Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε πολλά κτίρια να ανακαινίζονται, νεοκλασικά,

μεσοπολεμικά, σύγχρονα… H συνήθης και εύκολη πρακτική είναι να βάφονται με

ακρυλικά χρώματα, που καλύπτουν ομοιόμορφα τον τοίχο και δημιουργούν μια

ψεύτικη επιδερμίδα, ανεξάρτητα από τι υλικό είναι κατασκευασμένο το εξωτερικό

περίβλημά τους (στη φωτογραφία, το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου)

Αρκεί να παρατηρήσει κανείς τις επιφάνειες των σπιτιών των προϊστορικών

οικισμών της Σαντορίνης ή της Κρήτης, με τα έντονα χρώματα και τις πολυάριθμες

τοιχογραφίες, για να διαπιστώσει τη μεγάλη σημασία που έδιναν τότε στη χρήση

των χρωμάτων.

H παράδοση κάθε λαού έχει δώσει στο χρώμα πολλές φορές μυθική υπόσταση,

προερχόμενη από πανάρχαια παγανιστικά ήθη και έθιμα. Το προαιώνιο αίνιγμα της

ζωής και του θανάτου έχει ταυτιστεί με το χρώμα. Ακολουθεί κατά κάποιο τρόπο

τη ζωή και την εκφράζει ταυτόχρονα.

Στη λαϊκή αρχιτεκτονική το βάψιμο του σπιτιού, που γινόταν κάθε χρόνο πριν από

τις σημαντικές εορτές, συμβόλιζε τη γιορτινή ατμόσφαιρα των ημερών, την

καθαριότητα, την ανακαίνιση, την ανανέωση. Μια διαδικασία άμεσα συνδεδεμένη με

τη ζωή της οικογένειας, όταν ακόμη οι άνθρωποι επισκεύαζαν μόνοι τους τα

σπίτια τους.

Γαιώδη χρώματα σε σκόνες αναμεμειγμένα με ασβέστη κάλυπταν την προηγούμενη

επιφάνεια, δημιουργώντας έτσι επάλληλες στρώσεις, ένα ιδιότυπο παλίμψηστο

αποχρώσεων που το διακρίνεις κάτω από το παχύ στρώμα του ασβέστη.

Πολλές φορές ανακατεύανε τον ασβέστη ακόμη και με χώμα που βρίσκανε τριγύρω

και πετύχαιναν καταπληκτικά χρώματα. Ο ασβέστης δίνει ένα φωτεινό χρώμα, έχει

μια διαφάνεια μοναδική που προσδίδει βάθος και ποτέ δεν καλύπτει την επιφάνεια

του τοίχου ομοιόμορφα. Μοιάζει με ζωγραφική. Ζωγραφίζανε τα σπίτια τους, δεν

τα βάφανε!

Δεν είχαν δεσμεύσεις εγκεφαλικές, ήταν ελεύθεροι από κανόνες και νομοτέλειες,

γι’ αυτό ορισμένες φορές συναντάμε αριστουργήματα στην παραδοσιακή

αρχιτεκτονική. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς τον τρόπο με

τον οποίο χρωμάτιζαν και εξακολουθούν ακόμη στις μέρες μας να χρωματίζουν τα

λαϊκά σπίτια.

Το χρώμα γίνεται σημείο, γραμμή, επιφάνεια, όγκος. Πολλές φορές

ξεχειλίζει και έξω από τα περιγράμματα. Δεν σταματά μόνο στην κατακόρυφη

επιφάνεια του τοίχου, αλλά περνάει και πάνω από τον δρόμο, τονίζοντας ελεύθερα

ολόκληρες επιφάνειες, σκαλιά η μεμονωμένα σημεία.

Περνάει ακόμη και πάνω από πέτρες, βράχια, κορμούς δένδρων και ό,τι άλλο

υπάρχει στον περίγυρο του σπιτιού, τονίζοντας ακόμη περισσότερο την επαφή του

κτίσματος με το έδαφος. Έτσι το σπίτι μοιάζει να επεκτείνεται και έξω από τα

όρια της μάζας του και να συνδέεται μέσω της χρωματικής επιφάνειας με τα

γειτονικά του κτίσματα. Αποκτά με τον τρόπο αυτό ο χώρος μια έντονη

πλαστικότητα και ομοιογένεια. Αυτή η ηθελημένη και ελεύθερη από κανόνες

«διαρροή» του χρώματος σού δίνει την εντύπωση ενός χώρου που πάλλεται, μη

στατικού και ενιαίου.

Τα περισσότερα υλικά δόμησης έχουν το δικό τους φυσικό χρώμα που τα

χαρακτηρίζει. Το σκυρόδεμα, για παράδειγμα, που είναι ένα σύγχρονο υλικό με το

οποίο κτίζουμε στον τόπο μας, από μακριά έχει την σταχτιά απόχρωση του

τσιμέντου, όταν όμως πλησιάσεις κοντά την αδρή του επιφάνεια, διακρίνεις έναν

κόσμο ολόκληρο από διαφορετικά χρώματα. Τα αδρανή μικρότερα ή μεγαλύτερα, και

κυρίως η άμμος, δημιουργούν μαζί με τις σκουρότερες και ανοικτότερες περιοχές

της επιφάνειας του ξυλοτύπου ένα πλήθος διαφορετικών αποχρώσεων.

