Η έκθεση βιβλίου της Θεσσαλονίκης εξελίσσεται γρήγορα, παρά τις κάποιες ασυμμετρίες της, σε μια από τις σημαντικές διεθνείς εκθέσεις του είδους της. Που σημαίνει, σε τόπο συναντήσεων και συναλλαγών ανάμεσα κυρίως σε επαγγελματίες του βιβλίου, από εκδότες ώς ατζέντηδες, μεταφραστές, υπεύθυνους λογοτεχνικών εντύπων ή ενθέτων και εκπροσώπους θεσμών όπως τα εθνικά κέντρα βιβλίου. Αυτός είναι ο σύγχρονος τρόπος του συλλογικού μάρκετινγκ ενός κλάδου. Ευκταίο είναι η έκθεση της Θεσσαλονίκης να απορροφήσει στο προσεχές μέλλον τις παρωχημένες, συντεχνιακού τύπου εμποροπανηγύρεις που αποκαλούνται φεστιβάλ βιβλίου και που, ενώ είναι δαπανηρές για τον φορολογούμενο, όχι μόνο δεν έχουν καμιά αξιόλογη επίδραση στην κίνηση των βιβλίων, αλλά ασχημίζουν και μπουκώνουν τους ελάχιστους ελεύθερους χώρους που υπάρχουν στις πόλεις μας. Για μια φορά, θα δώσω συγχαρητήρια στο ΚΑΣ για την απόφασή του να μην επιτρέπει εφεξής στους εκδότες να φράζουν τον πανέμορφο πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου με τα μικρομάγαζά τους.

Τον Παύλο Αγιαννίδη τον αδικεί η ετικέτα «δημοσιογράφος», κι ας είναι η επαγγελματική ιδιότητά του. Η καλλιτεχνική παιδεία του, ιδίως η μουσική, είναι απίστευτη και καλύπτει ένα τεράστιο φάσμα, από την όπερα ώς το φλαμένκο και το φάδο, από τον Μπαχ ώς τον Τσιτσάνη και τη Λίνα Νικολακοπούλου. Η γραφή του αποδίδει επακριβώς την εντύπωση που σου αφήνει η φυσική παρουσία του: μια χαμηλότονη ευγένεια, μια γεμάτη ταπεινοφροσύνη εκλέπτυνση, μια κομψή απλότητα στην έκφραση, ίδιον εκείνων που ξέρουν καλά για ποιο πράγμα μιλούν. Το βιβλίο του Αληθινά παραμύθια, στη σειρά «Σκέψη, Χρόνος και Δημιουργοί» των εκδόσεων Καστανιώτη (Αθήνα 2007, σελίδες 302), περιλαμβάνει πορτρέτα μιας πληθώρας καλλιτεχνών, κατά κύριο λόγο, αλλά όχι αποκλειστικά από τον χώρο της μουσικής, τα οποία συνδυάζουν βιογραφία, αισθητικό δοκίμιο και, σε πολλές περιπτώσεις, συνέντευξη με τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Ο συνδυασμός είναι τόσο επιδέξιος, η συνεργασία αυτών των τριών στοιχείων τόσο αρμονική ώστε τα κείμενα του βιβλίου διαβάζονται πράγματι σαν αληθινά παραμύθια, γοητευτικά και συγχρόνως πλούσια σε γνώσεις. Αναφέρω ενδεικτικά τη συναρπαστική (και χωρίς ίχνος εθνικού κομπασμού) ανίχνευση των ελληνικών, συγκεκριμένα κοζανίτικων, ριζών του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν μέσα από την τεκμηριωμένη ανάπλαση της ιστορίας της οικογένειας και των μελών της σε διάστημα σχεδόν δύο αιώνων.

