ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΔΕΝ ΤΑ
ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
ΣΤΑ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΜΑΣ, ΑΛΛΑ
ΓΙΑ Ν΄ ΑΝΑΚΑΛΥΨΟΥΜΕ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ, ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΤΥΠΩΘΕΙ ΑΠΟ
ΚΑΝΕΝΑΝ. ΕΤΣΙ, ΕΘΙΣΜΕΝΟΙ ΝΑ ΑΝΗΣΥΧΟΥΜΕ
ΓΙΑ ΤΑ ΤΕΚΤΑΙΝΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ,
ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΜΕ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΤΙΛΗΦΘΟΥΜΕ
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΠΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ Ο ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ ΣΤΑ ΤΕΚΤΑΙΝΟΜΕΝΑ
ΣΤΑ ΚΑΤΑΒΑΘΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΑΣ.
Βαριά, γεμάτη απειλές η ατμόσφαιρα των Βαλκανίων για να διαβαστεί το τελευταίο βιβλίο του Δημοσθένη Κούρτοβικ γι΄ αυτό που πράγματι είναι: ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα πάνω στη βαλκανική ψυχή και γενικότερα πάνω στα διλήμματα που ταλανίζουν στις μέρες μας την ψυχή του ανθρώπου. Λέγοντας ΄ψυχή΄ εννοώ εκείνο τον εσωτερικό μας χώρο όπου τα εξωτερικά γεγονότα βιώνονται κατά τρόπο τελείως μυστηριώδη και όπου σιγοβράζουν εκφάνσεις της ύπαρξης ανεξιχνίαστες για τον κοινό νου των ημερών μας. Και λέγοντας ΄κοινό νου των ημερών μας΄ εννοώ τον νου που έχει ζυμωθεί με τη ρηχή δημοσιογραφία, την καιροσκοπική πολιτική, την κατευθυνόμενη επιστήμη και την κακή τέχνη… με τα τέσσερα, δηλονότι, κακά της μοίρας μας. Ο κίνδυνος λοιπόν τον οποίο διατρέχει ο Κούρτοβικ δεν είναι μην τυχόν και το έργο του περάσει απαρατήρητο. Κάθε άλλο. Έχει τη συγκυρία με το μέρος του. Η επικαιρότητά του είναι αναμφισβήτητη. Ανεξάρτητα εάν ο ίδιος το αποζήτησε ή όχι. Ο κίνδυνος είναι να διαβαστεί κυρίως σα συμβολή ενός γνωστού και καλού συγγραφέα στην κατανόηση των γεωπολιτικών ανατροπών που συγκλονίζουν τα Βαλκάνια τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Τι συνέβη; Πώς ήρθαν τα πάνω κάτω μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα; Πού πάμε; Ποιος εξουσιάζει τούτη την εύφλεκτη, όπως αποδείχθηκε επανειλημμένα, περιοχή του κόσμου; Τι θέλει επιτέλους; Τι μας μέλλεται ακόμα να ζήσουμε; Μ΄ αυτά και άλλα παρόμοια ερωτήματα κοιμόμαστε, μ΄ αυτά ξυπνάμε. Αυτά τα ερωτήματα είμαστε πάντα έτοιμοι να προβάλουμε στο κάθε νέο βιβλίο που καταπιάνεται με τα βαλκανικά δρώμενα.

Τα ίδια ερωτήματα θα μας έρθουν μάλλον στα χείλια διαβάζοντας και το βιβλίο του Κούρτοβικ. Περιμένοντας εναγωνίως να μας φωτίσει. Και θα ξεχάσουμε βέβαια ότι ο κίνδυνος δεν αφορά τόσο το Τι ζητούν οι βάρβαροι όσο εμάς τους αναγνώστες. Τα τεκταινόμενα στα κατάβαθα τού είναι μας.

Το προδιαγεγραμμένο τέλος

Και όσο για τα τεκταινόμενα στην επιφάνεια, αρκεί κανένας να διαβάσει- ευτυχώς υπάρχουν και οι εξαιρέσεις- την υπέροχη δημοσιογραφική σύνοψη του Γιώργου Δελαστίκ Το τέλος των Βαλκανίων. Συμπέρασμα: Πρώτον, η Αμερική, κατέκτησε τα Βαλκάνια μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Δεύτερον, τα χρησιμοποιεί ως βάση για την προέλασή της προς την Ανατολή. Τρίτον, πέτυχε να κονιορτοποιήσει τούτη την ιστορικο-πολιτισμική οντότητα, πράγμα που δεν κατάφεραν ούτε οι Οθωμανοί, ούτε οι Αγγλογάλλοι, ούτε οι Αυστρογερμανοί, ούτε οι Ρώσοι. Οι δύο πρώτες διαπιστώσεις βγαίνουν αβίαστα από τα ίδια τα γεγονότα. Η τρίτη βγαίνει, πιστεύω, από το πνεύμα του βιβλίου. Για να φθάσει κανείς να γράψει Βαλκάνια τέλος, έχει προηγουμένως νιώσει ότι τα Βαλκάνια υπήρξαν σαν κάτι παραπάνω από απλή γεωγραφική υποδιαίρεση.

