ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ, ΜΕΣ ΣΤΟ ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΟ ΤΟΠΙΟ ΚΑΙ
ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΥΚΟΣΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΤΟΥ 1903, ΜΙΑ ΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΗ ΓΡΙΟΥΛΑ,
ΗΘΗ, ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ, ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΤΣΕΜΠΕΡΙ,
ΤΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΣΤΟ ΚΡΑΝΙΟ. ΚΙ ΑΡΧΙΖΕΙ, ΜΕ
ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕΝ ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ, ΠΛΗΝ ΟΜΩΣ ΑΨΟΓΗ
ΤΕΧΝΙΚΗ, ΝΑ ΜΟΝΟΛΟΓΕΙ ΚΑΘΩΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ, ΤΟ ΕΝΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ ΑΛΛΟ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΟΣΤΟΥΝ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ
ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΕΡΑΣΕΙ Η ΙΔΙΑ
Τι τρέχει; Από πού ξεπηδάει, έτσι ξαφνικά, αυτή η γυναίκα, αυτή η φωνή; Από πού στάζει αυτός ο παράταιρος εαυτός, ταράζοντας τα αφηγηματικά νερά της παραδοσιακής ελληνικής συλλογικότητας; Οι κριτικοί δεν έχουν καταλήξει αν ο Παπαδιαμάντης είναι με τη «Φόνισσα», για την οποία και ο λόγος, ή εναντίον της. Είναι η διαβόητη Φραγκογιαννού ένας σκοτεινός, εωσφορικός χαρακτήρας ή μια κοινωνική επαναστάτρια και πρώιμη υπέρμαχος της χειραφέτησης των γυναικών; Στο τελευταίο βιβλίο του, που κυκλοφορεί τώρα και στα ελληνικά, ο Δημήτρης Τζιόβας μεταθέτει ευφυώς το ερώτημα σε άλλον άξονα: η Φόνισσα, υποστηρίζει, είναι ένα από τα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας που δείχνουν την πολύπλοκη σχέση που το εγώ αναπτύσσει με τον περίγυρό του- τους άλλους, την κοινότητα, την κοινωνία. Η Φόνισσαουσιαστικά αφηγείται τη σταδιακή αυτονόμηση του εσωτερικού κόσμου της ηρωίδας, την «επανεξέταση και ανασυγκρότηση της ίδιας ως υποκειμένου και του τρόπου με τον οποίο καθορίζεται από το κοινωνικό της περιβάλλον». Η Φραγκογιαννού δολοφονεί, βεβαίως, τα μικρά κορίτσια εξαιτίας της κοινωνικής πίεσης που ασκείται πάνω της, αλλά κάτι τέτοιο συμβαίνει ακριβώς τη στιγμή που αποκτά ατομική συνείδηση, που διεκδικεί την ατομικότητά της, και από αυτή τη θέση επαναστατεί. Έτσι διαβασμένη, η Φόνισσα φαίνεται «περισσότερο ένα δράμα της ατομικής συνείδησης που παλεύει με τον εαυτό της και τον εξωτερικό κόσμο, παρά ένα κοινωνικό δράμα».

Διαβάζοντας κείμενα που, όπως η Φόνισσα, στέκονται στο μεταίχμιο, κυρίως ως προς τον τρόπο και το είδος γραφής, Ο άλλος εαυτός μιλάει για τις περιπέτειες της ανάδυσης της ατομικότητας στην ελληνική κοινωνία. Το κλασικό επιχείρημα σε κάθε τέτοια συζήτηση είναι ότι η νεοελληνική κοινωνία και κουλτούρα συντηρεί μια αίσθηση κοινότητας και συλλογικότητας πολύ πιο έντονη από αυτή που μπορεί κανείς να βρει στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Συνδέουμε τον ατομικισμό με τη Δύση και θεωρούμε ότι έρχεται στην Ελλάδα αργά, και πάντα αποσπασματικά. Στη νεοελληνική λογοτεχνία, εκτός από κάποια ρομαντικά ξεσπάσματα του 19ου αιώνα, βλέπουμε ότι, ιδίως από το 1880 και μετά, επικρατεί μια έμφαση στο συλλογικό υποκείμενο, την παράδοση και την ομαδικότητα, μια επιμονή στην κοινότητα και το έθνος, εις βάρος της ατομικότητας, της ατομικής απελευθέρωσης, της υποκειμενικής έκφρασης. Ακόμα και όταν ο ατομικισμός ερχόταν ως επιρροή μαζί με τα λογοτεχνικά ρεύματα από την Ευρώπη και την εξέλιξη της σύγχρονης ζωής, αναχαιτιζόταν στην ελληνική πεζογραφία κάτω από την πίεση της ανάγκης για εθνική αλληγορία, ιστορική μαρτυρία και αργότερα κοινωνική (ιδεολογικά φορτισμένη) καταγγελία. Το σύγχρονο μυθιστόρημα, τέκνο του δυτικού ορθολογισμού και διαμορφωτής της σύγχρονης υποκειμενικότητας, είχε ως εκ τούτου μια περίεργη ιστορία στη χώρα μας. Παλαιότεροι πεζογράφοι που προσπάθησαν να εκφράσουν τις περιπέτειες της ατομικής συνείδησης, κυρίως στο πλαίσιο του μοντερνισμού (Αξιώτη, Σκαρίμπας, Πεντζίκης, Καχτίτσης), είχαν στην εποχή τους αντιμετωπιστεί συγκρατημένα και δεν είναι τυχαίο ότι ανακαλύπτονται ξανά σήμερα. Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα η έμφαση στο συλλογικό φαίνεται να υποχωρεί και διακρίνουμε πλέον την άνοδο ενός «ατομικού οράματος» στην πεζογραφία και την ποίηση, που πολλοί συνδέουν και με το μεταμοντερνισμό.

Δημήτρης Τζιόβας

Ο ΑΛΛΟΣ ΕΑΥΤΟΣ

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΜΕΤΑΦΡ. ΑΝΝΑ ΡΟΖΕΝΜΠΕΡΓΚ, ΕΠΙΜ. ΟΥΡΑΝΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ ΕΚΔ. ΠΟΛΙΣ, 2007 ΣΕΛ.

568, ΤΙΜΗ: 25 ΕΥΡΩ