Γιορτάζει τα 250 χρόνια του, αλλά δεν πρόλαβε ο καημένος να ζήσει ούτε

σαράντα. Κι άφησε κληρονομιά στην ανθρωπότητα, μαζί με τη μουσική του την

υπέροχη, και τον καημό για τη ζωή του που τόσο γρήγορα κόπηκε, τον τάφο του

που είναι άγνωστος, τα χρέη που τον κυνηγούσαν. Μια ιστορία αβάσταχτη σε

θαυμασμό και πόνο, αλλά και η ζήλεια δε λείπει αφότου γίνεται γονιός κανείς

ιδίως. Διάολε, εκείνα τα μενουέτα στα τέσσερά του χρόνια πώς τα συνέθετε, και

το δικό μου το σκασμένο τόσα χρόνια στο Ωδείο δεν μπορεί να παίξει ούτε το

Φρέρε Ζακ στο πιάνο; Για να έχει περάσει αυτό το παιδί – θαύμα από τη γη,

σημαίνει ότι υπάρχουν κι άλλα κάπου κρυμμένα, κι αν είναι στο ίδιο σου το

σπίτι τι κάνεις; Αρχίζεις τα Ωδεία από τα τέσσερα (η πιο κατάλληλη ηλικία κατά

τον Λεοπόλδο Μότσαρτ, εκπαιδευτή του μεγαλύτερου θαύματος στην ιστορία), χορό

στα τρία (μπορεί να μην έχει μουσικότητα, έχει όμως ρυθμό), ξιφασκία στα πέντε

(στην ανάγκη, ας κάνει κάτι πρωτότυπο), κολύμπι πριν περπατήσει, διότι είμαστε

θαλασσινός λαός, και πάει λέγοντας. Κι αν στα δέκα δεν έχει εκδηλωθεί το

τζίνιους πουθενά, σερβίρεται η πίκρα της οικογένειας με το ψητό της Κυριακής.

Αχ, Αμαντέους, τι μας έκανες, τι ξαγρύπνιες συνοδεύει η Μικρή Νυχτερινή

Μουσική σου, τόσο που δεν αρκεί, έτσι μικρή που την άφησες, δεν έγραφες κι ένα

συμπλήρωμα για τις δύσκολες πρωινές ώρες; Πώς να το εξηγήσεις από εκεί που

βρίσκεσαι ότι βιαζόσουν, γιατί στην εποχή σου ήταν μικρό το προσδόκιμο ζωής,

να πείσεις τους γονείς να αφήσουν τα παιδάκια τους να παίξουν, και θαύματα να

γίνονται, το πολύ να καταλήξουν σαν τη Βανέσα Μέι τώρα πια. Αλλά τόσο πολύ σε

ακούνε και τόσο λίγο σε καταλαβαίνουν.