Και ιδού τώρα το συνταρακτικό δίλημμα: πώς να πιστέψεις ότι η βαλκανική οντότητα υπήρξε πράγματι όταν εξαφανίζεται εν μια νυκτί και χωρίς πολύ θόρυβο; Ή επρόκειτο λοιπόν για φενάκη ή ο εχθρός που την πρόσβαλε έχει τη μαγική ικανότητα να διαλύει με το βλέμμα του και μόνο όλους τους συνεκτικούς δεσμούς της οποιασδήποτε ιστορικής οντότητας. Παραμύθι ή αβασκαμός; Αυταπάτη η βαλκανική ταυτότητα ή ο Βαλκάνιος σταμάτησε ξαφνικά να θυμάται και να υπερασπίζεται τον εαυτό του; Διαλέγουμε και παίρνουμε. Αλλά μόνο στη θεωρία. Γιατί στην πράξη- βλέπε παραπάνω για τα τέσσερα κακά της μοίρας μας- αντί, σε κατάσταση υπέρτατης πνευματικής κρίσης, ν΄ ασχολούμαστε με τη διαβολική σαγήνη της σημερινής Αμερικής που τείνει να ξεριζώσει τον κόσμο ολόκληρο από το παρελθόν του και τις παραδόσεις του, προσπαθούμε, σε κατάσταση τηλε-αποχαύνωσης, να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι τα έργα και οι μέρες των πατέρων μας, οι συλλογικές τους εμπειρίες, τα ιστορικά μορφώματα, οι πατρίδες μας, τα έθνη μας, οι πολιτισμοί μας, δεν είναι παρά κατασκευάσματα της γλώσσας, παιχνίδια αυτοαναφερόμενα και αυτοκαταναλωνόμενα, απλές αφηγήσεις.

Και φαίνεται ότι έχουμε πειστεί. Μόνον έτσι μπορεί να εξηγηθεί το τέλος των Βαλκανίων το οποίο διαπιστώνει ο Δελαστίκ. Όταν ο αντίπαλος αλώνει τον τόπο μας εν ριπή οφθαλμού, σημαίνει ότι κάπου μέσα μας φαντάζει ως ελευθερωτής, ως άγγελος που μας απαλλάσσει άπαξ διά παντός από το βάρος της Ιστορίας και το υποτιθέμενο χρέος μας απέναντί της. Αφηγήσεις, κύριοι, αφηγήσεις. Η μόνη πραγματικότηταείναι η πραγματικότητα των επιθυμιών μας και η ικανοποίησή τους εδώ και τώρα.

Και πάλι από την αρχή

Άπαξ διά παντός; Κανένα γεωπολιτικό τετελεσμένο δεν μπορεί να προδιαγράψει τα αινίγματα της ύπαρξης. Καμιά καινούργια σελίδα της Ιστορίας δεν μπορεί να εκμηδενίσει, να εξαφανίσει ταχυδακτυλουργικά, το αξεδιάλυτο για πάντα μυστήριο που περικλείουν μέσα τους ως υπέρτατο ανθρώπινο θησαυρό οι σελίδες του παρελθόντος. Κανένα «τέλος» δεν μπορεί να μετατραπεί σε ταφόπετρα όταν σκύβει πάνω του ο μυθιστοριογράφος, ο καλλιτέχνης που αγγίζει όλες τις ανθρώπινες καταστάσεις με το καλοσυνάτο χαμόγελο του σκεπτικιστή. Από δω ακριβώς αρχίζει το θαυμαστό ταξίδι του Κούρτοβικ.

