«Αν τολμούσα μια πρόβλεψη, παρατηρώντας τις τάσεις τού χθες και τού σήμερα,

θα έλεγα πως σύντομα θα εξοικειωθούμε τόσο πολύ με τη ρομποτική, που δεν θα τη

χρησιμοποιούμε μόνο για να «διορθώσουμε» οργανικές βλάβες ή αναπηρίες, αλλά

και για να… αυτοβελτιωθούμε, να «ανοίξουμε» τους εαυτούς μας, να

αναβαθμιστούμε», λέει ο Ροντ Μπρουκς, διευθυντής στο Εργαστήριο Τεχνητής

Νοημοσύνης του ΜΙΤ

Στο δικό του σπίτι και στο δικό του γραφείο, τις ρουτινιάρικες δουλειές που

έχουν να κάνουν με την καθαριότητα (σκούπισμα, σφουγγάρισμα, κ.λπ.) τις κάνει

ένα ρομπότ. Δικό του κατασκεύασμα, εμπορικό προϊόν της εταιρείας Ι-Robot που

έχει δημιουργήσει ο ίδιος και τον απασχολεί παράλληλα με την ερευνητική και

εκπαιδευτική του δραστηριότητα στο ΜΙΤ (Τεχνολογικό Ίδρυμα Μασαχουσέτης). «Δεν

είναι μόνο στην αγορά της Αμερικής όπου διατίθενται ρομπότ ως οικιακοί βοηθοί.

Στη Σουηδία κυκλοφορούν ήδη ρομπότ-ηλεκτρικές σκούπες και από εκεί εξάγονται

σε ολόκληρη την Ευρώπη», λέει στα «ΝΕΑ» ο άνθρωπος που όταν ήταν 16 ετών

έφτιαξε το πρώτο του ρομπότ («περπατούσε τριγύρω στο δωμάτιο, πήγαινε όπου

είχε φως, και όταν σκουντουφλούσε σε αντικείμενα, άλλαζε δρόμο») και την

τελευταία δεκαετία έχει βάλει την υπογραφή του στα πιο σημαντικά επιτεύγματα

της επιστήμης της ρομποτικής, ως βασικός ερευνητής του ΜΙΤ.

Όσο πιο πολύ το ψάχνει, όμως, τόσο… κάτι λείπει. «Κάτι λείπει από την

επιστήμη της Τεχνητής Νοημοσύνης», λέει. «Ασχολούμενος με την έρευνα, διακρίνω

παντού ένα ταβάνι – ένα όριο. Δεν ξέρω πώς ακριβώς να το περιγράψω. Ίσως

χρειάζεται να βρούμε «νέο υλικό». Ίσως η αίσθηση αυτή να είναι αποτέλεσμα του

δικού μου θυμού – της οργής ενός ηλικιωμένου που περιμένει να δει αυτό το

«κάτι» να συμβαίνει και δεν βλέπει τίποτα». Αυτό το «κάτι» για τον Ροντ

Μπρουκς (Rod Brooks) είναι το συναίσθημα – «ή όπως λέγεται τέλος πάντων αυτό

που κάνει ένα ρομπότ, ζωναντό. Δουλεύοντας με τα ρομπότ μου, με τα ανθρωποειδή

ρομπότ, έφτασα στο κυρίαρχο και βασικό ερώτημα: έχουν πράγματι συναισθήματα ή

προσομοιώνουν συναισθήματα; Πόσο αλλιώτικα θα ήταν αν είχαν αληθινά

συναισθήματα και όχι κατά προβολή; Τι είναι αυτό που κάνει κάτι ζωνταντό; Στο

βάθος, αυτό είναι το μοναδικό αληθινό ερώτημα που δεν έχει βρει ακόμη

απάντηση».

Για εκείνον, το μυστικό κρύβεται στις λειτουργίες του συστήματος και όχι στα

«συστατικά». «Η Μοριακή Βιολογία», λέει, «επιχειρεί να αναλύσει όλα όσα

υπάρχουν και δρουν σ’ ένα ζωντανό σύστημα. Οι ανακαλύψεις της στο μοριακό

επίπεδο έχουν πολύ μεγάλη επιτυχία. Όταν όμως προσπαθεί κανείς να δει το

σύστημα που τελικά δημιουργείται, αποδεικνύεται πολύ «λίγη» η επιστήμη για να

περιγράψει το πώς πραγματικά λειτουργεί ένας οργανισμός. Χωρίς αυτό να

σημαίνει πως υπάρχει κάτι λάθος στην επιστήμη της Μοριακής Βιολογίας ή πως

υπάρχει κάτι λάθος στην επιστήμη της Τεχνητής Νοημοσύνης. Είναι πολύ βαθύτερο

ερώτημα και είναι ακόμη πολύ δύσκολο να το αντιληφθούμε. Θα πρέπει να ψάξουμε

στο σημείο όπου συναντώνται οι επιστήμες. Γιατί καμία δεν κρατά από μόνη της

τις απαντήσεις. Συνεργάζονται, ανταλλάσσουν στοιχεία και γνώσεις,

αναθεωρούνται και αλληλεπιδρούν αμοιβαία».

Αυτός που αναζητεί… συναίσθημα για τις μηχανές του, άραγε δένεται

συναισθηματικά με τα ρομπότ; «Όχι μ’ αυτά που δουλεύουν για ‘μένα. Εξάλλου,

φτιάχτηκαν για να εργάζονται 24 ώρες του 24ωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα, και

να μην τα λυπόμαστε. Στο εργαστήριο, και ναι και όχι. Συνήθως, όχι περισσότερο

απ’ ό,τι δένεται κάποιος με το αυτοκίνητό του. Αλλά υπάρχουν στιγμές

(δευτερόλεπτα) όπου πιάνω τον εαυτό μου, υποσυνείδητα, να έχει μια παράξενη

επικοινωνία με το ρομπότ. Μέχρι στιγμής οι μηχανές είναι αρκετά «σκληρές», μου

δίνουν σύντομα την ευκαιρία να βγω απ’ αυτό το «τριπάκι». Και αποφεύγεται η σύγχυση».

Από παιδί μαστόρευε ρομπότ!

Κατασκεύαζε ρομπότ από μικρό παιδί, με ό,τι υλικό έβρισκε διαθέσιμο. Στη μικρή

πόλη Αδελαΐδα της Αυστραλίας, όπου μεγάλωσε ο Ροντ Μπρουκς, υπήρχε μονάχα ένας

ηλεκτρονικός υπολογιστής, όμως αυτό δεν ήταν εμπόδιο για τον άνθρωπο που κρατά

ακόμη σήμερα, ως στόχο, το ίδιο όνειρο: να «χτίσει» μια ζωντανή μηχανή. «Θέλω

να φτιάξω μια μηχανή που θα νιώθεις άσχημα να την βγάζεις από την πρίζα»,

εξηγεί.

Όλα αυτά τα χρόνια της επιστημονικής περιπέτειας, το μυαλό του βρέθηκε πολύ

κοντά στα σύνορα μεταξύ μαθηματικών και φιλοσοφίας. Δεν βρήκε βέβαια απάντηση

σε ερωτήματα του τύπου «τι είναι συναίσθημα», «τι είναι ψυχή», αλλά αναζητά

ακόμη το τι μπορεί να «δώσει» σε ένα ρομπότ, ώστε να το κάνει ζωντανό.

«Πιστεύω – με θρησκευτική πίστη, με κατηγορούν πολλοί – πως η ψυχή είναι αυτό

που δίνουμε (αυτό που περιγράφουμε ως χαρακτηριστικό) ο ένας στον άλλον. Η

Μοριακή Βιολογία περιγράφει πώς ένα μόριο επηρεάζει το άλλο. Ξαφνικά η

περιγραφή σταματά και… «στη συνέχεια, επεμβαίνει η ψυχή». Δεν είναι πολύ

μηχανιστική αυτή η εξήγηση; Νομίζω είναι οι άνθρωποι που δίνουν περιγραφές και

νόημα συναισθηματικό στους άλλους ανθρώπους – κυρίως με τη σκέψη τους. Ναι,

λατρεύω τα παιδιά μου – χωρίς όριο. Αν προσπαθήσω όμως να δω την αγάπη μου

αυτή από τη σκοπιά του επιστήμονα, συνειδητοποιώ πως είναι το ίδιο συναίσθημα

που αλλάζει και διαμορφώνεται σε άλλες σχέσεις, ανάλογα με τους ανθρώπους που

έχω γύρω μου και τις συνθήκες».

Με αυτήν τη λογική, το όνειρο να χτίσει ένα «ζωντανό ρομπότ» φαντάζει

ρεαλιστικό. «Αργά ή γρήγορα θα το δεχθούμε, θα το συνηθίσουμε, όπως συνηθίσαμε

την επανάσταση που έφερε ο Δαρβίνος, επιβεβαιώνοντας πως οι άνθρωποι δεν

διαφέρουμε σημαντικά από τα ζώα. Ή όπως δεχθήκαμε την επανάσταση που έφερε ο

Γαλιλαίος, λέγοντας πως η Γη δεν βρίσκεται στο κέντρο του Ηλιακού Συστήματος.

Αντίδραση, επανάσταση και αποδοχή είναι κομμάτια και αυτά της αδιάκοπα

εξελισσόμενης ανθρώπινης σκέψης. Το αξιοσημείωτο είναι πως καμία απ’ αυτές τις

επαναστάσεις δεν προκάλεσε ρωγμές στα θεμέλια τής (όποιας) θρησκείας. Άλλαξαν

τα θεμέλια της δικής μας κατανόησης του κόσμου, όμως η θρησκεία έμεινε

ανέπαφη. Επιβίωσε και νομίζω θα επιβιώσει και στα καινούργια σχήματα αντίληψης

– αυτά που έρχονται και δεν έχουμε δει ακόμη».

Για τον Σπίλμπεργκ

«Ναι, έχω δει το «Α.Ι., Τεχνητή Νοημοσύνη», την ταινία του Σπίλμπεργκ»,

λέει με τόση συγκατάβαση, που φαντάζεται κανείς πως η επόμενη φράση του θα

είναι «που να μην έσωνα»… «Όχι, όχι», σπεύδει να διορθώσει την…

ατμόσφαιρα. «Αν και δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα, υπήρχαν πολύ

ενδιαφέρουσες ιδέες. Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, ήταν το τι

προσπάθησε να δείξει και το τι τελικά έδειχνε. Ας πούμε, το σενάριο περιέγραφε

την ομάδα των κατακπληκτικών επιστημόνων που ξαφνικά αποφασίζουν να… ρίξουν

συναίσθημα στα έξυπνα ρομπότ. Νωρίτερα όμως, ο σκηνοθέτης έπρεπε να δείξει

ποια είναι τα έξυπνα ρομπότ. Και έτσι είδαμε στην οθόνη τα έξυπνα παιχνίδια,

το έξυπνο αρκουδάκι, κ.λπ., τα οποία όμως δεν ήταν μόνο έξυπνα. Δεν μπορούσε

το αρκουδάκι να φανεί μόνο έξυπνο, ήταν και συναισθηματικό. Ήταν αδύνατον για

τον σκηνοθέτη να δείξει τη νοημοσύνη χωρίς να διαφανεί συναίσθημα. Κι αυτό

ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον, υποδηλώνει ότι τα δύο βρίσκονται πολύ κοντά».