Θα ήθελα σήμερα να συστήσω έναν ποιητή που ξαναδιαβάζω τελευταία, τον Ντέρεκ

Γουόλκοτ, ηγετική φυσιογνωμία της σύγχρονης λογοτεχνίας των Δυτικών Ινδιών.

Πλησιάζει σε λίγο τα εβδομήντα έξι του χρόνια και μολονότι λιγότερο γνωστός

στην Ελλάδα από τον Σέιμους Χήνυ, τον άλλο εν ζωή αγγλόφωνο νομπελίστα ποιητή,

νομίζω πως μας αφορά ιδιαίτερα – κυρίως γιατί μέσα απ’ το έργο του επίμονα

αναζητεί την προσωπική και πολιτισμική του ταυτότητα.

Οι ρίζες του είναι μεικτές – αφρικανικές αλλά και ευρωπαϊκές – και το ίδιο

μεικτή, συνθετική μάλλον, είναι η τεχνική του: η γαλλική κρεολή και η

δυτικοϊνδική διάλεκτος συνυφαίνονται με τη φόρμα και τη γλώσσα του

ελισαβετιανού στίχου, οι ρυθμοί της καλύψο λειτουργούν σταθερά ως συνδετικό

στοιχείο και το αποτέλεσμα είναι μια υβριδική λογοτεχνία που αντανακλά τόσο

επώδυνες προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα όσο και την αποικιοκρατική ιστορία

και κουλτούρα των Δυτικών Ινδιών.

Στα θεατρικά του έργα ο Γουόλκοτ, αντλώντας από τους τοπικούς μύθους και τις

παραδόσεις της Καραϊβικής, υπερασπίζεται την ενδοσκόπηση και την τέχνη ως τα

μόνα μέσα για την ανεύρεση ενός σύνθετου, πολυπρισματικού ατομικού και

συλλογικού παρελθόντος, αρνούμενος το ψευδές, μονοσήμαντο εκρομαντισμένο όραμα

μιας «νέας» Αφρικής με αμιγή κουλτούρα. Στην ποίησή του στηρίζεται περισσότερο

στην αγγλική λογοτεχνική παράδοση, μ’ όλο που οι όψιμες συνθέσεις του,

συμπεριλαμβανομένης της πιο γνωστής «Όμηρος» (1990) – ατυχέστατα μεταφρασμένης

στη γλώσσα μας – ενσωματώνουν στοιχεία της ευρωπαϊκής και αντιλέζικης

κουλτούρας και μυθολογίας.

Από τις πρώτες του ποιητικές συλλογές, με κορυφαία το «Χάσμα» (1969), ώς την

πιο πρόσφατη, «Ο άσωτος» (2005), ο Γουόλκοτ, χρησιμοποιώντας ως επί το

πλείστον παραδοσιακές φόρμες, μεταξύ αυτών και το σονέτο, και υιοθετώντας έναν

θερμό, ανεπιτήδευτο τόνο, προσπαθεί ν’ αποκαταστήσει την προβληματική σχέση

του με την «πατρίδα». Στη σπαρακτική συλλογή «Μεσοκαλόκαιρο» (1984), για

παράδειγμα, ο Γουόλκοτ επιμένοντας σ’ αυτό το είδος της «εξομολογητικής»

ποίησης (θητεύοντας γόνιμα στην ποίηση του Λόουελ, της Πλαθ, της Σέξτον και

του Μπέρυμαν) πραγματεύεται το ζήτημα της ηθικής στην ποίηση και το καθήκον

του συγγραφέα να δημιουργήσει, όχι ν’ ανακαλύψει, την ιστορία και το παρελθόν

του με πρώτη και μοναδική ύλη τον εαυτό του: «Σε βασανίζει ο τόπος σου, δεν θα

ησυχάσεις/ έως ότου εσύ και οι ρίζες σου συμφιλιωθείτε. / Το σαγόνι σου πρέπει

να χαμηλώσει/ και οι γροθιές σου να σαρώσουν το χώμα της γης σου».

Ο Γουόλκοτ γράφει έναν πυκνό στίχο που σπάνια χαλαρώνει, ενώ ποτέ δεν χάνει

τον οικείο παλμό μιας συνομιλίας. H επιλογή τού ομοιοκατάληκτου στίχου στα

περισσότερα ποιήματά του υπογραμμίζει τη μοναδική και ιδιότυπη σχέση του προς

την αγγλική γλώσσα. H παραδοσιακή μετρική δεν είναι απλώς μια χειρονομία

αναγνώρισης προς το παρελθόν· είναι γι’ αυτόν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να

οργανώσει την πολύπλοκη, αντιφατική κληρονομιά του.

Είναι λίγοι σήμερα οι αγγλόφωνοι ποιητές που συνδυάζουν στο έργο τους δύναμη

και λεπτότητα όπως ο Γουόλκοτ και, το σημαντικότερο, μπορούν να στοχαστούν σε

βάθος το κρίσιμο πρόβλημα της ταυτότητας. Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του

«Άσωτου» ένιωσα (για λόγους που ασφαλώς σχετίζονται με τη δική μου καταγωγή

και την πνευματική περιπέτεια) ότι το βιβλίο αυτό μου απευθυνόταν ευθέως: ο

μόνος αυθεντικός τόπος που μπορεί εντέλει να υποδεχθεί (και να ανεχθεί) έναν

ποιητή είναι η γλώσσα. Σ’ όλους τους άλλους είναι καταδικασμένος να νιώθει

πάντα ανεπιθύμητος, παρείσακτος. Όπως εξάλλου οφείλει να νιώθει, για να μπορεί

να συνεχίσει να πορεύεται και να ελπίζει στην επιστροφή.

Ο Χάρης Βλαβιανός είναι ποιητής και διευθύνει το περιοδικό «Ποίηση»