|
|
|
Όταν ο Αντώνης Καλογρίδης βγήκε στο θέατρο σε ηλικία 26 ετών, όλοι μιλούσαν γιά μιά πληθωρική προσωπικότητα που θα μας επεφυλασσε εκπλήξεις. Όμως τι είδους έκπληξη είναι η φετινή του επιλογή, με τη μεταφορά στη σκηνή του κινηματογραφικού «Μια ζωή την έχουμε», που μοιάζει να κινείται σε χώρους κατεστημένους, όπου πρωταγωνιστούν τηλεοπτικά πρόσωπα και κάποιοι βετεράνοι;
|
Ο σκηνοθέτης «ανήσυχων» παραστάσεων συνεργάζεται με τον αρχαιότερο θεατρικό
επιχειρηματία Βαγγέλη Λιβαδά, για τη θεατρική μεταφορά της ταινίας «Μια ζωή
την έχουμε» στο θέατρο «Παρκ». Αυτό θα πει ανατροπή.
«M’ αρέσει που σκηνοθετώ ελληνικό έργο. Είναι και το αγαπημένο μου».
Ένας νεαρός ταμίας μία μέρα κλείνει το ταμείο του μ’ ένα εκατομμύριο
περίσσευμα και αρχίζει να το σπαταλάει σε διασκεδάσεις στην αγκαλιά μιας
μοιραίας γυναίκας. Από τα αριστουργήματα του ελληνικού κινηματογράφου (1958)
σε σενάριο, σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβέλα, μουσική Μάνου Χατζιδάκι, φωτογραφία
Ντίνου Κατσουρίδη, με τους κορυφαίους Δημήτρη Χορν, Βασίλη Αυλωνίτη, Χρήστο
Τσαγανέα, Λαυρέντη Διανέλλο και την εκρηκτική Υβόν Σανσόν.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά, η ιστορία αυτή θα ξαναζωντανέψει, χάρη στη… μηχανή
που στήνει εδώ και χρόνια ο βετεράνος θεατρικός επιχειρηματίας Βαγγέλης
Λιβαδάς, μεταφέροντας στο θέατρο «Παρκ» δημοφιλείς ταινίες του παλιού
ελληνικού κινηματογράφου.
Οι αντιστοιχίες ανάμεσα στην κλασική ταινία και τη θεατρική διασκευή της
βρίσκονται κατ’ αρχήν στο έμψυχο υλικό. Ο Ρένος Χαραλαμπίδης στον ρόλο του
Δημήτρη Χορν, η Κατερίνα Γαβαλά στον ρόλο της Υβόν Σανσόν, ο Γιάννης
Μιχαλόπουλος στου Βασίλη Αυλωνίτη, ο Κοσμάς Ζαχάρωφ στου Χρήστου Τσαγανέα, ο
Σπύρος Καλογήρου στου Λαυρέντη Διανέλλου. Αναπόφευκτες οι συγκρίσεις.
Τι προσφέρει λοιπόν στη διασκέδαση η μεταφορά μιας ταινίας, που παίζεται και
ξαναπαίζεται στην τηλεόραση και δεν βρίσκεις άνθρωπο, μεγάλο ή μικρό, που να
μην την έχει δει; Έστω κι αν κάθε εποχή έχει τη δυναμική της, το θέατρό της,
το κοινό της, τι έρεισμα μπορεί να έχει ένας σκηνοθέτης, τόσο νέος και
ανήσυχος όσο ο ταλαντούχος Αντώνης Καλογρίδης;
«Μου ταιριάζει σαν μότο ζωής ο τίτλος, που είναι και μότο του έργου
“Μια ζωή την έχουμε”. Είναι μια ιστορία κλασική, που έχει όλη αυτή τη
φιλοσοφία για τη μεγάλη ζωή. Είναι έξυπνη, είναι σημερινή».
