Το «βαθυκόκκινο άνθος» του κάκτου, που στη συλλογή του Νίκου Φωκά «Προβολέας

στα μάτια» τίθεται και εκλαμβάνεται ως η ποίηση, στην πρώτη έκδοση (Κρύσταλλο,

1985, σ.10) «ακροβα(τεί) στο κενό / Στην παρυφή του φύλλου», ενώ στη

συγκεντρωτική έκδοση απασών των συλλογών (Ύψιλον/ βιβλία, 2002, σ. 310), κατά

τη δεύτερη γραφή του ίδιου του ποιητή, «Σαν πεταλούδα κάθ(εται) πρόσκαιρα /

Στην παρυφή του φύλλου».

Άρα το ποίημα που είχε εισαχθεί και στο εγχειρίδιο «Νεοελληνική Λογοτεχνία»

για την Γ’ Λυκείου, θεωρητικού χαρακτήρα, χωρίς αυτό δυστυχώς ν’ αποτελεί από

μόνο του εγγύηση για τη στάθμη της παιδείας, εμφανίζεται με δύο μορφές που σε

καίριο σημείο, τον παραβολικό εικονισμό της ποιητικής τέχνης, οδηγεί σε δύο

αποκλίνουσες ισχυρώς ερμηνευτικές εκδοχές. Κάθε εκδοχή φέρει τη δική της

ιστορικότητα, η πρώτη, η εκδοχή της ακροβασίας και του (σεφερίζοντος;) «κενού»

από το 1980-83, χρονιά σύνθεσης του ποιήματος και το 1985, έτος της πρώτης

έκδοσης, μέχρι το 2002, και η δεύτερη, ας την πούμε η εκδοχή της πεταλούδας,

από την πρόσφατη συγκεντρωτική παρουσίαση των ποιημάτων και εξής.

Όσο για τη διδακτική πράξη ας φανταστούμε ένα ευαίσθητο μαθητή – τα θέματα

παιδείας είναι τα μόνα στα οποία επιτρέπω στον εαυτό μου να ονειρεύεται – που

συγκρίνει στην τάξη τις δύο εκδοχές και υποστηρίζει όχι χωρίς επιφυλάξεις ότι

η εικόνα του ακροβάτη ταιριάζει περισσότερο στην ποίηση, ενώ η άλλη, της

πεταλούδας, στον ποιητή. Για να υποστηρίξει μάλιστα την άποψή του επικαλείται

τους τελευταίους στίχους συγγενούς κατά το θέμα ποιήματος. «Και τότε

Αυτός……. / Εύσωμος ανδροπρεπής ποιητής / Ντυμένος ένα ευρύχωρο γυναικείο

φόρεμα λιλά / εφαρμοστό στους γοφούς / Σηκώθηκε και δίχως βάρος / Ανέβαινε μ’

ελιγμούς χορευτικούς τη σκάλα· / Σαν πεταλούδα που την έδιωξες απ’ τ’ άνθος /

Σαν πεταλούδα που αποστρέφεται τον άνθρωπο!». Το ποίημα έχει τίτλο «Ποιητής

των καιρών ή το μεσημέρι», ανήκει στη συλλογή «Ο Μύθος της καθέτου» (1981) και

είναι το δεύτερο από μια δυάδα ομόλογων κειμένων υπό τον κοινό διαζευκτικό

τίτλο «Ποιητής των καιρών ή…».

Το πρώτο από τα ποιήματα αυτά, μοναδικό κατά την ένταση, περίτεχνο κατά το

χειρισμό και λυτρωτικό παρά την τερατωδία της κένωσης στην οποία υποβάλλεται

το σχήμα της Αγίας Τριάδος που αποτελεί το θεολογικό ισοδύναμο του Παραδείσου,

δημοσιεύτηκε αρχικά στη συλλογή «Συλλυπητήρια σε μια μέλισσα» / Ερμείας, 1976

/ υπό την επιγραφή: «Ποιητής των καιρών ή η Υπερβολή». Το ίδιο αυτό ποίημα

στοιχειοθετείται στη συγκεντρωτική έκδοση του 2002 με πολλές διορθώσεις ή

δεύτερες γραφές οι οποίες πράγμα αν όχι μοναδικό, σπάνιο πάντως, αρχίζουν από

τον τίτλο. Έτσι στο δεύτερο μέρος της διάζευξης αντί για τη λέξη «Υπερβολή,

που με την μαθηματική, ρητορική κ.ά. σημασίες προκαλούσε κάποιες δυσκολίες

κατανόησης, διαβάζουμε «Υπέρβαση» που αποτελεί και το πιθανότερο ερμήνευμα του

κάπως ασαφούς αρχικού όρου. H ίδια διόρθωση επαναλαμβάνεται στο τέλος της

τρίτης στροφής, όπου και επανέρχεται η ίδια λέξη. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι

οι περισσότεροι στίχοι της ίδιας αυτής στροφής έχουν υποστεί βαθύτατη

μεταμόρφωση που δείχνει τη βούληση του ποιητή για την εντέλεια, χωρίς να

είμαστε πάντοτε βέβαιοι για την επίτευξή της.

Πάνω σ’ αυτό δεν μπορούμε να αποφανθούμε, αν δεν περάσει χρόνος πολύς και η

αναγνωστική μας συνείδηση αφομοιώσει πληρέστερα κι αυτό και άλλα εξίσου

σπουδαία ποιήματα. Μέχρι τότε αποφασισμένοι να συνταχτούμε με τον ποιητή που

επιφέρει τις διορθώσεις κατά τη δημιουργική του βούληση, οφείλουμε στο εξής να

κρίνουμε το ακραιφνώς ποιητικό (κατά το ποιόν του είδους) έργο του Νίκου Φωκά

όπως εμφανίζεται στη συγκεντρωτική έκδοση. Ως προς την ιστορικότητα των πρώτων

γραφών και στην κρίση που τους αναλογεί, επειδή μάλλον πρέπει να αποκλειστεί

το υποσελίδιο υπόμνημα ή και το παράρτημα θα πρότεινα μια ειδική έκδοση για

απαιτητικούς αναγνώστες όπου θα απεικονίζονται κατά παραλληλία οι

σημαντικότερες διπλές γραφές.

Ο Ανδρέας Μπελεζίνης είναι φιλόλογος, κριτικός της λογοτεχνίας.