Ώρες βαριές, ώρες πικρές, στα «NEA» και το «Βήμα». Αλλά, πιστεύω και σε

ολόκληρο τον δημοσιογραφικό κόσμο της χώρας. Γιατί ο Λέων Καραπαναγιώτης, που

μας έφυγε το Σάββατο, δεν ήταν μοναχά σπουδαίος δημοσιογράφος. Σπουδαίοι

δημοσιογράφοι ίσως υπάρχουν και άλλοι δυο-τρεις. Ο Λέων, όμως, ήταν συγχρόνως

και ένας ξεχωριστός διανοούμενος. Φίλος του Σεφέρη και του Ελύτη. Φίλος του

Ρίτσου και του Θεοτοκά. Συνεργάτης στενός του Τερζάκη και της ομάδας των

«Εποχών». Άνθρωπος που μπορούσε, ανά πάσα στιγμή, να παρατήσει το χειρόγραφό

του για το τελευταίο νομοσχέδιο της κυβέρνησης και να καταπιαστεί, αμέσως αν

χρειαζόταν, με το πλήρες ποιητικό έργο του T.Σ. Έλιοτ.

Ο Καραπαναγιώτης ήταν από καλή γενιά, που λέει ο Ελύτης. Έκανε λαμπρές σπουδές

στην Ελβετία και τη Γαλλία, ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο – υπήρξε βοηθός

του Τσιφόρου – και τη βασική του πληροφόρηση την έπαιρνε, πολύ νωρίς κάθε

πρωί, από τις εγκυρότερες εφημερίδες του εξωτερικού, στο σπίτι του. Γνώριζε,

όταν έμπαινε στο γραφείο, τι ακριβώς συμβαίνει στην άλλη άκρη του πλανήτη και

μπορούσε, έτσι, να κατευθύνει τους συνεργάτες του προς μια δημοσιογραφία

πληρέστερη και σαφώς πιο συνθετική.

Είχα την τύχη να εργάζομαι δίπλα του πολλές δεκαετίες, σε δύσκολους και

λιγότερο δύσκολους καιρούς. Ένιωθα υπερηφάνεια γι’ αυτόν τον άνδρα, που

αρνιόταν το ψέμα, που δεν καταδεχόταν την κουτσομπολίστικη ευτέλεια, που

προσπαθούσε να είναι πάντα δίκαιος, που ήταν ευγενής και τίμιος παίκτης,

απέναντι και στον πιο σκληρό του αντίπαλο.

Δεν ήταν αλαζόνας. Ήταν απλός, καθημερινός άνθρωπος, που για να πάρει μυρωδιά

της «πιάτσας» συναντούσε, κάθε μέρα, βιοπαλαιστές της αγοράς – χασάπηδες,

ωρολογοποιούς, ψαράδες, μικρεμπόρους – στα πέριξ της οδού Κολοκοτρώνη στενά

και έστηνε μαζί τους συζητήσεις, διψώντας για τη δική τους άποψη, για την

επιχειρηματολογία τους, για την κριτική τους προς την εκάστοτε κυβέρνηση.

Αγαπούσε ιδιαίτερα τους συντάκτες. Και τους υπερασπιζόταν, με κάθε τρόπο. Μια

φορά – ήμουν παρών – ένας παντοδύναμος «αντιπρόεδρος» του τηλεφώνησε για να

του «καταγγείλει» έναν συντάκτη. Και πήρε φόρα. Και χρησιμοποίησε ανοίκειο

χαρακτηρισμό. «Δεν σου επιτρέπω!» κραύγασε ο Λέων και τον άκουσαν ώς τη

Σταδίου! «Μα», προσπάθησε να πει κάτι ο «αντιπρόεδρος». Αλλά, δυστυχώς γι’

αυτόν, έμεινε να μιλάει με το ακουστικό του…

Ο Καραπαναγιώτης δεν ήταν ποτέ μικρός. Δεν φοβόταν. Δεν διενοείτο ότι θα

μπορούσε να ζητήσει κάποια εξυπηρέτηση. Ήταν αδέκαστος. Είχε ένα κατακτημένο

κύρος, πανελλήνιο. Και μια καλοσύνη παροιμιώδη. Θα τον θυμόμαστε με αγάπη και

θαυμασμό. Θα θυμόμαστε πάντοτε αυτόν τον ευπατρίδη της δημοσιογραφίας, με τη

λαμπρή οικογένεια – την Ελένη του και τις δύο κόρες τους – και το ηχηρό,

χορταστικό του γέλιο, κάθε φορά που, τελειώνοντας τη δουλειά, άκουγε μετά

μεγάλης προσοχής το τελευταίο ανέκδοτο του Μητρόπουλου.