Νέες μόνες, ψάχνουν… δεν πρόκειται να το βρούν γιατί αυτό που ψάχνουν κι

έτσι όπως ψάχνουν δεν υπάρχει. Είναι ηρωΐδες του «Sex and the city» α λα

ελληνικά που τιτλοφορείται «Σχεδόν ποτέ» (NET)

Είναι νόστιμες, είναι νέες, είναι ανέμελες, είναι μόνες και ψάχνουν. Τον

ιδανικό σύντροφο ή έναν σύντροφο. Κορίτσια που προσπαθούν να βρουν απάντηση

στο κορυφαίο γυναικείο ερώτημα της εποχής «μα, πού πήγαν οι άντρες;». Ή

καλύτερα οι ηρωίδες της ελληνικής εκδοχής του αμερικανικού σουξέ Sex and the

city που ξεκίνησε προχθές να προβάλλεται από την NET με τον τίτλο «Σχεδόν

ποτέ» σε σκηνοθεσία Νίκου Περάκη και σενάριο Κατερίνας Μπέη.

Ο μοναχικός κόσμος της μεγαλούπολης α λα ελληνικά, ο κλεισμένος στον

μικρό γελοίο εαυτό του, νευρωτικός και αλλοπαρμένος, θύμα ιλουστρασιόν λάιφ

στάιλ που προτείνουν τα περιοδικά.

Πρωταγωνιστούν τέσσερα κορίτσια, που μοιάζουν διαφορετικά, αλλά στην

πραγματικότητα είναι πανομοιότυπες, κυνηγούν το όνειρο του ιδανικού αρσενικού,

ακολουθώντας όλες τις συνταγές του ερωτικού μάρκετινγκ και χάνοντας έτσι τον

δρόμο προς τον έρωτα, και εκείνες και οι άνδρες που βρίσκονται σε στιγμές

δίπλα τους. Γιατί μόνο στιγμές μπορεί να έχει η ερωτική ζωή σε έναν κόσμο, ο

οποίος της αρνείται τον χρόνο, την αληθινή συνάντηση ανθρώπων και όχι σέξι

εσωρούχων και ευμεγέθους μηχανής σεξουαλικής ικανοποίησης.

H διαφορά είναι ότι οι τέσσερις κυρίες του Sex and the city, μέσα στο

νεοϋορκέζικο περιβάλλον, όπου η αποξένωση θεωρείται φυσική κατάσταση του

ανθρώπου, ξεδιπλώνουν μια γυναικεία προσωπικότητα σαν πολεμική μηχανή,

συμπεριφέρονται σαν πολιορκητικοί κριοί για να εισχωρήσουν στο αρσενικό

στρατόπεδο.

H εγχώρια μεταφορά του σεναρίου έχει πινελιές «τρυφερότητας» προς την

γυναικεία απελπισία ή και «δυναμικής» εγκατάλειψης στο μοιραίο. Τα κορίτσια

συζητούν για τους άντρες με εκείνο το αίσθημα ενοχής που χαρακτηρίζει ακόμη

την αποτυχία, στον ερωτικό τομέα, των Ελληνίδων. Το «μήπως φταίω εγώ;» ή

«μήπως τον πίεσα» που επαναλαμβάνουν οι χωρισμένες της παρέας είναι από τις

χαρακτηριστικές της γυναικείας στάσης σε κάθε ερωτική απογοήτευση.

Θλιβερή, αν σκεφτεί κανείς ότι τον δρόμο για την γυναικεία χειραφέτηση

τον άνοιξε η κατάκτηση των γυναικών, ήδη από τον 17ο αιώνα, μιας κυρίαρχης

θέσης στον τομέα του ερωτικού πάθους. H ελευθεριότητα των σαλονιών της εποχής

εκείνης έδωσε την ώθηση στη γυναίκα, που ανακάλυπτε τη δύναμη της

σεξουαλικότητάς της να διεκδικήσει περισσότερα και σε άλλους τομείς.

Λένε πως η συνύπαρξη των δύο φύλων, ενώ μοιάζει μονίμως εκρηκτική στις ΗΠΑ,

στην Ευρώπη είναι πιο προφυλαγμένη από την εχθρότητα, καθώς υπάρχει ακόμη η

κουλτούρα του ξελογιάσματος, σαν κληρονομικότητα από εποχές ρομαντισμού.

Όλα αυτά μπορεί να έχουν απομείνει σαν ξέφτια σε έναν πολιτισμό που

επιμένει να θέλει γυναίκες και άντρες θύματα καταναλωτικών μοντέλων που

προβάλλονται ως συνταγές ευτυχίας, συνδυάζοντας την παράδοση που θέλει τη

γυναίκα θύμα, με τις απαιτήσεις ενός κόσμου που την θέλει να διεκδικεί.

Το αποτέλεσμα είναι γυναίκες σε απόλυτη σύγχυση, έτοιμες να λουστούν τα

απόνερα ενός αρσενικού πολιτισμού, την ίδια στιγμή που απαιτεί να σηκώνουν το

βάρος της αποσύνθεσης του πατριαρχικού συστήματος.

Σκιές του παλιού αυτοκρατορικού εαυτού τους οι άνδρες, λιγότερο εξαρτημένοι

υποτίθεται από συναισθήματα, στην πραγματικότητα καταπιεσμένοι από το μοντέλο

που τους θέλει να μην τα δείχνουν.

Στην πραγματικότητα, το μόνο που υπάρχει μεταξύ των δύο πλευρών είναι

μια ψευδαίσθηση κίνησης, που εκφράζεται με την ερωτική πράξη αδιακρίτως

συντρόφου, στην οποία προσκολλώνται μεν τα θηλυκά με την ελπίδα του

συναισθήματος και τα αρσενικά με την πεποίθηση πως μπορούν να το αποφύγουν

ενδίδοντας σε κάθε ευκαιρία. Χάος. Αδύνατη η συνάντηση, εκτός από το ταμείο

μαγαζιού ρούχων και καλλυντικών, όπου το μεν αρσενικό πληρώνει την αίσθηση

εξουσίας και το θηλυκό κερδίζει σε είδος αυτό που δεν μπορεί να έχει σε

συναίσθημα. Μια συναλλαγή και αυτή για όσους αποδέχονται αυτή αντί άλλης σχέσης.