Θαυμαστό ταξίδι, κατ΄ αρχάς, γιατί η μορφή αυτού του μυθιστορήματος δεν έχει τίποτα το φτιαχτό, τίποτα το επιδεικτικά προσαρμοσμένο στην αγοραία αισθητική. Αν για λόγους πρακτικούς πρέπει οπωσδήποτε να υιοθετήσουμε κάποιο χαρακτηρισμό, θα πρότεινα να πάμε ογδόντα χρόνια πριν, στους πειραματισμούς του Χέρμαν Μπροχ γύρω απ΄ αυτό που ονόμαζε «πολυ-ιστορικό» μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα που θα έχυνε στο ίδιο καλούπι διαφορετικά είδη του λόγου και διαφορετικές ιστορικές εποχές χωρίς ν΄ αλλοιώσει το πρόσωπό τους. Θα έλεγε κανένας ότι οι καλλιτεχνικοί οραματισμοί του Μπροχ δεν θα μπορούσαν να βρουν καλύτερο πεδίο εφαρμογής από την πολυδαίδαλη ιστορική πραγματικότητα των Βαλκανίων. Και θα πρόσθετα ότι ο Κούρτοβικ δεν χρειάστηκε να προσφύγει στις συνταγές και τα μαλάματα του μεταμοντέρνου κανόνα. Η μορφή του αναδύθηκε, φυσικώ τω τρόπω, από τα τρίσβαθα της βαλκανικής πραγματικότητας. Θαυμαστό ταξίδι, στη συνέχεια, για το αεράκι ελευθερίας που πνέει από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Τίποτα το στημένο. Καμιά ιδέα, καμιά συμπεριφορά δεν μένει χωρίς να χρωματιστεί από τη γλυκιά ειρωνεία του μυθιστοριογράφου. Ο ρόλος του είναι, λέει, να καταγράψει τις πέντε τελευταίες μέρες ενός ενδοβαλκανικού λογοτεχνικού διαγωνισμού ο οποίος διεξάγεται – α, ρε δύσμοιρη Ευρώπη, πού κατάντησες! – υπό το άγρυπνο βλέμμα μιας πολιτιστικής ευρωκομισαρίου. Οι φιναλίστ, έτσι το θέλησε ο θεός του μυθιστορήματος, έχουν καταπιαστεί με το ίδιο γεγονός: ένα μακεδονικό γάμο στην αρχή των βαλκανικών πολέμων. Όσο προχωρούμε στην ανάγνωση τόσο μας αποκαλύπτεται το ασυμβίβαστο των διαφορετικών εκδοχών. Και η αλήθεια; Πουθενά. Αφηγήσεις και πάλι αφηγήσεις. Κάθε έθνος τη δική του…

Θαυμαστό ταξίδι, τέλος, για τον αινιγματικό τρόπο με τον οποίο ο πρωταγωνιστής τούτου του έργου, ο πρόεδρος της επιτροπής Αργύρης Χρυσικός, βιώνει την κυρίαρχη ή τέλος πάντων την επιβεβλημένη σήμερα ιδεολογία της μετάλλαξης της Ιστορίας, και κατ΄ επέκταση του υποκειμένου, σ΄ ένα σύνολο αυθαίρετων λίγο ώς πολύ αφηγήσεων. Δεν σταματώ να τον φέρνω στο μυαλό μου. Σκέφτομαι διαρκώς την ιλιγγιώδη απορία που ενσταλάζει μέσα μας η σχέση του με τη Βουλγάρα υποψήφια Νίνα Ντάνεβα. Σκέφτομαι τη μοναδική ερωτική τους στιγμή. Ο Χρυσικός, τραυματισμένος από μια παιδική μνήμη που τον θέλει μάρτυρα ενός πογκρόμ των Ελλήνων κατά των ξένων συγχωριανών τους, ζει την ερωτική συνεύρεση με την Ντάνεβα ως απελευθέρωση της συνείδησης, ως συγχώρηση, ως εξαγορά. Πράγμα που κάνει, σκέφτεται, την απόλαυσή του ουράνια, ανεπανάληπτη, θεσπέσια, αξέχαστη. Αντίθετα με τον Χρυσικό, η Νίνα Ντάνεβα, τουλάχιστον εξωτερικά, είναι η ενσάρκωση της μη μνήμης. Μεταλλαγμένο υποκείμενο. Όπως τα προϊόντα των σημερινών μεγαλοβιομηχανιών τροφίμων. Μεταλλαγμένο μέχρι και το φύλο. Μεταλλαγμένο για ν΄ αντέχει σε όλα τα καθεστώτα, όλες τις συνθήκες και όλες τις συγκυρίες. Μεταλλαγμένο σύμφωνα με τις προδιαγραφές της προσαρμοστικότητας, της αποδοτικότητας και της ατομικής επιτυχίας.

Ακόμα και το μυθιστόρημα που υπέβαλε στον διαγωνισμό είναι το μόνο αποεθνικοποιημένο, το μόνο που χαϊδεύει τα ναρκισσιστικά γούστα του σημερινού κοινού.

Τη στιγμή της ερωτικής πράξης ο Χρυσικός αγνοεί τον βίο και πολιτεία της Ντάνεβα. Τα μαθαίνει εκ των υστέρων. Και σηκώνει αδιάφορα τους ώμους του αφήνοντάς μας στα σκοτάδια: πού φωλιάζει η ένταση και η γνησιότητα της απόλαυσης του Χρυσικού; Στην αποενοχοποιητική οντολογική ρευστότητα που ευαγγελίζεται ο homo economicus ή στην προσωπική του νίκη ενάντια στο κακό που κατατρώει τα βαλκανικά του σπλάγχνα;

Δημοσθένης Κούρτοβικ

ΤΙ ΖΗΤΟΥΝ ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ

ΕΚΔ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2008, ΣΕΛ. 312, ΤΙΜΗ: 16,50 ΕΥΡΩ

Γιώργος Δελαστίκ

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ

ΕΚΔ. ΛΙΒΑΝΗΣ, 2008, ΣΕΛ. 335, ΤΙΜΗ: 18 ΕΥΡΩ