Ο Κούντερα γράφει κάπου ότι όλες οι μυστικές υπηρεσίες του κόσμου παρακολουθούν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις των πολιτών, συγγνώμη, των υπηκόων τους, αλλά η τσεχοσλοβακική (επί κομμουνισμού) ήταν η μόνη που τις έβγαζε σε πανεθνική ακρόαση. Όταν η ανομία έχει γίνει καθεστώς, έρχεται μια στιγμή που το κράτος παρωδεί τον ίδιο τον εαυτό του και το Κακό αποκτά σχεδόν ευτράπελο χαρακτήρα, ακριβώς όπως στα μυθιστορήματα του Κάφκα, όπου η πραγματικότητα εμφανίζεται τόσο παράλογη ώστε ο εφιάλτης γέρνει προς την κωμωδία και σου έρχεται να γελάσεις την ίδια στιγμή που σου σφίγγεται η καρδιά. Η ελληνική πραγματικότητα είναι τόσο ολοκληρωτικά καφκαϊκή ώστε αρκεί μια καθημερινή βόλτα στη γειτονιά σου για να το ζήσεις αυτό. Τις προάλλες, δίπλα ακριβώς στο αστυνομικό τμήμα της οδού Βεΐκου, στο Κουκάκι, δυο τύποι πάρκαραν μια πελώρια μοτοσικλέτα εγκάρσια στο (πολυσύχναστο, ας σημειωθεί) πεζοδρόμιο, κλείνοντάς το από τη μια ώς την άλλη άκρη. ΄Ετυχε να περνώ από εκεί τη στιγμή του συμβάντος και ρώτησα τον αστυνομικό που εκτελούσε χρέη σκοπού αν είδε τι έγινε. Εκείνος έριξε μια ματιά, το είδε, πήρε ένα ενοχλημένο ύφος και, εκεί που πήγα να πιστέψω πως το ενοχλημένο ύφος αφορούσε την προκλητική και άκρως επικίνδυνη για τους διερχόμενους πεζούς παράβαση και πως επρόκειτο να επέμβει ο Νόμος, μου λέει επί λέξει, μα λόγω τιμής: «Εντάξει, κύριε, μην το κάνετε θέμα»! Κάτι τέτοια θα έπρεπε να είναι αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς που αναζητούν σήμερα την «ελληνικότητα»!

Δεν είμαι φιλοτελιστής, αλλά πάντα μάζευα γραμματόσημα για φίλους μου που ήταν. ΄Ετσι, εδώ και περισσότερα από σαράντα χρόνια παρατηρώ τα γραμματόσημα όχι από τη σκοπιά του συλλέκτη, αλλά του ερασιτέχνη ιστοριοδίφη, που βλέπει την εξέλιξη της θεματολογίας και της αισθητικής τους σαν ίχνος της ίδιας της ιστορικής διαδρομής διαφόρων χω ρών. Και δεν εννοώ μόνο τις πολιτικές αλλαγές, αλλά και τις βαθύτερες μεταβολές στα ήθη, τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς, το προφίλ που κάθε έθνος έχει ή θέλει να έχει και να προβάλλει. Βρήκα, λοιπόν, πολύ ενδιαφέρον το λεύκωμα του Θανάση Παπαϊωάννου Γραμματόσημο και Ιστορία (εκδόσεις Ηλιοτρόπιο, Αθήνα 2007, σελίδες 429), που, όπως δηλώνει και ο υπότιτλός του, παρακολουθεί τη «νεώτερη πορεία του ελληνικού έθνους μέσα από το γραμματόσημο». Από την «κεφαλή του Ερμή», το πρώτο ελληνικό γραμματόσημο, που τυπώθηκε το 1861, ώς τις σειρές που κυκλοφόρησαν στην εκπνοή του εικοστού αιώνα με θέμα τα δημόσια έργα που χρηματοδοτούνταν από τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης, τα γραμματόσημα που παρελαύνουν στις σελίδες αυτού του λευκώματος είναι σαν καρέ μιας κινηματογραφικής ταινίας, προπαγανδιστικής βέβαια, γυρισμένης από το ελληνικό κράτος για να διηγηθεί την ιστορία του. Και επειδή η σκηνοθετική γραμμή αλλάζει από περίοδο σε περίοδο, υπηρετώντας όμως πάντοτε την επίσημη εκδοχή, ο συγγραφέας ανασυνθέτει σε εκτενή κεφάλαια αυτή την ιστορία από σύγχρονη και, κατά το δυνατόν, αντικειμενική σκοπιά. Ακόμη, επισυνάπτει φωτογραφίες εποχής, αρκετές από τις οποίες είναι σπανιότατες- το λέω αυτό μετά λόγου γνώσεως, γιατί είμαι μανιώδης συλλέκτης τέτοιων φωτογραφικών λευκωμάτων!

