ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, ΟΙ
ΟΠΟΙΟΙ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΣΥΧΝΑ ΤΗΝ
ΕΙΡΩΝΙΚΗ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΠΟΛΛΩΝ
ΕΛΛΑΔΙΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ,
ΕΧΟΥΝ ΙΣΩΣ ΝΑ ΜΑΣ ΔΙΔΑΞΟΥΝ
ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΕΘΝΟΤΙΚΗΣ
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ, ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ «ΠΟΛΙΤΙΚΟ»
ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΕΟΚΟΠΗΜΕΝΗ
ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ
«Εδώ καράβια χάνονται βαρκούλες αρμενίζουνε.» Με αυτή τη λαϊκή ρήση θα μπορούσε κάποιος να αντιδράσει στη συνεχιζόμενη αντιπαράθεση περί «Ελληνικότητας». Η εύλογη απορία του θα ήταν «τι συνεισφέρει τούτη η συζήτηση στην αγωνία αυτού του τόπου σήμερα, όταν η περιβαλλοντική κρίση, η χαμηλομισθία, η υποαπασχόληση, η κοινωνική παράλυση και η δυσπιστία πιέζουν για πολιτική λύση και όχι για ακαδημαϊκή ενδοσκόπηση;».

Η σύντομη απάντηση είναι ότι το θέμα «ταυτότητα» δεν είναι ανεξάρτητο από την πολιτική. Η ταυτότητα μάς προσδιορίζει και επομένως κατευθύνει τη δράση μας. Το ερώτημα λοιπόν τι είδους ταυτότητα προκρίνουμε, είναι ακραιφνώς πολιτικό. Γι΄ αυτό και διακυβεύονται τόσα στον «διάλογο» για την Ελληνικότητα.

Προς τα πού να στραφούμε λοιπόν για ένα καινούργιο όραμα ζωής, αν λάβουμε υπόψη μας και την κατάρρευση των αξιών;

Στον ορίζοντα διαφαίνεται η (επι)στροφή προς τη δοκιμασμένη «Ελληνικότητα» και την επαναδιατύπωσή της όπως προτείνει ο Ν. Ξυδάκης («Η Καθημερινή» 5/4). Αποβάλλοντας την προγονοπληξία σαν νόσο και την «ακλόνητη ουσιοκρατία» σαν παρακμή, ο Ξυδάκης προκρίνει μια «άλλη οδό,» αυτήν της αισιόδοξης, ανοικτής, και ήπιας Ελληνικότητας που όμως επιμένει να μυθολογεί «δημιουργικά, τα νησιά και τους λερούς φουστανελάδες»… Κάτι που προκαλεί αμηχανία, από τη στιγμή που η επανεφεύρεση της Ελληνικότητας γίνεται με βάση κοινούς τόπους της αισθητικής ιθαγένειας! Παρόλα αυτά η δημιουργία ενός ρεύματος που προτείνει μια τέτοια επαναδιατύπωση της Ελληνικότητας ως κεντρικής συνιστώσας της νεοελληνικής ταυτότητας, δεν αποκλείεται. Πόσω μάλλον που προσφέρεται σαν απάντηση, και ταυτόχρονα παράκαμψη, της κριτικής θέσης «η Ελληνικότητα δεν είναι ουσία» (βλ. Σ. Γουργουρής)- μιας κριτικής θέσης που κλονίζει τις αλήθειες της Ελληνικότητας αφού πηγάζει από την ιστορικοποίηση του φαινομένου (βλ. Β. Λαμπρόπουλος, Α. Λιάκος, Δ. Τζιόβας)… Η ελκυστικότητα εντέλει αυτού του βολικά αόριστου προσδιορισμού της Ελληνικότητας έγκειται στο ότι εμφανίζεται αφενός ως μια εθνική πολιτισμική απάντηση στην κρίση νοήματος που μαστίζει την κοινωνία και αφετέρου ως άμυνα στην εξουσιαστική εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης. Όπως κάθε Λόγος, αυτή η αισθητική Ελληνικότητα θα λειτουργήσει γόνιμα, προσφέροντας στους νέους μια πηγή νοήματος και υπερηφάνειας, ώστε να ζήσουν τον μύθο τους στην Ελλάδα «αυθεντικά», «σαν Έλληνες».

Όλα αυτά όμως ακούγονται οικεία, συναρπαστικά και αθώα μέχρι να συνειδητοποιήσει κανείς ότι αυτός ο «εφαρμοσμένος ρομαντισμός» της ταυτότητας που γίνεται αντιληπτή ως συγκινησιακό βίωμα, άφησε ιστορικά ανέγγιχτες τις πρακτικές εκείνες που προκαλούν τη σημερινή κρίση. Με άλλα λόγια, επειδή ακριβώς αυτού του είδους η ρομαντική Ελληνικότητα ιστορικά έχει λειτουργήσει σε πλαίσιο αισθητικής προσέγγισης και όχι πολιτικής δράσης, δεν αποφεύχθηκε ούτε η συστηματική απαξίωση των θεσμών ούτε η έλλειψη εμπιστοσύνης στις κοινωνικές συναλλαγές ούτε η εγκληματική καταστροφή του περιβάλλοντος.

