Ο Κόμης Διονύσιος Σολωμός είναι ένα λυπημένο φάντασμα. Ήρθε και με βρήκε κάποια χρόνια πριν, εκεί που μετρούσα τα δικά μου φαντάσματα, κι ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγα τόσο καθαρά. Ούτε σάλπιγγες είχε ούτε Χαίρε πια. Έσερνε πίσω του μονάχα τον αντίλαλο του Κάτω Κόσμου, μια λύπη απέραντη. (Και δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτα πιο δυνατό από τη λύπη των φαντασμάτων.) Εμένα μ΄ έπεισε έτσι: με τη λύπη του. Άλλους τους πείθει αλλιώς. Όλους μας πείθει, αργά ή αργότερα. Γιατί ο Κόμης Διονύσιος Σολωμός είναι το εθνικό μας φάντασμα. Κι όταν τον λέω «εθνικό» εννοώ ένα πράγμα μόνο: ότι κανένας μας δεν του γλιτώνει. Έγινε φάντασμα- όπως γίνονται όλα τα φαντάσματα- από κάτι ανεκπλήρωτο: άφησε όλους τους λογαριασμούς με την αιωνιότητα ανοιχτούς. (Και δεν υπάρχει στον κόσμο πιο κλειστός λογαριασμός από ένα τελειωμένο, στιλβωμένο Έργο, που ονειρεύεται να γίνει Μείζον.)
Εκείνος, μια ζωή, πρέπει να πάλευε για το ανεκπλήρωτο. Έγραφε σαν να πάσχιζε ν΄ αφουγκραστεί λόγια που έρχονταν από μακριά. Άλλοτε τ΄ άκουγε καλά, άλλοτε όχι. Πάνω στην αγωνία του να τα προλάβει, άνοιγε χάσματα και λάκκους και γκρεμούς. Ανάμεσά τους έσπερνε σπασμένα ποιήματα, στίχους σπασμένους, με μια αλλόκοτη ομορφιά. (Και δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτα πιο στοιχειωμένο από έναν στίχο που έσπασε.)
Τα Άπαντά του είναι ένας εξαίσιος ερειπιώνας. Αν τον κοιτάξεις από λίγο πιο μακριά, καταλαβαίνεις. Βλέπεις την πάλη, τα ίχνη των καταστροφών, τις αστραπές, τη σκοτεινή φτερούγα που σκιάζει. Και σε πιάνει δέος. (Γιατί στον κόσμο δεν υπάρχει πράξη πιο ποιητική απ΄ αυτόν τον χαλασμό.)