«Υπόκοσμος. Ανήκω στην τιμημένη οικογένεια / Ακόμα κι αν χρειαστεί να δώσω τη

ζωή μου / εγώ δεν θα λαθέψω». Στίχοι από παλιά τραγούδια της σιτσιλιάνικης,

καλαβρέζικης και ναπολιτάνικης «Cosa Nostra», που ηχογραφήθηκαν μυστικά στο

διάστημα 1950-70

Ο Φρεντ είχε φλερτάρει μ’ έναν κόσμο που δεν συγχωρεί. Είχε «λαθέψει». Είχε

παραβεί τους κώδικες που εκείνος εξυμνούσε με τα τραγούδια του: Προσπάθησε να

«ξεμυαλίσει» την γκόμενα ενός Μαφιόζου.

Το πόσο αυστηροί είναι αυτοί οι άγραφοι νόμοι της «omerta, onuri e sangu» (της

σιωπής, της τιμής και του αίματος), τουλάχιστον για όσους συνδέονται με την

«Onorata societa», την «Κοινωνία της τιμής», έρχονται να μας θυμήσουν όχι πια

οι ταινίες των Σέρτζιο Λεόνε, Μάρτιν Σκορτσέζε και Φράνσις Κόπολα αλλά δύο

συλλογές με παλιά τραγούδια της σιτσιλιάνικης, καλαβρέζικης και ναπολιτάνικης

«Cosa Nostra», δηλαδή της Mafia, της ‘ndrangheta και της camorra (Μάφια,

ντράνγκετα και καμόρα). Η ειρωνεία είναι ότι πολλά από αυτά ερμηνεύει ο Φρεντ

Σκότι.

Τα τραγούδια αυτά, βέβαια, δεν τραγουδήθηκαν ποτέ δημόσια. Δηλαδή μέχρι πριν

από ένα χρόνο, όταν η τεράστια επιτυχία που είχε ιδιαίτερα ο πρώτος δίσκος «La

Musica della Mafia- il Canto di Malavita» στη Γερμανία (εκεί κυκλοφόρησε από

τη γερμανική εταιρεία PIAS) αλλά και στη Γαλλία, οδήγησαν στη διοργάνωση μιας

συναυλίας στο Παρίσι, τα εισιτήρια της οποίας είχαν εξαντληθεί αρκετό καιρό

πριν. Στην Ιταλία οι δίσκοι αυτοί δεν κυκλοφόρησαν ποτέ επίσημα. Την ίδια

στιγμή στον «στιγματισμένο» ιταλικό νότο, πρόχειροι υπολογισμοί μιλάνε για 50

χιλιάδες παράνομες κόπιες σε CD και κασέτες, κάτι καθόλου πρωτάκουστο αν

σκεφτεί κανείς ότι στην Καλαβρία, στις λεγόμενες θρησκευτικές γιορτές (κάτι

σαν τα δικά μας πανηγύρια), εδώ και αρκετά χρόνια εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου

«πλούτισε τις δισκοθήκες του» με τα παράνομα «τραγούδια του υποκόσμου» (Canti

di Malavita).

Ο Γερμανός δημοσιογράφος Μαξιμίλιαν Νταξ και ο Καλαβρέζος φωτογράφος

Φραντσέσκο Σμπάνο είναι οι «ηθικοί αυτουργοί» της κυκλοφορίας των δύο αυτών

δίσκων που, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσαν ουκ ολίγες αντιδράσεις. Οι ίδιοι

προσπάθησαν βέβαια από την αρχή – και μάλλον τα κατάφεραν – να απομακρύνουν

τις σκιές που τους ήθελαν να εμπλέκονται με το περιεχόμενο των τραγουδιών «και

συναισθηματικά». Πράγματι η τεράστια επιτυχία των δύο συλλογών στην Ευρώπη

(μόνο η πρώτη έχει πουλήσει πάνω από 60.000 κόπιες) άνοιξε μια ιδιότυπη

συζήτηση. Στην Ιταλία, πολλοί από αυτούς που επέκριναν τις συλλογές αυτές δεν

τις είχαν καν ακούσει. Η ελεύθερη κυκλοφορία του δίσκου έρχεται σε αντίθεση με

το άρθρο 21 του ιταλικού Συντάγματος που απαγορεύει οτιδήποτε προσβάλλει τα

δημόσια ήθη, και στην προκειμένη περίπτωση απαγορεύει τους στίχους αυτών των

τραγουδιών που μιλούν σαφώς για φόνους και εκδίκηση.

«Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη Μαφία πρέπει να της αφαιρέσουμε το πέπλο

μυστηρίου που την περιβάλλει», λέει ο Σμπάνο και συνεχίζει: «Είναι αδύνατον να

αντιληφθούμε το φαινόμενο έξω από την καλαβρέζικη κουλτούρα. Είναι άμεσα

συνδεδεμένο με τον τρόπο που ο Καλαβρέζος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και με

τον τρόπο που θεωρεί ότι οι άλλοι τον αντιλαμβάνονται». «Η Καλαβρία αποτελεί

τη σκοτεινή πλευρά της ευρωπαϊκής πολιτικής συνείδησης», θα πει ο γερουσιαστής

Λουίτζι Μαρία Λομπάρντι Σατριάνι. «Το εγχείρημα προκαλεί ανησυχία και

χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Νομίζω ότι εκείνο που κάνει είναι περισσότερο να

δημιουργεί πρότυπα συμπεριφορών, προσώπων και κινήτρων μαφιόζικου τύπου»,

υποστηρίζει ο εθνολόγος Βίτο Τέτι και ο πατήρ Μπαρτολομέο Σόρτζε ενισχύει αυτή

την άποψη λέγοντας ότι «κάποιες από τις αξίες που εξυμνούν αυτά τα τραγούδια,

από μόνες τους θεωρητικά είναι αποδεκτές τόσο από τη Μαφία όσο και από τους

διώκτες της, μόνο που η Μαφία παραποιεί αυτές τις αξίες και τις χρησιμοποιεί

προς ίδιον συμφέρον». Τέλος η Έλσα Γκουτζίνο, υπεύθυνη του τμήματος «Λαϊκών

Παραδόσεων» του Πανεπιστημίου του Παλέρμο, ισχυρίζεται ότι «το εγχείρημα δεν

αποτελεί παρά μια κατασκευή γιατί οι μαφιόζοι δεν είχαν ποτέ ένα δικό τους

μουσικό ρεπερτόριο αλλά η μουσική που ακούν είναι συνάρτηση της κοινωνικής

τάξης στην οποία ανήκουν. Θα είμαι ικανή να πω περισσότερα για το θέμα αφού

ακούσω τα συγκεκριμένα τραγούδια».

Οι απόψεις διίστανται και ο πόλεμος των επιχειρημάτων καλά κρατεί.

Πρόκειται, τελικά, για ένα εγχείρημα διφορούμενο και επιλήψιμο σε ηθικό

επίπεδο ή για μια ξεχασμένη στα όρια της απώθησης πολιτιστική κληρονομιά που

κινδύνεψε να πέσει στη λήθη; Πράγματι αυτό το δίλημμα είναι η καρδιά του

προβλήματος. Ποιος θα αποφασίσει αν «κυκλοφορώντας ελεύθερη η μουσική της

Μαφίας» αποτελεί μια προσβολή για την πληγωμένη ιταλική κοινωνία ή αν

πρόκειται για ένα κομμάτι σύγχρονου πολιτισμού, ένα κοινωνικό φαινόμενο που η

απώθηση δεν πρόκειται ποτέ να βοηθήσει στην κατανόησή του;

Συνοπτικά, μελωδικά μανιφέστα

Τα τραγούδια που περιλαμβάνονται στους δύο δίσκους με τον γενικό τίτλο «Musica

della Mafia» γράφτηκαν και μυστικά ηχογραφήθηκαν από το ’50 μέχρι και το ’70.

Πρόκειται για τη «χρυσή εποχή» της καλαβρέζικης «ντράνγκετα» (πολλοί

υποστηρίζουν ότι η λέξη έλκει την καταγωγή της από το ελληνικό άντρας –

αντρειωμένος). Πράγματι, τη δεκαετία του ’60 η «οργάνωση» γνώρισε μια τρομερή

οικονομική ανάπτυξη: Η νέα γενιά έβαζε στην άκρη τους ηλικιωμένους boss, και

έφτιαχνε τις δικές της χρυσές γέφυρες με την άκρα δεξιά και τα μασονικά

παρακλάδια της βάζοντας το πόδι της και στα πολιτικά πράγματα της Ιταλίας.

Αυτή η νέα γενιά είχε ανάγκη από αναφορές σε «αναλλοίωτες και διαχρονικές

αξίες» για να στηρίξει το ηθικό των νέων μελών της και τις αναζήτησε στη

«δύναμη» των μύθων και του παρελθόντος: Στο δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο

αιώνα τότε που ο ιταλικός νότος ήταν φέουδο της δυναστείας των Βουρβώνων και

οι αδούλωτοι φτωχοί «Καλαμπρέζι» κατέφευγαν στις απόκρημνες πλαγιές του βουνού

Ασπρομόντε για να σωθούν φτιάχνοντας παράνομες οργανώσεις.

Είναι γεγονός ότι το μεγάλο ποσοστό των τραγουδιών στους δύο αυτούς δίσκους

αναφέρεται και υμνεί την μετέπειτα «καλαβρέζικη φαμίλια» και τους κανόνες που

την διέπουν: «Υπόκοσμος. Ανήκω στην τιμημένη οικογένεια / Ακόμα κι αν

χρειαστεί να δώσω τη ζωή μου / εγώ δεν θα λαθέψω / Είμαι Καλαμπρέζος, είμαι

από τούτα δω τα μέρη / Εδώ με σέβονται όλοι». Να λοιπόν ένα συνοπτικό μελωδικό

μανιφέστο με κεντρικούς άξονες τους νόμους της «τιμής», «του σεβασμού», «της

πίστης» και της «σιωπής». Για όποιον τους παραβιάζει ο θάνατος ήταν και είναι

η μόνη τιμωρία.

INFO

«La Musica Della Mafia: il canto di malavita» (PIAS recordings).

«La Musica Della Mafia vol. 2: Omerta, Onuri e Sangu» (PIAS recordings).

Και οι δύο δίσκοι κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά.