Εκθέσεις όπως «H μορφή της αρχής» ούτε γίνονται συχνά παγκοσμίως ούτε τις

βλέπουμε στην Αθήνα, μολονότι εδώ είναι το ιστορικό επίκεντρο τέτοιων

αναζητήσεων, όχι μόνο των αρχαιολογικών αλλά και των μοντερνιστικών, όπως

επιβεβαιώνει η «Πολιτισμική γεωμετρία» που το 1988 αντιπαρέθεσε τον Τζεφ Κουνς

και την «νεογεωμετρική» παρέα του στις Συλλογές Σάατσι/Δ. Ιωάννου με τα

αρχαιοελληνικά αγγεία. Εκτός από τους αρχαιολόγους – και μάλιστα τους

προϊστορικούς, αυτούς που ερευνούν χωρίς τη στήριξη των γραπτών μαρτυριών,

όπως οι κλασικοί – η έκθεση κατ’ εξοχήν αφορά και τον κόσμο της σύγχρονης

τέχνης, ζωγράφους και μελετητές, και με όσα δείχνει και με όσα υπονοεί.

Τυπικά, πρόκειται για μια δειγματοληπτική αντιπαράθεση κορυφαίων καλλιτεχνών

του 20ού αιώνα (Π. Πικάσο, A. Τζιακομέτι, A. Ματίς, κ.ά.) ως προς την τέχνη

των παλιών πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου, του Αιγαίου ιδίως, και από

αυτή την άποψη και μόνο η πρωτοβουλία του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης και του

επιστημονικού διευθυντή του κ. N. Σταμπολίδη είναι υποδειγματική,

προεκτείνοντας την ουσία της μουσειακής πρακτικής, ιδίως σε εποχές που τα

περισσότερα (ελληνικά και ξένα) μουσεία μετατράπηκαν σε ξενοδοχεία φιλοξενίας

και όχι σε κέντρα πρωτότυπης έρευνας, όπως θα όφειλαν. Βαθύτερα όμως, η έκθεση

αυτή είναι και μια βάση για πολύ περισσότερες δημιουργικές παρεμβάσεις στις

θεματικές περιοχές που αναφέρεται και από αυτή την άποψη θεωρώ ότι όφειλε να

συμπληρώνει τη μουσειακή λειτουργία με συμπόσια ή παράλληλες εκδηλώσεις.

Ως προς τη σύγχρονη τέχνη λοιπόν ο επισκέπτης αντικρύζει σε εύγλωττη

αντιπαράθεση φόρμες καλλιτεχνών όπως π.χ. ο Πικάσο και δίπλα τους τη φόρμα του

αιγυπτιακού ή αρχαιοελληνικού πολιτισμού από την οποία εμπνεύστηκε. Το στήσιμο

της έκθεσης είναι τεκμηριωμένο και μεταδοτικό – αν ψάχνει υποδείγματα για τη

γλυπτική της η Εθνική Πινακοθήκη, εδώ θα τα βρει – και ο περίπατος στον νέο

μεγάλο χώρο του Κυκλαδικού είναι μια τελετουργία μύησης, όχι επίδειξης.

Αλλά και ως προς την αρχαιολογία, ιδίως την προϊστορική που τόσο

ταλαιπωρείται στην Ελλάδα από τον σνομπισμό των κλασικών αρχαιολόγων, η έκθεση

αυτή προσφέρει μεθοδολογικά και ηθικά υποδείγματα. Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι

στην Ελλάδα οι αρχαιολόγοι των προ του 800 π.X. χρόνων υποτιμώνται από τους

ειδικευμένους στον 5ο αιώνα, ακριβώς γι’ αυτό που έπρεπε να τους ζηλεύουν

όλοι, ότι κατορθώνουν και ανασταίνουν εποχές και πολιτισμούς που έχουν

μελετηθεί πολύ λιγότερο ψάχνοντας τις μεταξύ τους αναλογίες, όπως ακριβώς στην

έκθεση αυτή αναζητούνται οι ρόλοι των αρχέτυπων σχημάτων (κάνναβος κ.ά.) στην

επικοινωνία ή στο κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο των λαών. H συσχέτιση λοιπόν

αυτών των αρχετύπων με το βλέμμα των καινοτόμων καλλιτεχνών του 20ού αιώνα

πλουτίζει και τις δύο πλευρές.

Ως προς τη διαχρονική αντιπαράθεση της τέχνης όμως, η έκθεση

αυτοπεριορίζεται αρκετά ή και παραπλανάται βιβλιογραφικά. Εναρκτήριος λίθος

της επιστροφής τόσων μεγάλων καλλιτεχνών του 20ού αι. στις προϊστορικές ρίζες

τους υπήρξαν οι «Δεσποινίδες της Αβινιόν» του 1906, με τις μινωικές και

πρωτοϊβηρικές φιγούρες λίγο μετά τις ανασκαφές στην Κνωσό, όχι η δεκαετία του

1920 όπως διαβάσαμε. Επίσης, όσο πιο διακριτικά επιτρεπόταν, θα μπορούσε να

μην αγνοηθούν και οι κορυφαίοι της δικής μας αφαίρεσης – Γ. Σπυρόπουλος, A.

Κοντόπουλος, A. Λεφάκης και Γ. Σκλάβος – που τόσο επέμειναν τη δεκαετία του

1950 για τον καρποφόρο παραλληλισμό μεταξύ προϊστορικής αρχαιότητας της

Μεσογείου και μοντέρνας – τότε – τέχνης.

Προσωπικά, τέλος, θα ήθελα από μια τόσο σπουδαία έκθεση και μια υποψία

ερωτημάτων – αν όχι απαντήσεις και συζητήσεις, όπως στα χρόνια του A. Μαλρό

και του A. Τόιμπι – ως προς το εμμεσότερο ερώτημα:

Πότε νοσταλγούν την τέχνη τέτοιων πολιτισμών οι σύγχρονοι καλλιτέχνες;

Μήπως όταν έρχεται πνεύμα ρομαντικό, ταξιδιωτικό, αναδρομικό προς την ιστορία;

Μήπως όταν και οι φιλόσοφοι εμπνέονται από τους λεγόμενους προσωκρατικούς

προλαλήσαντες, όπως αντιστρόφως ο νεοκλασικισμός νοσταλγεί την κλασική Αθήνα

και το έτοιμο κύρος της;

INFO

«H μορφή της αρχής», καλλιτέχνες του 20ού αιώνα και η αρχαία Ανατολική

Μεσόγειος, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Νεοφ. Δούκα 4, τηλ. 210-7228.321, μέχρι

16 Σεπτεμβρίου.