Κεντρική – Νότια Μικρασία. Περιφέρεια Ιλγκίν. Ιλγκίν.

Κωμόπολη που βρίσκεται 45 χλμ. A-NA του Άκσεχιρ και 68 χλμ. ΒΔ του Ικονίου,

πολύ κοντά στη μικρή λίμνη Τσαβουστσού γκολύ. Είναι κτισμένη σε πεδινή έκταση

πάνω στο δημόσιο δρόμο Άκσεχιρ – Ικόνιο και πολύ κοντά στη σιδηροδρομική

γραμμή. Είχε 350-400 Έλληνες και γύρω στις 3.000 Τούρκους κατοίκους. Το Ιλγκίν

ήταν καϊμακαμλίκι κι υπαγόταν απευθείας στο βαλελίκι του Ικονίου.

Εκκλησιαστικά ανήκε στη μητρόπολη Ικονίου.



Φτωχό μέρος, δεν μπορούσε να θρέψει τόσον κόσμο

(Μαρτυρία Όλγας Στάντζα, Κέρκυρα – αποσπάσματα)

Ο Αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος αναχωρεί για το μέτωπο. Δίπλα του,

στην προκυμαία της Σμύρνης, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος. («Σμύρνη – H Μητρόπολη

του Μικρασιατικού Ελληνισμού»)

Το 1919, ο ελληνικός στρατός είχε πλησιάσει στο Άκσεχιρ. Τότε οι Τούρκοι, με

την υποψία ότι οι Έλληνες του Ιλγκίν βοηθούσαν χρηματικά το στρατό, κρέμασαν

εφτά οχτώ άτομα, πλούσιους προκρίτους του τόπου…

Του ενός απ’ αυτούς που κρεμάσανε κόπηκε τρεις φορές το σκοινί· τον

ξανακρεμάσανε τρεις φορές, δεν του κάνανε χάρη…

Ένας άλλος, που ήταν πολύ θρήσκος, παρακάλεσε να του φέρουν παπά να μεταλάβει.

Σεβάστηκαν την επιθυμία του.

Κρέμασαν και κάμποσους Τούρκους άρχοντες, γιατί, λέει, βοηθούσαν κι αυτοί τον

ελληνικό στρατό.

Το 1920, όλους τους άντρες τους στείλανε εξορία. Αφήσανε μόνο από 10 χρονών

και κάτω. Νέους, γέρους, όλους τους πήραν. Είχα αδερφό 13 χρονών, ήταν ψηλός,

φαινόταν μεγάλος, τον πήραν κι αυτόν.

Εγώ του κάκου φώναζα…

Τους πήγαν στα βάθη της Τουρκίας, στο Κουρδιστάν. Φτάσανε στο Άργκαναμαdεν. Ο

πατέρας μου πέθανε στην εξορία.

Στις αρχές του 1922 εμείς, τα γυναικόπαιδα του Ιλγκίν, κατεβήκαμε στο Ικόνιο.

Τι να κάνουμε μόνες μας και απροστάτευτες στο Ιλγκίν; Εκεί στο Ικόνιο ήταν

ένας παπάς που τα ‘χε καλά με τους Τούρκους. Έμαθε απ’ αυτούς ότι ο Βενιζέλος

ζήτησε Ανταλλαγή του πληθυσμού. Σε λίγο μας ειδοποίησαν οι Τούρκοι ότι πρέπει

να ετοιμαστούμε να φύγουμε για την Ελλάδα· μας έδωσαν διορία ένα μήνα.

Οι Τούρκοι δε μας άφησαν να πουλήσουμε τίποτα. Βάζαμε στον αραμπά τα δέματα,

που τα προορίζαμε για το σιδηροδρομικό σταθμό, και τα γυρίζανε πίσω. Στο δρόμο

άδειαζαν τα κάρα.

Φτάσαμε στη Μερσίνα. Καθίσαμε κάμποσες μέρες στα χάνια, ώσπου να φανεί βαπόρι.

Κατακλυσμός! Κόσμος πολύς!

Καθώς μπαίναμε στις βάρκες, μας έκαναν έρευνα, μην τυχόν είχαμε μαζί μας

χρυσαφικά. Οι βαρκάρηδες πάλι μας παιδέψανε ώσπου να μας πάνε στο βαπόρι.

Ζητούσαν όλο λεφτά, απειλούσαν να μας πετάξουν στη θάλασσα.

Ελληνικό πλοίο ήτανε, δε θυμάμαι όνομα. Ακάθαρτο πλοίο, ψείρες πολλές.

Φορτούνα στη θάλασσα. Τι τραβήξαμε! Μας δίνανε να φάμε, ποιος να φάει!

Μούχλιασαν τα ψωμιά. Χάναμε τα παιδιά μας μέσα στο βαπόρι.

Ήρθαμε κατευθείαν απ’ τη Μερσίνα στην Κέρκυρα· κάναμε δώδεκα μέρες ταξίδι. Μας

έκαναν μια μέρα καραντίνα στην Κέρκυρα, γιατί πέθανε ένας επιβάτης.

Μετά ένα χρόνο, το 1923, ήρθανε οι άντρες μας από την εξορία. Μάθανε πως

είμαστε στην Κέρκυρα. Έβαλαν αγγελίες στις εφημερίδες.

Τρία βαπόρια πατριώτες μας, Σιλλιώτες και Κονιαλήδες, ήρθαν στην Κέρκυρα. Μετά

όμως σκόρπισαν. Φτωχό μέρος, δεν μπορούσε να θρέψει τόσον κόσμο…

20. 5. 1968

ΤΑ ΝΕΑ vidcast