Η ωριμότητα της μπέμπας


Σε μια σπάνιας ομορφιάς τηλεοπτική εκπομπή, στην εμπνευσμένη σειρά της Εύης Κυριακοπούλου «Η ζωή είναι αλλού», η γνωστή τραγουδίστρια κυρία Μπέμπα Μπλανς μίλησε για τη ζωή της. Το ρήμα «μιλώ» με την ουσιαστική του σημασία, ανοίγω δηλαδή το στόμα μου όταν έχω να πω κάτι που να αξίζει να το ακούσουν οι άλλοι. Άδικο να φαντάζεται ή να πιστεύει κανείς πως ένας ιερωμένος είναι ένα πρόσωπο ενάρετο και μια τραγουδίστρια, της «βαριάς» μάλιστα νύχτας, ένας άνθρωπος αβαρής, επιπόλαιος- στην καλύτερη βέβαια περίπτωση. Επειδή όμως και τους πιο χειραφετημένους τούς συνέχει μια μικρή έστω προκατάληψη, η εικόνα τελικά του κάθε ανθρώπου ταυτίζεται με το επάγγελμά του, ώστε αν και άκρως διαβλητή, να λογαριάζεται ως η πλέον αντικειμενική. Καλύτερα, θα ΄λεγες, από μια πλευρά, γιατί μόνον έτσι μπορείς να ζήσεις την αποκάλυψη. Και η κυρία Μπέμπα Μπλανς συνιστά μια αποκάλυψη σε βαθμό που να αναθεωρείς πλέον τις απόψεις σου όχι πια για ένα επάγγελμα, αλλά για τη συγκρότηση μιας ολόκληρης κοινωνίας. Και να επιχαίρεις όταν συνειδητά έχεις περάσει ή περνάς τη ζωή σου με ανθρώπους- μην κρυβόμαστε- που οι καλοί και ενάρετοι άνθρωποι λογαριάζουν ως «υπόκοσμο» ή «φυράματα».

Να εξηγηθούμε: δεν είναι εύκολο πράγμα- ή μάλλον είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο – να έχεις ζήσει την πίστα, τη νύχτα, τους δίσκους, τα εξώφυλλα, να πηγαίνεις για ύπνο την ώρα που οι άλλοι ξυπνάνε και να ακτινοβολείς, όπως η κυρία Μπέμπα Μπλανς, σήμερα που ζεις παροπλισμένος σε σχέση με όλα αυτά, μιαν απύθμενη ηρεμία και ευγένεια ψυχής. Κάτι περισσότερο: να έχεις μεταβάλει τη θητεία σου στον χώρο της αγοραίας διασκέδασης σε μια καλλιέργεια που τα διαπρεπέστερα πανεπιστήμια θα ήταν αδύνατον να σου εξασφαλίσουν. Ενώ σ΄ έκαναν οι άλλοι να νιώθεις πως είσαι «το κέντρο του κόσμου», τώρα που δεν είσαι επιθυμητός ή αναζητήσιμος όσο τουλάχιστον ήσουνα, αντί για πανικό, να δηλώνεις και να φαίνεσαι αυτάρκης, να μοιάζεις πως είχες υπολογίσει και ελπίσει στη στιγμή που θα λυτρωνόσουνα από τα στολίδια, τα φτερά και τα πούπουλα. Να αποδεικνύεις με τον λόγο σου και με το βλέμμα σου προπαντός πως ό,τι λογαριάζανε οι άλλοι ως αμετακίνητη προϋπόθεση για να εξακολουθείς να υπάρχεις, εσύ ανυπομονούσες να ζήσεις το «τέλος» του. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αξιοπρέπεια, όταν φαίνεται πως είναι οι άλλοι που καθορίζουν τη ζωή σου, την καριέρα σου, την ευτυχία ή τη δυστυχία σου, ανάλογα με το τι θα σου δώσουν ή τι θα σου στερήσουν, εσύ να μεταβάλλεις όλη αυτήν τη δοσοληψία σ΄ έναν προσωπικό λογαριασμό και να λύνεις μόνο μέσα σου το σχετικό πρόβλημα.

Αναγνωρίζω πως η κυρία Μπέμπα Μπλανς μάς πήγε πολύ μακριά, αλλά ήταν τόση η αμεσότητα, η καθαρότητα, η αφοπλιστικότητα του λόγου της που μια χαρά θα σε συνέπαιρνε μια ενδεχόμενη συζήτηση μαζί της, σε σχέση με την πλήξη και τη βαργεστημάρα που θα σε καταλάμβανε ενώ θα συζητούσες τα σχετικά θέματα μ΄ έναν διανοούμενο ή «σοβαρό» καλλιτέχνη. Ο λόγος είναι πολύ απλός: η κυρία Μπέμπα Μπλανς, όπως και άλλοι καλλιτέχνες που έκαναν μια καριέρα ελαφριά, αμφισβητούμενη, συχνά μάλιστα αντικείμενο ειρωνείας, κατέληξαν με τα ενδιαφέροντά τους (που πάντα θα τα είχανε) και με τη συνείδηση της παραίτησης, σε σχέση με πράγματα που η έλλειψή τους μπορεί να τρελάνει κάποιον, σε μια μορφή «οσιότητας». Προπαντός με την ηρεμία τους μπροστά σ΄ ένα «μέλλον» που ενώ διαγράφεται προβληματικό, δυσχερές, δεν καταδέχονται να θεωρούν πως είναι οι θρίαμβοι του παρελθόντος που θα το μαλακώσουν, αλλά όπως ο κολυμβητής που πριν πέσει στα νερά βγάζει όλα του τα ρούχα, προετοιμάζονται για την τελική περιπέτεια των γηρατειών και του θανάτου.

Τι εξαίσια ανατροπή της ζωής, η κυρία Μπέμπα Μπλανς χάρη στη φιλοσοφημένη της ηρεμία να μας συμφιλιώνει με την προοπτική των γηρατειών και του θανάτου, ενώ ένας καθ΄ ύλην αρμόδιος ιερωμένος να μας τα μεταβάλλει σε εφιάλτες.

OΘανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη».