«Είναι παιχνίδι το θέατρο. Όπως και η μουσική. Κι εμείς παιδιά που παίζουμε.

Και το θέατρο που κάνω καθόλου δεν αισθάνομαι ότι το κάνω για να μου

αναπληρώνει ένα έλλειμμα ζωής. Το κάνω από το περίσσευμα της ενέργειάς μου.

Αγαπάω τη ζωή και θα μπορούσα να ζω και χωρίς το θέατρο», λέει ο νέος

σκηνοθέτης Σωτήρης Καραμεσίνης

Σπουδάσατε θεολογία και μουσική και κινηματογράφο, παίζατε σαξόφωνο,

παίζετε κρουστά, είστε ιδρυτικό μέλος του λάτιν τζαζ γκρουπ «Cubana Bop»,

έχετε εργαστεί ως διευθυντής παραγωγής σε ηχογραφήσεις και συναυλίες, τώρα

ασχολείστε στο θέατρο με τη σκηνοθεσία αλλά και με τη σκηνογραφία και την

ενδυματολογία, διευθύνετε ένα τζαζ κλαμπ… Είστε… μεγάλο παιδί πια. Πότε θα

αποφασίσετε τι θα κάνετε στη ζωή σας;

«Αρνούμαι τη “μονογαμία”. Έχω περισσότερες… “γκόμενες” στη ζωή μου. H

παλιότερη είναι η τζαζ. Εκεί επιστρέφω πάντα γιατί υπάρχει μια αγάπη τεράστια.

Από τα έντεκά μου. Δεν μπορώ να φανταστώ τον Σωτήρη χωρίς μουσική. Από τα

δεκατέσσερα μέχρι τα είκοσι τέσσερα – είκοσι πέντε παίζω σαξόφωνο, μετά

ερωτεύτηκα τα κρουστά, τώρα μελετάω τζαζ κιθάρα – είναι το όργανο των ’40s

μου…».

Σωτήρης Καραμεσίνης το όνομα αυτού. Στα τριάντα επτά. Πρωτοεμφανίστηκε ως

σκηνοθέτης το 2000 με τη χοροθεατρική ομάδα του Κυριάκου Κοσμίδη. Ίδρυσαν

κατόπιν με τον Αλέκο Συσσοβίτη τη θεατρική ομάδα «Αν το 6 Ήταν 9». Ανέβασε τον

«Εραστή» του Πίντερ, «Το τέλος μιας σχέσης» από τη νουβέλα του Γκράχαμ Γκριν

και, φέτος, υπογράφοντας παράλληλα, τα σκηνικά και την ενδυματολογική

επιμέλεια, το «Bal -Trap» του Ξαβιέ Ντιρενζέ – μια δουλειά εξαιρετική που δεν

προσέχτηκε όσο της έπρεπε. H οποία προστιθέμενη στις πολύ καλές προηγούμενες

παραστάσεις του αλλά και στην προσωπικότητα του ανδρός βγάζει σούμα μια πολύ

ενδιαφέρουσα περίπτωση καλλιτέχνη «αναγεννησιακού».

Και οι σπουδές θεολογίας τι γύρευαν; Ήταν τυχαίες;

«Καθόλου. Κατ’ επιλογήν. Το αποφάσισα ενώ ήταν να φύγω στην Αμερική για

σπουδές στο σαξόφωνο και στην τζαζ. Και μάλιστα είχα δηλώσει μόνο Θεολογική

Θεσσαλονίκης. Που ήξερα ότι τότε ήταν η καλύτερη. Άσχετο αν απογοητεύτηκα.

Αλλά την υπαρξιακή αγωνία και το ψάξιμο – πολύ ψάξιμο… – όφειλα να τα

σεβαστώ. Ουσιαστικά η θρησκειολογία ήταν αυτή που με ενδιέφερε πολύ.

Κι αυτό που έκανα το συναντώ παντού. Όλα μπορούν να ερμηνευτούν μέσα από τις

γνώσεις και την εμπειρία της βαθιάς και όχι επιδερμικής επαφής με τη θρησκεία.

Αυτόν τουλάχιστον τον τρόπο επέλεξα εγώ. Θα μπορούσα να επιλέξω τον

μαρξιστικό. Τώρα πάντως, τα τελευταία χρόνια, που καταπιάστηκα με το θέατρο,

γοητεύομαι από τη θεολογία του Σοφοκλή».

Καθόμαστε σε ένα καφέ στα Εξάρχεια, τη γειτονιά μας. Έχω απέναντί μου έναν

συμπαθέστατο και πολύ ενδιαφέροντα άνθρωπο, με γνώσεις ουσιαστικές,

προσγειωμένο, άμεσο, φιλικότατο, με «χαμηλό» προφίλ αλλά με στάση απέναντι στη

ζωή.

Μεγάλωσε απέναντι από την Ακρόπολη – τρία αδέλφια από τα οποία η Κατερίνα

κάνει καριέρα πολύ σημαντική ως συνθέτρια στην Αγγλία. Πολύ ζωηρό παιδί στο

σχολείο, που στο σπίτι χωνόταν κάτω από την πολυθρόνα και διάβαζε. Πολύ. Μετά

«ανακάλυψε» τη μουσική. «Τυχαία άκουσα τζαζ στο ραδιόφωνο. Απ’ το Τρίτο. Το

’79. Συγκλονίστηκα. Ένιωσα ότι αυτό με αφορά απολύτως. Στο σχολείο τα παιδιά

άκουγαν Σκόρπιονς κι εγώ Κολτρέιν!». Γελάει.

Στα φοιτητικά χρόνια «ανακαλύπτει» τον κινηματογράφο. «Τρεις ταινίες την

ημέρα… Όταν όμως είδα το “Μια φορά στην Αμερική” του Σέρτζιο Λεόνε

βγαίνοντας είπα: “Τι κάνω εγώ τώρα; Αφού η σκηνοθεσία είναι αυτό που θέλω να

κάνω…”. Αυτή η σχέση της μουσικής με την εικόνα, με την ψυχολογία των

χαρακτήρων… Αυτή η λιτότητα… Ήταν το “λάκτισμα”».

Ο Σωτήρης ο Χατζάκης με τον οποίο συνεργάστηκε στο θέατρο «Πολιτεία» ως

μουσικός θα του ανοίξει τον δρόμο του θεάτρου.

Δείχνετε να αντιμετωπίζετε πολύ ψύχραιμα τα πράγματα. Να μην «κόπτεστε» για

το «τι κάνω την επόμενη σεζόν»;

«Δεν είναι έτσι. Έχω προσπαθήσει και έχω φτάσει στο παρά πέντε να αναλάβω πολύ

περισσότερες παραστάσεις απ’ όσες έχω τελικά κάνει… Αλλά στο χώρο, στην

Ελλάδα, ο τριανταπεντάχρονος σκηνοθέτης αντιμετωπίζεται πάρα πολύ καχύποπτα.

Στο Λονδίνο μπορεί και να με θεωρούσαν μεγάλο… Εδώ, πέντε έξι σκηνοθέτες

υπάρχουν όλοι κι όλοι που κάνουν τα πάντα – όπερες, τραγωδίες, Σαίξπηρ,

μοντέρνο θέατρο… Και δεν τα κάνουν όλα καλά… Αλλά αυτοί οι πέντε – έξι

είναι στα πράγματα. Δεν ξέρω τους λόγους. Τους φαντάζομαι. Δεν τους κατανοώ

όμως. Ούτε τους δέχομαι».

Ζήτω το μαρτυρικό θέατρο

Τρία έργα κάνατε ώς τώρα, και τα τρία άξονα έχουν τη σχέση άντρα –

γυναίκας. Τυχαίο;

«Καθόλου. Προς το παρόν ». Γελάει.

«Μετά το “Bal – Trap” κατάλαβα ότι δεν μπορώ να ξεφύγω από αυτά που με

απασχολούνε. Και αυτό που με απασχολεί είναι ο έρωτας».

Τι σχέδια έχετε;

«Διαβάζω πάρα πολύ, προσπαθώ να ενημερώνομαι όσο γίνεται περισσότερο, έχω

πολλά έργα μεταφρασμένα… Αυτά που συμβαίνουν στον αγγλόφωνο χώρο δεν με

αφορούν πάρα πολύ – νομίζω άλλωστε ότι πρόκειται για μύθο. Έχω προσανατολιστεί

στο ισπανόφωνο θέατρο που είναι υπέροχο και σχεδόν άγνωστο εδώ. Οι κοινωνίες

της Λατινικής Αμερικής ζουν σε πολύ σκληρές συνθήκες – χούντες και λοιπά – και

έχουν κάνει και κάνουν θέατρο μέσα από την καταπίεση, και την αδικία, και τον

αναβρασμό, και τον σπαραγμό. Θέατρο πολιτικό, μαρτυρικό θέατρο…».