ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΤΑΙ Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ; ΠΩΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΤΑΙ,
ΠΩΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ
ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ, ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΤΑΙ, ΠΩΣ ΣΗΜΑΙΝΕΤΑΙ,
ΠΩΣ ΑΝΑΜΟΧΛΕΥΕΤΑΙ, ΜΕΤΑ, ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ,
ΠΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ (ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ
ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΜΑ ΑΔΙΑΝΟΗΤΗ), ΠΩΣ ΚΑΤΑΚΑΘΕΤΑΙ
ΣΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ;
Σε ποιανού δικαιοδοσία βρίσκεται η στιγμή του θανάτου; Είναι πράγμα δικό μας, «του κόσμου τούτου», ή είναι ήδη κομμάτι από τα χωράφια αυτού που ονομάζουμε «άλλος κόσμος»- φράση μπάσταρδη κι αυτή, μια άνευρη μεταφορά που τη νομίζουμε κυριολεξία;

Το συγκλονιστικό κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη Εκπνοή ξεκινά να καταγράψει ακριβώς τη στιγμή του θανάτου («να καταγράψει ίσως ναι ίσως όσο μπορεί ίσως όσο προφταίνει»). Προσηλώνεται στο πρόσωπο του ανθρώπου που πεθαίνει («πρόσωπο συγκεντρωμένο μόνο στο πρόσωπο· στον εαυτό του· πρόσωπο άκρως προσωπικό· δεν απευθύνεται… πρόσωπο που ανήκει μόνο στον εαυτό του πλέον»). Και στην αρχή προσπαθεί να βγάλει νόημα, να καταλαγιάσει την εμπειρία με λόγια· «το στόμα είναι ακόμη ανοιχτό αλλά θα σφραγιστεί σε λίγο· στο λίγο αυτό θα είναι ακόμη ανοιχτό· μόλις· λεπτή γραμμή ανάμεσα στα χείλη». Από τις πρώτες λέξεις του κειμένου διαισθάνεται κανείς ότι αφενός ο θάνατος δεν μπορεί να κατανοηθεί, αφετέρου η στιγμή του θανάτου δεν μπορεί να πιαστεί, εξ ορισμού διαφεύγει («σαν κάτι που ήθελες να είσαι εκείνη τη στιγμή μπροστά και δεν το πρόλαβες»). Το κείμενο αρνείται να ονομάσει- λέει συνέχεια «αυτό που θα γίνει»και στιγμιαία μόνο πέφτει στην παρηγοριά των μεταφορών («κρυφές περιδινήσεις αόρατου ωκεανού στην άκρη των λεπτών χειλιών»), για να την εγκαταλείψει αμέσως μετά. Συνειδητοποιεί ότι ακόμα και τα στοιχεία του προσώπου δεν βγάζουν πια νόημα: «τα κλειστά βλέφαρα τα βαθουλωμένα μάγουλα το άσκεπτο μέτωπο οι σκαμμένοι κρόταφοι μένουν εκεί στη θέση του δεν συνυπάρχουν όμως πια… δεν λειτουργούν». Ως εκ τούτου περιορίζεται στο στόμα, στην εκπνοή και την αναπνοή, στον ρυθμό του θανάτου, τον ρυθμό που παρακολουθούν οι λέξεις, αλλά και η γραφική αποτύπωση του κειμένου. Όπως οι γραμματοσειρές αυτού του καλοτυπωμένου βιβλίου μεγαλώνουν και μικραίνουν, και οι λευκές σελίδες ακολουθούν τις πυκνοτυπωμένες, οι λέξεις μοιάζει να παρακολουθούν τις συγκοπές της ζωής, τις τελευταίες εκπνοές του αγαπημένου προσώπου. Συν-πνέουν χωρίς να εξηγούν.

Ο Δημήτρης Παπανικολάου είναι λέκτορας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης