«Ο πρωθυπουργός παραίτησε τον υπουργό του». Είναι σωστό γραμματικά; Και βέβαια όχι. Είναι εκφραστικό και νοηματικά πυκνό; Και βέβαια ναι. Ο πρωθυπουργός απέπεμψε τον υπουργό του, αλλά με τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνεται ότι ο υπουργός παραιτήθηκε αυτοβούλως και δεν εκδιώχθηκε. ΄Η το άλλο: «Η αστυνομία αυτοκτόνησε τον κρατούμενο». Εξίσου χυμώδης έκφραση, που αντλεί τη γεμάτη νόημα ειρωνεία της ακριβώς από την παράβαση των γραμματικών κανόνων. Η αστυνομία δολοφόνησε τον κρατούμενο και ανακοίνωσε ότι ο θάνατός του οφείλεται σε αυτοκτονία.

ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ, λοιπόν, γιατί τόση γλωσσαμυντορική μανία εναντίον του νεολογισμού «διαρρέω κάτι (μια πληροφορία, μια φήμη)». Τον βρίσκω μια χαρά, για τους ίδιους λόγους όπως τους δύο προηγούμενους (και πολλούς άλλους).

Διοχετεύω μια είδηση ή μια φήμη με τρόπο ώστε να φαίνεται ότι διέρρευσε “από μόνη της” και να συγκαλυφθεί έτσι η ευθύνη μου για τη διάδοσή της. Ας αναλογιστούμε πόσο άστοχο, εκτός από πλαδαρό, είναι το αντιπροτεινόμενο, γραμματικά άψογο «αφήνω να διαρρεύσει»: εδώ ο υπαίτιος της διαρροής εμφανίζεται σε παθητικό ρόλο (απλώς άφησενα διαρρεύσει), σχεδόν σαν να μην μπορεί να του καταλογιστεί τίποτα περισσότερο από αμέλεια.

Είπα πριν ότι δεν καταλαβαίνω την αποστροφή γι΄ αυτό τον νεολογισμό. Τρόπος του λέγειν, φυσικά. Στην πραγματικότητα το έχω καταλάβει εδώ και πολύ καιρό: ο γλωσσαμυντορισμός είναι και ήταν πάντοτε το τελευταίο καταφύγιο των άγλωσσων.

ΜΟΥ ΑΡΕΣΟΥΝιδιαίτερα τα μονοθεματικά δοκίμια (αποφεύγω εδώ τη λέξη μονογραφίες, γιατί περιγράφει κάτι πολύ ακαδημαϊκό) που αναπτύσσουν το θέμα τους με εμβρίθεια και χάρη. Φρεσκάροντας, συμπληρώνοντας, οργανώνοντας τις γνώσεις μας για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, μας κάνουν να σκεφτούμε τις βαθύτερες συναρτήσεις του σε όλη τους την ποικιλία, που πολλές φορές διαφεύγει ή συμπτύσσεται απλουστευτικά στις ολιστικές προσεγγίσεις.

Ένα τέτοιο δοκίμιο είναι το βιβλιαράκι της Μαρίας Λεκάκη, νεαρής ιστορικού τέχνης, Η ζωή μετά το διάβολο. Μια συνοπτική ιστορία της Κόλασης, που κυκλοφόρησε από τον καινούργιο, και με νεανικό προφίλ, εκδοτικό οίκο Το Μαγικό Κουτί. Η συγγραφέας παρακολουθεί τις απεικονίσεις της Κόλασης στη δυτική ζωγραφική, παίρνοντας ως αφετηρία για τις εμπνεύσεις των ζωγράφων τα εφιαλτικά τοπία που συνέλαβε η φαντασία του Δάντη. Ιχνηλατεί, έτσι, μια εξέλιξη που μεταφέρει σταδιακά την Κόλαση από το επέκεινα στον πυρήνα της ανθρώπινης ψυχής.

Δυστυχώς, η διεστραμμένη παρατηρητικότητά μου με έκανε να σκοντάψω σε μια λεπτομέρεια, ένα τίποτα: στο σημείο όπου η συγγραφέας μάς πληροφορεί ότι ο ζωγράφος Μαρκ Ρόθκο «γεννιέται το 1903 στη Λάτβια, τότε μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας» (σ.

126). Χώρα όμως ή περιοχή με το όνομα Λάτβια δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο, ούτε υπήρξε ποτέ στην τσαρική Ρωσία. Latvia λέγεται στα αγγλικά η Λετονία!

ΚΙ ΕΤΣΙ,από τη διεστραμμένη παρατηρητικότητα στη διεστραμμένη υποψία: μήπως ένα μέρος, τουλάχιστον, από το υλικό αυτού του πονήματος μεταφράστηκε επιπόλαια από αγγλόγλωσσα βιβλία ή διαδικτυακά κείμενα; Μπορεί άραγε μια ιστορικός της τέχνης να είναι τόσο αγεωγράφητη ή τόσο ανελλήνιστη ώστε να αγνοεί ακόμη και τα ονόματα των ευρωπαϊκών χωρών; Και πάντως να μην ξέρει από πού καταγόταν ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους του εικοστού αιώνα; Αλλά τι ψείρας που είμαι κι εγώ, μπα σε καλό μου!

Αληθινή μονογραφία, δηλαδή μελέτη με ακαδημαϊκή δομή (ουδείς ψόγος γι΄ αυτό), είναι το βιβλίο της Μαίρης Μικέ ΄Ερως (αντ)εθνικός.Ερωτική επιθυμία και εθνική ταυτότητα τον 19ο αιώνα (εκδόσεις Πόλις ). Το θέμα του είναι πώς αντιμετώπισε η ελληνική λογοτεχνία του δέκατου ένατου αιώνα τις ερωτικές σχέσεις Ελλήνων και Ελληνίδων με αλλοφύλους. Το κλειδί που χρησιμοποιεί η συγγραφέας για να ερμηνεύσει τη στάση των κειμένων που εξετάζει είναι η εθνική ιδεολογία εκείνης της εποχής. ΤΟ ΠΡΩΤΟκεφάλαιο του βιβλίου, όπου περιγράφεται το ιδεολογικό κλίμα ιδιαίτερα της περιόδου 1850- 1880, είναι ενδιαφέρον, κυρίως χάρη στην πραγματολογική γείωσή του, το ότι δηλαδή η συγγραφέας παραθέτει συγκεκριμένα στοιχεία, αντί να αρκείται σε γενικολογίες. Τη συνέχεια όμως, που αποτελεί το κύριο σώμα της μελέτης, τη διάβασα με αυξανόμενο σκεπτικισμό, αν όχι δυσφορία. Όχι επειδή διαφωνούσα με τα συμπεράσματα της συγγραφέως, αλλά επειδή τα έβρισκα αυτονόητα. Οι ερωτικοί δεσμοί με αλλοφύλους (Λατίνους, Εβραίους, Τούρκους) αποδοκιμάζονται γενικά, αλλά όχι τόσο απόλυτα όταν ο άνδρας είναι ΄Ελληνας, οπότε μια τέτοια σχέση μπορεί και να γίνει πεδίο εθνικής κατίσχυσης πάνω στο ξένο. Για τις Ελληνίδες, αντίθετα, οι ερωτικοί δεσμοί με αλλόφυλους άνδρες είναι περίπου απαγορευμένοι, εκτός σε ειδικές περιπτώσεις, όπου μια τέτοια ένωση εξυπηρετεί το “εθνικό συμφέρον”.

Δεν χρειάζεται δα καμιά σχολαστική έρευνα για να καταλήξει κανείς σ΄ αυτά τα ευρήματα, όταν μάλιστα έχει να κάνει με λογοτεχνικά κείμενα γεννημένα μέσα στο κυρίαρχο παντού εθνικιστικό κλίμα του δέκατου ένατου αιώνα. Τα περισσότερα έργα άλλωστε που εξετάζει η Μαίρη Μικέ γράφτηκαν με έντονο πατριωτικό πνεύμα, με σκοπό ακριβώς να προβάλουν και να εξάρουν τα εθνικά ιδεώδη. Και τα λίγα που αποκλίνουν κάπως από αυτή την πρόθεση τα χειρίζεται η συγγραφέας έτσι ώστε να επιβεβαιώνουν τις αρχικές υποθέσεις της. Προκύπτει έτσι το εξής παράδοξο: ένα πολιτικά ορθό δοκίμιο της εποχής μας να αντλεί τη νομιμοποίηση και την εγκυρότητά του από την πολιτική ορθότητα μιας άλλης εποχής.

ΜΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΣΕΒΑΣΜΟ,πρεσβεύω ότι μελέτες όπως αυτή της Μαίρης Μικέ εντάσσονται στα πλαίσια μιας προκάτ φεμινιστικής έρευνας, η οποία “αποδεικνύει” αυτό που ξέρουμε ήδη: ότι η αρρενωπότητα θεωρείται παραδοσιακά στις ανδροκρατικές κοινωνίες το κυριαρχικό, κατακτητικό στοιχείο και ο πιο αξιόπιστος εγγυητής της εθνικής αυθεντικότητας, ενώ η θηλυκότητα το παθητικό στοιχείο, ο αγρός, το σκεύος που υποδέχεται ό, τι αποφασίζει ο χρήστης του. Το πρόβλημα με τέτοιες μελέτες δεν είναι τόσο ότι εξονυχίζουν το προφανές για να βγάλουν εξίσου προφανή συμπεράσματα όσο ότι το κάνουν με μια αυτοϊκανοποίηση που τις καθηλώνει σ΄ αυτή τη δουλειά και δεν τους επιτρέπει να αναδείξουν πειστικά μια διαφορετική προοπτική.

Τραϊανός Πασόης λέγεται ο συγγραφέας και πρόκειται για Σλαβομα κεδόνα της εντεύθεν Μακεδονίας, της μόνης βεριτάμπλ στη φαντασία μας. Το βιβλίο του είναι αυτοέκδοση και μάλλον δυσεύρετο (ίσως υπάρχει καταχωνιασμένο σε κάποια βιβλιοπωλεία της Βόρειας Ελλάδας). Αξίζει όμως να το αναζητήσει κανείς και να το διαβάσει, όποια άποψη και αν έχει για το Μακεδονικό. Γιατί, παρά τον πολύ περιοριστικό και κατά κάποιον τρόπο παραπλανητικό τίτλο του, Η ιστορία της Μακεδονικής Κίνησης Βαλκανικής Ευημερίας, δεν ασχολείται τόσο με τις οργανώσεις ΜΑ.ΚΙ.Β. Ε και Ουράνιο Τόξο (των οποίων ο συγγραφέας υπήρξε μέλος, αλλά έχει αποχωρήσει) όσο με την ιστορία της ίδιας της Μακεδονίας από σλαβομακεδονική σκοπιά. Πλήθος οι υπερβολές, οι μονομέρειες, οι ανακρίβειές του- όσες και της επίσημης, “εθνικής” μας εκδοχής. Αλλά και πολλές οι δυσάρεστες, αποσιωπημένες αλήθειες που καταθέτει. ΄Οποιος θέλει να σχηματίσει μια ισορροπημένη εικόνα γι΄ αυτό το στρεβλωμένο “εθνικό θέμα” έχει πολλά να κερδίσει από το άκουσμα της φωνής του Πασόη. Γιατί σ΄ αυτή τη γωνιά της Ευρώπης ο φόρος αίματος, οι ιστορικές αδικίες, τα συλλογικά και προσωπικά δράματα είναι από τα λίγα πράγματα που έχουν κατανεμηθεί ομαλά…