Η ώρα τούτη είναι εκτός κειμένου. Απ’ έξω αισθάνομαι τον βόμβο των φλεγόμενων

ελικοπτέρων τού πάλαι ποτέ συμφοιτητή μου Μιχαήλ να περνά ωσάν βολίδα το

πέρασμα του χώρου. Στον ενεστώτα χρόνο το πόνημά του «αρτηρίες δίχως αίμα», με

φθαρμένα υλικά αδιόρθωτου τυπογραφείου και ένοχος εγώ για το εξαίσιο άλλοθι

της πολυαπασχόλησης. Ήταν απολλώνιο παιδί ο Μιχαήλ, υπέροχος φαρσέρ του

τυραννικού Απριλίου, φαρσάρης κατά την αστυνομική δραστηριότητα, ανυψωμένος

πιο πάνω από το χώμα, άνθιζε με πολλούς συλλογισμούς στη γέννηση του παράνομου

περιοδικού και στις συνάξεις στον Άγιο Στέφανο του Μπογιατίου ενός

προσδοκωμένου μέλλοντος «… ξύπνα παπά, ξύπνα λαέ του Θεού» του

πρωτοπρεσβύτερου Πυρουνάκη.

Ήσουν αρχαϊκός φωτοσυρμός, Μιχαήλ από τα Πάρτηρα, με τους κυματισμούς της

ωραίας κόμης και το αβρό κύτταρο με το διανόημα της λευτεριάς, στο βαθυπράσινο

γκαζόν της Εθνικής Βιβλιοθήκης, είδωλο ήσουν στα χρυσάνθεμα μάτια των

κοριτσιών.

Αναθυμήθηκα τις επιδόσεις σου του ματωμένου Νοεμβρίου, ήταν θαρρώ δεκάξι προς

δεκαεπτά, πυρσοκρότησες, κοκκινοσκούφης, τα ελικόπτερα του στρατού, κάπου εκεί

στη χειμαζόμενη καταιγίδα της Κοζάνης, κωφάλαλη η αναπάντητη επιστολή σου,

όταν το κακό πουλί ράμφισε τον σταυρό του εγκεφάλου σου στο Δρομοκαΐτειο, τη

Σούδα, στα ψηφιδωτά του ιερού Δαφνίου, που ανέδυαν ακόμα το χνώτο της

αρχαιολογίας μας. Τώρα δυϊκός νέος ογδόντα ετών, το σκοτάδι επιδιορθώνει τις

πληγές του άγαμου κύκλου του κορμιού σου, καθώς λαμβάνω τα θροΐσματα, σκέψεις

γιασεμιά, λέξεις χερουβικά της συλλογής στα διάκενα της διάνοιας:

Ένας στρατιώτης ρώτησε:

«γιατί να κρατώ το όπλο;»

«μα για να πολεμάς»

«και γιατί να πολεμώ;»

«Επειδή κρατάς το όπλο»

Μαφιόζικο κύκλωμα·.

Πόνεσα κατά τον μέλανα όρθρο, ρουφώντας την κατέρυθρη ανεμώνη: «Μέχρι να

στομώσει το αίμα της πληγής περίμενε· μετά θα το γράψεις με το κόκκινο».

Αισθάνομαι στη ζωή σου την ανέραστη απουσία της Μεγάλης Δωρεάς: «Εσύ Έρωτα,

έλα προσκυνητάρι στο σώμα· τόσα χρόνια δεν κουράστηκες να μην έρχεσαι; Έλα,

από τότε σε προσμένω, από τότε που άρχισα να σαπίζω. Κι αν λίγο αργήσεις

ακόμα, θρύψαλα θα βρεις, σάπιο το σώμα απ’ την καρτερία».

Καλωσορίζεις κάθε σαρανταοκτάωρο της αϋπνίας, κλινήρης, την ευφροσύνη του

φωτός: «Μια μορφή ερωτισμού αποτελεί και είναι μια, μόνο, αχτίδα του Ήλιου».

Πρωτοβυζαντινός ναός τούτος εδώ ο άφατος συλλογισμός: «Το αύριο είναι το πιο

κοντινό παρελθόν, όταν αγαπάς τη ζωή και το φως». Ήταν δύσκολο κι απόψε της

βραδιάς το δεσμωτήριο: «Το ότι ξαγρυπνώ δεν πάει να πει άμεσα αυτοκαταστροφή.

Απλά προετοιμάζομαι με τα σύνεργά μου όλα για να δω αυγή».

Αποτεφρωμένο το εμβατήριο της διαπίστωσης. «Λίγοι μ’ αγαπούν. Εγώ νομίζω πως

πολλοί μ’ αγαπούν: επειδή έχω ανάγκη αγάπης ή επειδή όλους τους αγαπάω». Μα

πάντα αναπάντητο το μεγάλο ερωτηματικό: «Γιατί αναστενάζει η μάνα μου κι όταν

κοιμάται; Ύστερα από λίγο· γιατί τώρα πάλι αναστενάζω;».

Την ώρα που ριπιδώνουν τους αιθέρες τα πυρπολημένα ελικόπτερα, στέλνεις

φρυκτωρία στους ολιγοφρενείς του κάθε Απριλίου: «Αν πεθάνουν οι εχθροί μου,

δεν υπάρχει λόγος να ζω εγώ». Μιχαήλ της αγαθόνοιας, απ’ τη θρακιά της

μνημοσύνης στέλνεις το μήνυμα στη λογική του υπολογιστή μας. «Δεν ωριμάζω,

γιατί ή κάτω σαν άχρηστος καρπός θα πέσω ή όλο και κάποιος θα με φάει».

Μιχαήλ των ελικοπτέρων, είναι αρχαγγελικό συμβάν το κάθε τηλεφώνημά σου.

Ο Αντώνης Σανουδάκης είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης – συγγραφέας