|
|
Με τον θαλάσσιο τουρισμό αρχίζει να φλερτάρει τα τελευταία χρόνια ένας
σημαντικός αριθμός Ελλήνων, γεγονός που καταγράφεται και στον διπλασιασμό –
μέσα σε μόλις τρία χρόνια – των σκαφών αναψυχής που «κυκλοφόρησαν» για πρώτη
φορά στις ελληνικές θάλασσες. Σύμφωνα με έρευνα της ICAP, τα νέα σκάφη –
πολυεστερικά, φουσκωτά, ιστιοπλοϊκά και θαλάσσια jet – που «κυκλοφόρησαν» για
πρώτη φορά το 2004 ανήλθαν σε 5.740 έναντι 3.142 το 2002.
Την ίδια στιγμή, στελέχη των εταιρειών ενοικίασης σκαφών αναψυχής υποστηρίζουν
ότι κάθε χρόνο ολοένα και περισσότεροι Έλληνες ανακαλύπτουν τον θαλάσσιο
τουρισμό και περνούν ένα μέρος των διακοπών τους πάνω σε κότερο. Μάλιστα
επισημαίνουν ότι το κόστος, είτε στη μια περίπτωση (αγορά σκάφους) είτε στην
άλλη (ενοικίαση), δεν είναι απαγορευτικό, όπως νομίζει ο περισσότερος κόσμος.
H προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών είναι προσαρμοσμένη για τα περισσότερα
εισοδηματικά κλιμάκια.
Πρώτα τα πολυεστερικά
Σε κάθε περίπτωση, οι ρυθμοί ανάπτυξης της αγοράς σκαφών αναψυχής είναι αρκετά
γοργοί, όπως προκύπτει από την κλαδική μελέτη που εκπόνησε η ICAP. Οι ρυθμοί
ανάπτυξης θα ήταν ακόμη πιο μεγάλοι, αν, όπως επισημαίνουν στελέχη της αγοράς,
υπήρχε επαρκής αριθμός χώρων ελλιμενισμού των πλοίων. Το 2002, με την
κατάργηση του τεκμηρίου για σκάφη αναψυχής μήκους μέχρι και 10 μέτρων, η αγορά
εκτινάχθηκε στα ύψη: 3.142 τα νέα σκάφη το 2002, 4.938 νέα σκάφη το 2003 και
5.740 το 2004. Τη «μερίδα του λέοντος» στην αγορά σκαφών αναψυχής κατέχουν τα
πολυεστερικά με ποσοστό 55,7% και ακολουθούν τα φουσκωτά με 38,5%, τα θαλάσσια
jet με 4,1% και τα ιστιοπλοϊκά 1,7%.
Σύμφωνα με τη μελέτη της ICAP, στην επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης του κλάδου
των σκαφών αναψυχής επέδρασε ευεργετικά, εκτός από την κατάργηση του
τεκμηρίου, η απλούστευση της διαδικασίας λεμβολόγησης, καθώς και η απαλλαγή
των ιδιοκτητών σκαφών μέχρι 10 μέτρων από την υποχρέωση να θεωρούν κατά τακτά
χρονικά διαστήματα τα ναυτιλιακά τους έγγραφα και να λαμβάνουν άδεια απόπλου.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης καλύπτεται από εγχώρια παραγόμενα προϊόντα,
καθώς η εισαγωγική διείσδυση, το 2004, διαμορφώθηκε περίπου στο 38%. Οι
εξαγωγές σκαφών εκτιμάται ότι αντιπροσώπευσαν, το ίδιο έτος, το 24% της
παραγωγής.
Οι προοπτικές της αγοράς
Σε ό,τι αφορά τις προοπτικές εξέλιξης του κλάδου, τα πολυεστερικά σκάφη
εκτιμάται ότι θα παρουσιάσουν ρυθμό αύξησης της τάξης του 10%, ενώ η αγορά
φουσκωτών σκαφών και θαλάσσιων jet προβλέπεται να εμφανίσει άνοδο μέχρι 5%
ετησίως. Αντίθετα, δεν αναμένεται αξιόλογη μεταβολή στην αγορά των
ιστιοπλοϊκών σκαφών για τη διετία 2005 – 2006.
Σχετικά με τις τάσεις που επικρατούν στην αγορά, παρατηρείται σταδιακή στροφή
των καταναλωτών προς τα πολυεστερικά σκάφη. Σύμφωνα με εκτιμήσεις που
διατυπώνουν παράγοντες του κλάδου, οι καταναλωτές που αποφασίζουν για πρώτη
φορά να αποκτήσουν σκάφος αναψυχής στρέφονται πλέον προς τα μικρά πολυεστερικά
σκάφη (έως 7 μέτρων), καθώς το κόστος αγοράς τους είναι σημαντικά μικρότερο
από αυτό των φουσκωτών σκαφών αντίστοιχου μεγέθους. Αντίθετα, οι κάτοχοι
μικρού φουσκωτού σκάφους προβαίνουν συνήθως στην αντικατάστασή του με φουσκωτό
μεγαλύτερου μεγέθους.
Στον κλάδο δραστηριοποιείται ένας σχετικά μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων
παραγωγής και εισαγωγής σκαφών. Ορισμένες από τις παραγωγικές επιχειρήσεις
σκαφών αναψυχής είναι καθετοποιημένες και συμμετέχουν σε όλα τα στάδια της
παραγωγικής διαδικασίας, ενώ αρκετές ειδικεύονται στην κατασκευή συγκεκριμένων
μόνο τμημάτων του σκάφους.
Δεδομένου ότι τα σκάφη αναψυχής δεν καλύπτουν βασικές ανάγκες αλλά
προορίζονται για ψυχαγωγία, η ζήτησή τους εμφανίζει υψηλή ελαστικότητα ως προς
την τιμή διάθεσης. H ζήτηση σχετίζεται, επίσης, με το κόστος φύλαξης και
συντήρησης, παράγοντες που συνδέονται άμεσα με το διαθέσιμο εισόδημα των
καταναλωτών. H φορολογία των σκαφών αναψυχής αποτελούσε για χρόνια ανασταλτικό
παράγοντα στην ανάπτυξη της αγοράς, καθώς είχε δημιουργηθεί στους καταναλωτές
η εντύπωση ότι τα συγκεκριμένα προϊόντα αποτελούν είδος πολυτελείας. Έτσι, η
πρόσφατη κατάργηση του τεκμηρίου – για σκάφη μέχρι 10 μέτρων άνευ πληρώματος –
αποτελεί θετική εξέλιξη για τον κλάδο. H δημιουργία, τα τελευταία δύο χρόνια,
αρκετών parking σκαφών σε κοντινή απόσταση από τις ακτές έχει δώσει, ώς έναν
βαθμό, λύση στο πρόβλημα της έλλειψης χώρων φύλαξης.
H ενοικίαση σκαφών
Σε κάθε περίπτωση, ο θαλάσσιος τουρισμός εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει σχετικά
μικρό κομμάτι των τουριστικών επιλογών των Ελλήνων. Ενώ πάνω από 150.000
Ευρωπαίοι περνούν ένα μέρος των διακοπών τους στο Αιγαίο, σε ένα από τα
χιλιάδες κότερα που νοικιάζουν οι εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται στον
κλάδο αυτό, οι Έλληνες λάτρεις του γιότινγκ δεν υπερβαίνουν τους 15.000, παρά
το γεγονός ότι το ημερήσιο κόστος ενός κότερου για μια ημερήσια κρουαζιέρα στο
Αιγαίο δεν είναι απρόσιτο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ένα σκάφος μήκους 36
μέτρων με τρεις καμπίνες έχει ενοίκιο, για μία εβδομάδα, από 1.375 ευρώ έως
και 2.425 ευρώ, ανάλογα με την περίοδο ενοικίασης. Οι τιμές είναι μειωμένες
κατα 20% για τους Έλληνες.
16.000 ευρώ για ένα φουσκωτό 5 μέτρων
H απόκτηση ενός φουσκωτού δεν είναι και τόσο δύσκολη υπόθεση, αφού με 8.000
ευρώ μπορεί κανείς να αποκτήσει ένα σκάφος μήκους πέντε μέτρων, ενώ άλλα 8.000
ευρώ θα κοστίσει η μηχανή και το τρέιλερ. Από εκεί και πέρα, για κάθε επιπλέον
μέτρο η τιμή σχεδόν διπλασιάζεται και φυσικά μπορεί να υπερβεί ακόμη και τα
40.000 ευρώ, ανάλογα με το μήκος και τη μηχανή του σκάφους.
Ένα εξάμετρο πολυεστερικό σκάφος μπορεί να κοστίσει 10.000 ευρώ, ενώ, όπως και
στα φουσκωτά, για κάθε επιπλέον μέτρο η τιμή σχεδόν διπλασιάζεται. Ενδεικτικά
αναφέρεται ότι ένα πολυεστερικό σκάφος μπορεί να κοστίσει ακόμη και 100.000 ευρώ.
|
|