Πριν από τέσσερα χρόνια, ο Αντώνης Καλογρίδης σε ηλικία 27 ετών ξεκίνησε
εκρηκτικά, ανεβάζοντας το «Σκράικερ» της Τσέρτσιλ, τη θεατρική μεταφορά του
«Angel baby» και τη «Λούλου» του Βέντεκιτ. Έργα και παραστάσεις με
καλλιτεχνική φυσιογνωμία, που προμήνυαν μια συνέχεια πάνω στην έρευνα και την
ανατροπή θεατρικών κατεστημένων. Πώς εξηγεί τώρα τη συμμετοχή του στην
καθεστηκυία τάξη της καλοκαιρινής θεατρικής πιάτσας; Σε τι είδους φιλοδοξία
υπακούει αυτή η επιλογή του;
«Είναι τρομερή πρόκληση. Είναι ένα έργο που το σέβεσαι και δίνει μια άλλη
δυναμική. Κόντρα σε ό,τι έχω κάνει ώς τώρα. Με ενθουσιάζει η δουλειά που
ετοιμάζουμε και θεωρώ τη συνεργασία με τον Βαγγέλη Λιβαδά «must» στη διαδρομή
ενός σκηνοθέτη. Όταν όλοι δουλεύουμε με τέτοιο κέφι, προσπαθώντας να φτιάξουμε
ένα θέαμα που να διατηρεί την ποιότητα της εποχής και παράλληλα να είναι
σύγχρονο, η πρόκληση έχει καλλιτεχνικούς όρους και στόχους. Μόνο θετικά μπορώ
να το σκεφτώ και έτσι το αντιμετωπίζω. Και φυσικά γνωρίζω καλά τα δεδομένα.
Μια παράσταση σε ανοιχτό θέατρο, με τους θορύβους της λεωφόρου, για λαϊκό
κοινό, καλοκαίρι που ο κόσμος θέλει να ψυχαγωγηθεί».
Τρεις όλες κι όλες είναι ώς τώρα οι παραστάσεις του. Είναι ωστόσο
χαρακτηριστικές. Με ρυθμό, με σύγχρονη αισθητική αντίληψη, με αίσθηση του
χώρου και του χρόνου. Λαμπερές, με τη φρεσκάδα της νεαρής ηλικίας του, που
ενέχει μοντερνισμούς.
«Δεν χρειάζεται σ’ αυτό το έργο να κάνεις μοντερνισμούς. Αρκεί να
καταλάβεις πόσο ανθρώπινη και έξυπνη είναι η ιστορία και πως απευθύνεται σε
πολύ κόσμο. Έχω σχεδιάσει ένα μουσικό θέαμα και πιστεύω πως το ελέγχω. Κρατάω
τον πυρήνα της δεκαετίας του ’50, κοιταγμένο μέσα από σύγχρονη ματιά με
μοντέρνες πινελιές. Δίπλα στους ήρωες και στην ιστορία τους λειτουργεί ένας
χορός από 14 άτομα, που καθώς θα κρατάνε διαρκώς τον ρυθμό θα δίνουν τόνο».
Μια γιγάντια πρύμνη για ένα «Ταξίδι στα Κύθηρα»
Στο σκηνή του θεάτρου «Παρκ» θα κυριαρχεί ο πίνακας του Βατό «Το ταξίδι στα
Κύθηρα». Πάνω στις λεπτομέρειες του, θα εναλλάσσονται οι σκηνικοί χώροι. H
φυλακή θα ορίζεται με κάγκελα που θα ορθώνονται στο προσκήνιο, ενώ η προβλήτα
του Πειραιά από μια γιγάντια πρύμνη, που θα εισβάλει στον διάδρομο του
θεάτρου. Καθώς το υπερωκεάνιο θα σαλπάρει για Αμερική και οι μαργαριταρένιες
χάντρες θα κυλήσουν στο έδαφος, θα αρχίσει η αφήγηση της ιστορίας, που θα
ολοκληρωθεί μέσα από αλλεπάλληλα φλας μπακ.
«H αφήγηση γίνεται μέσα από διαρκή φλας μπακ. Το τώρα θα είναι έγχρωμο και το
φλας μπακ ασπρόμαυρο, σαν φιλμ νουάρ. Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης θα
είναι διάσπαρτες οι πολλαπλές διασκευές του τραγουδιού “Μια ζωή την έχουμε”.
Θα αποδίδονται ρυθμικά, έντονα, μέσα από χορογραφημένες σκηνές. Ώς το
θεαματικό χάπι εντ και την ανατροπή του». Τα σκηνικά είναι της Δέσποινας
Βολίδη, τα κοστούμια του Γιώργου Ελευθεριάδη, οι χορογραφίες της Μαίρης
Τσούτη, οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη και η θεατρική διασκευή της
Ελένης Μαβίλη.