Αυτό γίνεται ακόμη εντονότερο από τη στιγμή που το σκυρόδεμα πελεκηθεί, οπότε

τα χαλίκια, το γαρμπίλι ή η άμμος εμφανίζονται στην εξωτερική επιφάνεια του

υλικού, που μοιάζει με φυσική πέτρα.

Τα επιχρίσματα επίσης, όταν περιέχουν μέσα στη μάζα του κονιάματος

χρωστικές ύλες η έγχρωμα αδρανή, αποκτούν τελείως διαφορετική επιφάνεια, η

οποία παλιώνει όμορφα με το πέρασμα του χρόνου.

Αλλά και τα άλλα υλικά, οι πέτρες, τα τούβλα, οι τσιμεντόλιθοι… καλό είναι

να αφήνονται στο φυσικό τους χρώμα, όταν οι συνθήκες βεβαίως το επιτρέπουν,

γιατί έτσι γίνονται πιο ζωντανά αλλά και ανθεκτικότερα στις καιρικές συνθήκες.

Με τον καιρό η επιφάνεια τους γίνεται ακόμη πιο αδρή και κάνουν το κτήριο να

«γερνάει» φυσιολογικά και να γίνεται ωραιότερο, αφού ποτέ δεν χάνει τη

ζωντάνια του και την πατίνα που του δίνει ο χρόνος. Δεν βρωμίζουν εύκολα όπως

τα τεχνητά χημικά χρώματα και απορροφούν την έντονη ακτινοβολία του ήλιου

χωρίς να την αντανακλούν ενοχλητικά. Όταν η βροχή πέφτει πάνω στην επιφάνειά

τους, τα ξεπλένει και τα κάνει να λάμπουν καθαρά, όπως τα βράχια στις ακτές

της θάλασσας μετά το κύμα.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε πολλά κτίρια να ανακαινίζονται, νεοκλασικά,

μεσοπολεμικά, σύγχρονα… H συνήθης και εύκολη πρακτική είναι να βάφονται με

ακρυλικά χρώματα, που καλύπτουν ομοιόμορφα τον τοίχο και δημιουργούν μια

ψεύτικη επιδερμίδα, ανεξάρτητα από τι υλικό είναι κατασκευασμένο το εξωτερικό

περίβλημά τους.

Χρώματα ακατάλληλα, σε έντονες και προκλητικές πολλές φορές αποχρώσεις, κάνουν

τα κτήρια να μοιάζουν περισσότερο με τούρτες ζαχαροπλαστικής παρά με

αρχιτεκτονήματα που έχουν δομική και υλική υπόσταση. Χάνεται η φυσιογνωμία

τους και η κατασκευαστική τους διάρθρωση, αφού αγνοούνται ακόμη και

στοιχειώδεις αρχιτεκτονικοί κανόνες.

Αναπόσπαστο συνθετικό στοιχείο

Το χρώμα και τα υλικά γενικότερα έχουν να κάνουν με το γενικότερο συνθετικό

και κατασκευαστικό λεξιλόγιο του κτιρίου. Τελείως διαφορετικοί χρωματικοί

κανόνες ισχύουν, για παράδειγμα, στο νεοκλασικό απ’ ότι στο μεσοπολεμικό ή το

μοντέρνο της δεκαετίας του ’60. Το χρώμα δεν έρχεται εκ των υστέρων να

διακοσμήσει και να ομορφύνει το οικοδόμημα, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο

συνθετικό στοιχείο της κεντρικής του ιδέας και τίθεται εξ αρχής.

Δεν είναι λίγα τα μεσοπολεμικά κτίρια, για παράδειγμα, που καταστρέφονται στην

κυριολεξία και αλλοιώνεται ο χαρακτήρας τους όταν τα υπέροχα πελεκητά τους

κονιάματα καλύπτονται με πλαστικά χρώματα, ενώ θα αρκούσε ο καλός καθαρισμός

με υδροβολή της επιφανείας τους. Και αυτό συμβαίνει γιατί παρ’ όλο που τα

έγχρωμα κονιάματα είναι εξαιρετικά ανθεκτικά στον χρόνο, στην ουσία έχουν να

συντηρηθούν από την εποχή που κατασκευάστηκαν, μιας και στον τόπο μας η λέξη

συντήρηση είναι τελείως άγνωστη. Και είναι κρίμα, γιατί αυτή η πόλη ακόμη

διαθέτει σημαντικά δείγματα κτιρίων διαφορετικών ιστορικών περιόδων, που θα

μπορούσαν να αναδειχθούν αλλά και να σηματοδοτήσουν το ιδιαίτερο και μοναδικό

της πρόσωπο.