ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΧΟΥΝ ΓΡΑΦΤΕΙ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΙ ΠΟΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ, ΜΕΛΕΤΕΣ, ΑΡΘΡΑ
ΚΑΙ ΛΕΥΚΩΜΑΤΑ, ΟΜΩΣ ΣΥΝΗΘΩΣ ΚΑΤΙ
ΛΕΙΠΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑ.
ΚΥΡΙΩΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΗΣ
ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΤΣΙΜΕΝΤΟΥΠΟΛΗΣ. Η ΜΕΡΟΠΗ
ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ ΜΑΣ ΘΥΜΙΖΕΙ ΟΤΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΗΤΑΝ Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ
ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ.
Τα ίχνη του θεσσαλονικιώτικου παρελθόντος, μνημεία ή τοπωνύμια, που συναντά κανείς ακόμα και σήμερα διάσπαρτα στους δρόμους ή τις αφηγήσεις, και τα οποία παραπέμπουν σε μακρινές ή κοντινές εποχές, παραμένουν ασύνδετα και άγνωστα. Συχνά σύγχρονες νοηματοδοτήσεις τα βγάζουν από τα αρχικά τους συμφραζόμενα και τα τοποθετούν σε οικείους για εμάς προκαθορισμένους εθνικά τόπους. Πόσοι όμως κάτοικοι ή επισκέπτες δεν έχουν στην άκρη του μυαλού τους ότι σ΄ αυτή την πόλη κάτι διαφορικό συνέβαινε πριν από έναν αιώνα; Το πότε, από ποιους, με ποιους, πού και γιατί, παραμένουν άγνωστα, αν και κανείς διαισθάνεται ότι βρίσκονται εκεί, κάπου αδιευκρίνιστα «εκεί». Έτσι, εύστοχα ονόμασε και ο Μαρκ Μαζάουερ τη Θεσσαλονίκη «πόλη των φαντασμάτων», όλων εκείνων των κτιρίων και ανθρώπων που αν και πέρασαν ή χάθηκαν, παραμένουν αόρατοι, σαν να κινούνται κάπου κοντά μας. Αρκεί να θέλει κανείς να τους δει. Το βιβλίο της Μερόπης Αναστασιάδου συνιστά το εφόδιο που μας διευκολύνει να δούμε τη Θεσσαλονίκη, όχι του μακρινού παρελθόντος, αλλά εκείνου που βρίσκεται λίγο πριν από την έναρξη της νέας εποχής της πόλης, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και την παγίωση των βόρειων συνόρων του ελληνικού κράτους. Το βιβλίο αναφέρεται στην τελευταία περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, την τόσο ενδιαφέρουσα και δυναμική, η οποία αποτέλεσε το κέντρο των εξελίξεων και άνοιξε για την πόλη το σύγχρονο κεφάλαιο στη μακραίωνη ιστορία της.

Η οθωμανική Θεσσαλονίκη, λοιπόν, παρόλο τον σημαντικό της ρόλο και τον πλούτο της ιστορίας της, συνεχίζει να αποτελεί ένα άγνωστο κεφάλαιο στη γνώση που έχουμε για το παρελθόν του τόπου και των ανθρώπων της. Ιδεολογικές προτεραιότητες, αποσιωπήσεις, επιλεκτικές αναπαραστάσεις της σύγχρονης εθνοκεντρικής ιστοριογραφίας αφήνουν στη σκιά την περίοδο αυτή. Και όμως, η περίοδος του τανζιμάτ και αργότερα το κίνημα των Νεότουρκων δημιούργησαν συγκρούσεις και γέννησαν ιδέες, έδωσαν ώθηση στην ιστορία με γοργούς ρυθμούς, συχνά με βία και πόλεμο. Η Θεσσαλονίκη είχε σε όλα αυτά πρωτεύουσα θέση. Κυρίως για τις συνθήκες στις οποίες δημιουργήθηκε και απέτυχε ο οθωμανικός συνταγματισμός, εν μέσω της συνύπαρξης και της αντιπαράθεσης των εθνοθρησκευτικών ομάδων, των μιλλέτ που στο εκρηκτικό μείγμα του 19ου αιώνα και κυρίως των αρχών του 20ού οδήγησε στην εδραίωση των εθνικών ιδεολογιών και το ένοπλο κυνήγι συνειδήσεων και καθαρών εθνικών συνόρων.

Όπως γράφει και η συγγραφέας, «το πολυπολιτισμικό χαρμάνι που συνθέτει τον πληθυσμό της πόλης συμπυκνώνει ένα από τα κύρια γνωρίσματα του αυτοκρατορικού οικοδομήματος: τη συνύπαρξη στον ίδιο χώρο ανθρώπων διαφόρων γλωσσών, θρησκειών, παραδόσεων, εθίμων και ηθών. Αν και συνοδεύτηκε από πάμπολλες διακοινοτικές ρήξεις, κρίσεις και εντάσεις, η συνύπαρξη αυτή κουβαλούσε ταυτόχρονα κι ένα σωρό κοινά βιώματα, διασταυρούμενες λατρευτικές πρακτικές αλλά και ασήμαντες στιγμές μιας μοιρασμένης καθημερινότητας». Η πολυπολιτισμικότητα λοιπόν της οθωμανικής Θεσσαλονίκης ήταν μια καθημερινή πραγματικότητα επάλληλων, συχνά συγκρουόμενων κύκλων με εθνο-θρησκευτικά κέντρα: Τον πολυπληθέστερο ισπανόφωνο (ή ιταλόφωνο)

Μερόπη Αναστασιάδου

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

1839-1912

ΜΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ

ΕΚΔ. ΕΣΤΙΑ, 2008, ΣΕΛ. 656, ΤΙΜΗ: 23 ΕΥΡΩ

εβραϊκό πληθυσμό, τους τουρκόφωνους και αλβανόφωνους μουσουλμάνους, σουνίτες ή μπεκτασήδες, μεβλεβί ή χαλβετί, τους ελληνόφωνους, σλαβόφωνους, αλβανόφωνους και βλαχόφωνους ορθόδοξους, αλλά και τους σλαβόφωνους εξαρχικούς, τους Αρμένιους ή τους καθολικούς. Όμως η συνύπαρξη και η καθημερινότητα δημιουργούσε και οριζόντιες, διαθρησκευτικές και δια-εθνοτικές συνυπάρξεις και αξιώσεις. Ο εξισωτικός συνταγματισμός, η συσσώρευση κεφαλαίου και το εργατικό κίνημα αποτελούν ίσως τους βασικούς άξονες διαμόρφωσης πρόσκαιρων κοινωνικών σχηματισμών εκτός των στεγανών μιλλέτ. Από την άλλη πλευρά, η αναγωγή της πολυπολιτισμικότητας, όπως την εννοούμε σήμερα, στην οθωμανική μιλλετιστική συγκρότηση αποτελεί εν πολλοίς αναχρονισμό, καθώς αγνοεί τον κοινοτιστικό χαρακτήρα της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης και της ελεγχόμενης πολιτικά οσμωτικής διαδικασίας, σε ένα τελείως διαφορετικό θεσμικό περιβάλλον.