Πάντως, το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς ξεφυλλίζοντας αυτό το άλμπουμ είναι ότι ώς τη μεταπολίτευση του 1974 η επίσημη Ιστορία, όπως αποτυπώνεται στα γραμματόσημα, περιλαμβάνει σχεδόν αποκλειστικά πολεμικά κατορθώματα. Απουσιάζουν τα όποια οικονομικά και πολιτιστικά επιτεύγματα, τα θέματα από την κοινωνική ζωή και, κάτι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, η ελληνική φύση. Εννοείται ότι απουσιάζει παντελώς και «η άλλη Ελλάδα», αυτή των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων της Αριστεράς. Επειδή εύκολα διαφεύγει από τη συνείδησή μας το πόσο δραματική ήταν στην πραγματικότητα η, φαινομενικά μάλλον ήπια, ιστορική τομή του 1974, τα γραμματόσημα είναι ένας καλός τρόπος να το αισθητοποιήσουμε!

Σαν μεταθανάτιο φόρο τιμής στον Κερτ Βόνεγκατ (πέθανε πέρσι), ο Κέδρος επανεξέδωσε το γνωστότερο έργο του, το μυθιστόρημα Σφαγείο νούμερο πέντε (228 σελίδες), σε εξαιρετική μετάφραση από τον Φίλιππο Χρυσόπουλο. Το βιβλίο αυτό, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1969, ήταν ουσιαστικά η πρώτη απόδειξη ότι μπορεί να υπάρξει ποίηση μετά το ΄Αουσβιτς, παρά τον αντίθετο ισχυρισμό του Αντόρνο. Το ζητούμενο για τον Βόνεγκατ: πώς να μιλήσεις για μια τραγωδία χειρότερη και από τη Χιροσίμα, όπως ήταν η ισοπέδωση της Δρέσδης από τους Αγγλοαμερικανούς τον Φεβρουάριο του 1945, με 135.000 νεκρούς σε μια νύχτα, χωρίς να αναλυθείς σε επιφωνήματα και τραυλίσματα, τις μόνες φυσικές αντιδράσεις της γλώσσας μπροστά στην απόλυτη φρίκη; Και πώς να αποφύγεις την κοινοτοπία, σε τελική ανάλυση, της μαρτυρίας, όταν συμβαίνει να υπήρξες αυτόπτης μάρτυρας αυτής της καταστροφής (ο Βόνεγκατ βρισκόταν στη Δρέσδη ως αιχμάλωτος πολέμου τη νύχτα του βομβαρδισμού της);

Ο Βόνεγκατ έλυσε το πρόβλημα με ιδιοφυή τρόπο. Πολιόρκησε το συμβάν από όλες τις μεριές και με διάφορες μεθόδους, με αλλεπάλληλα πρωθύστερα και μεθύστερα από τη ζωή του ήρωά του, φαινομενικά άσχετα με την τραυματική εμπειρία του, απλώνοντας την αφήγηση σε θέματα που δείχνουν σαν να μας απομακρύνουν από αυτή την εμπειρία, καταφεύγοντας ακόμα και στην επιστημονική φαντασία, υιοθετώντας ένα ύφος χαλαρό, σχεδόν ελαφρό θα έλεγε κανείς, αναβάλλοντας συνεχώς την κατά μέτωπο αναμέτρηση, ώς τη στιγμή που η φρικωδία της Δρέσδης αρχίζει να εμφανίζεται όχι σαν αποκαλυψιακό γεγονός, αλλά σαν τοπική υπερχείλιση της απανθρωπιάς ενός ολόκληρου αιώνα. Ο Βόνεγκατ, με τελείως αντιδραματικό τρόπο, ακόμα και με χιούμορ, ένα πικρό όμως χιούμορ, περιγράφει έναν κόσμο όπου όλες οι ανθρώπινες αξίες έχουν ευτελιστεί και κάτω από την ακύμαντη καθημερινότητα των πιο συνηθισμένων ανθρώπων καραδοκούν οι δίνες μιας εφιαλτικής πραγματικότητας.