Αναζητώντας λοιπόν ένα νέο μοντέλο, στρέφομαι προς μια ετερογενή κοινωνική κατηγορία: τους Έλληνες της Αμερικής, οι οποίοι, για λόγους που χρήζουν ξεχωριστής μελέτης, προκαλούν όχι μόνο τον χλευασμό και την ειρωνική απόρριψη αλλά ακόμη και την εχθρότητα πολλών Ελλαδιτών (Ένα δείγμα της πήραμε με τον χαρακτηρισμό κορυφαίων νεοελληνιστών της Αμερικής από τον Κ. Γεωργουσόπουλο σαν «Αμερικανάκια» της «κόκα-κόλα»). Μήπως όμως μια τέτοια περιφρόνηση μάς στερεί χρήσιμες προσεγγίσεις;

Αυτοί οι άλλοι Έλληνες με τους άλλους τρόπους, τις διαφορετικές προφορές και σίγουρα τις διαφορετικές εμπειρίες ίσως να έχουν κάτι ωφέλιμο να μας διδάξουν. Ο τρόπος λ.χ. με τον οποίο ορισμένοι Ελληνοαμερικανοί συγγραφείς προσεγγίζουν το παρελθόν ώστε να χτίσουν μια νέα εθνοτική ταυτότητα έχει να προτείνει και για την Ελλάδα ένα δημιουργικό μοντέλο μυθοπλασίας πέρα από αυτό της χρεοκοπημένης «Ελληνικότητας». Αυτοί οι συγγραφείς τολμούν να πάρουν αποστάσεις από την ηγεμονική εθνοκεντρική αφήγηση που θέλει τους Ελληνοαμερικανούς σαν μια ομάδα με ένδοξο παρελθόν και βιολογική προδιάθεση προς την κοινωνική και επιχειρηματική επιτυχία. Η ιστορικός Έλεν Παπανικόλα για παράδειγμα, που το ελληνικό κοινό τη γνώρισε μέσω του βιβλίου της Μια Ελληνική Οδύσσεια στην Αμερικανική Δύση (Εκδ. Εστία), ανασύρει τη μνήμη της ρατσιστικής περιφρόνησης την οποία βίωσε ως κόρη μεταναστών στην Αμερική του 1920 και μιλά για την άρνηση της κοινωνίας να την αποδεχθεί ως γνήσιαΑμερικανίδα. Η Παπανικόλα φωτίζει την ομοιότητα της προσωπικής της εμπειρίας με αυτήν των παιδιών έγχρωμων μεταναστών σήμερα· και προσκαλεί τους βολεμένους πλέον Ελληνοαμερικανούς να αντλήσουν από την εμπειρία της περιφρόνησης που στιγμάτισε τους γονείς και τους παππούδες τους, ώστε να καταπολεμήσουν την προκατάληψη και να συμπαρασταθούν στον αγώνα των φυλετικών μειονοτήτων για ίσα δικαιώματα. Με αυτόν το τρόπο μια ιστορικά προσδιορισμένη μνήμη ανασύρεται στην επιφάνεια και προσφέρεται σαν ένας κινητήριος μοχλός κοινωνικής και πολιτικής δράσης.

Η Παπανικόλα δεν είναι η μόνη που καταπιάνεται με θέματα μνήμης, ιστορίας, ταυτότητας και διαφυλετικών σχέσεων. Υπάρχει παράλληλα μια πλούσια ελληνοαμερικανική λογοτεχνία που πιστοποιεί μια ακμάζουσα και αναπτυσσόμενη πολιτισμική παρουσία στις «νέες πατρίδες» των Ελλήνων. Αναφέρω ενδεικτικά μερικά σύγχρονα έργα που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά: Μiddlesex ( Ανάμεσα στα Δύο Φύλα ) του Τζέφρι Ευγενίδη, Ιμάμ Μπαϊλντί (Κάθριν Ντέιβιντσον), Αμοιρολόιτος:Ο Λούις Τίκας και η Σφαγή στο Λάντλοου (Ζήσης Παπανικόλας), Φλεγόμενη Πόλη (Τζορτζ Πελεκάνος) και Ο Χαρτοπαίκτης (Χάρι Μαρκ Πετράκης).

Υπάρχουν λοιπόν ελληνοαμερικανικές πηγές από τις οποίες θα μπορούσαμε να αντλήσουμε μυθοπλασίες που τονίζουν ότι είναι ποικίλα τα ρεύματα σκέψης τα οποία εμπλέκονται στον αυτοπροσδιορισμό μας· που υποδεικνύουν τη συνύπαρξη με τον πολιτιστικά «άλλο» μέσα σε πλαίσια σεβασμού· που εμπνέουν την καταπολέμηση της εκμετάλλευσης κ.ο.κ.

Ο Γιώργος Αναγνώστου είναι καθηγητής στο Οhio State University