλα στο χωριό, αλλά προφανώς και για να προσδώσει ποικιλία σε μια αφήγηση φτωχή σε γεγονότα, εναλλάσσει τη φωνή του πρωταγωνιστή του με τη φωνή ενός «χορού», που αποτελείται από ανώνυμους κατοίκους της κοινότητας. Αυτή η δεύτερη φωνή, όμως, στην πράξη δεν λειτουργεί συμπληρωματικά ή αντιστικτικά. Συνήθως ταυτίζεται με το ύφος και την οπτική του Ζήρα, φτάνοντας στο σημείο να μας περιγράφει καταλεπτώς ακόμα και κινήσεις του μέσα στην απομόνωση του σπιτιού του! Επίσης, οι χαρακτήρες εξαναγκάζονται πότε πότε από τον συγγραφέα, πάνω στην ορμή του για σχολιασμό των πάντων, να συμπεριφερθούν τελείως αψυχολόγητα. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, η Άλμα να ομολογεί αβίαστα, συζητώντας με τον Ζήρα και τον Μπούρα, ότι επί κομμουνισμού στην πατρίδα της ξεπουλήθηκε κάποτε σ΄ έναν Ιταλό για ένα μπλουτζίν, που «τουλάχιστον ήταν γνήσιο Λιβάις»!

Ξέχωρα από όλα αυτά, τα οποία θέτουν ένα ζήτημα επιμέλειας του βιβλίου, πρότεινα έναν τρόπο ανάγνωσης που πιστεύω πως βρίσκεται κοντά στις φιλόδοξες προθέσεις του συγγραφέα. Προθέσεις που θα ήταν άδικο να μην αναγνωρίσουμε ότι εκπληρώνονται σε μεγάλο βαθμό, χάρη στην ωριμότητα του στοχασμού του, την εξαιρετική εικονοπλαστική δύναμή του, την ποιότητα του λυρισμού του και την πληθωρικότητα (έστω όχι πάντα τιθασευμένη) του λόγου του.