Μακέτα σκηνικού για την όπερα «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ. Ο Αραβαντινός

ανέπτυξε τη μηχανική πλευρά της σκηνογραφίας, επινοώντας τεχνικές λύσεις,

δίνοντας έτσι στην όπερα μεγαλείο, ατμόσφαιρα και αφηγηματικότητα, χάρη στις

γρήγορες εναλλαγές σκηνών. Σ’ αυτήν τη στέρεη βάση πρόσθετε εμπνευσμένες

πινελιές από χρώματα και σχήματα, χάρη στις οποίες η όλη παράσταση γινόταν

συναρπαστικό παραμύθι. Τεχνική και φαντασία σε δημιουργικό εναγκαλισμό

Τη μεγάλη αυτή έκθεση στον Πάνο Αραβαντινό (1884-1930) τη χρωστούσε ο τόπος

μας, όχι μόνο στον ίδιο όσο στην ίδια την ιστορική του ταυτότητα. Το όνομά του

είναι από τα σοβαρότερα στον κόσμο, το συναντάμε σε ευρωπαϊκές και

αμερικανικές εγκυκλοπαίδειες, και όχι μόνο της σκηνογραφίας. Το ειδικό κοινό

στην Ελλάδα τον γνωρίζει, μολονότι είναι «παλιός» και στον τόπο μας

προβάλλονται συνήθως οι νεοεισερχόμενοι. Όμως ο κορυφαίος αυτός σκηνογράφος

και ζωγράφος έχει μέσα στο έργο του και άλλες πολλές διαστάσεις, οι οποίες θα

μπορούσαν να σταθούν αφορμή για μια αναδρομή στην Ελλάδα και στην Ευρώπη του

Μεσοπολέμου.

Τα εκθέματα στο Μέγαρο Μουσικής (σκηνικά για όπερα ή θέατρο, ζωγραφικοί

πίνακες και σχέδια, αποκόμματα εφημερίδων, φωτογραφίες, μακέτες σκηνικών και

κοστουμιών κ.ά., επιμέλεια Έφης Ανδρεάδη) παρουσιάζονται στο βλέμμα του

επισκέπτη μέσα από άρτια εκθεσιακή αρχιτεκτονική (Σόνια και Ειρήνη

Χαραλαμπίδη) και δεν είναι δύσκολο να αναπλάσει κανείς τη ζωή του καλλιτέχνη,

ειδικά εάν γνωρίζει και τη σημασία των έργων που σκηνογράφησε και μάλιστα σε

πόλεις τόσο απαιτητικές όσο το Βερολίνο. Ωστόσο οι καρποί της επίσκεψης σ’

αυτήν την έκθεση δεν σταματούν εδώ, αλλά συνεχίζονται ως ερωτήματα βασισμένα

σε όσα ερεθίσματα προσλαμβάνει κανείς από τα εκθέματα. Τα συνοψίζουμε:

Η σπουδαιότητα του Αραβαντινού: Το μέγεθος καλλιτεχνικής αξίας και

αναγνώρισης του Έλληνα σκηνογράφου είναι συγκρίσιμο με αυτό του Δ. Μητρόπουλου

ή της Μ. Κάλλας. Ανήκει σε μια γενιά σπουδαία, θρεμμένη από την ελληνική

αστική τάξη, με αρχές, αυτοπειθαρχία και διαρκή οραματισμό του καλύτερου. Η

επιφανής καριέρα του στη Γερμανία συγκρίνεται με αυτή του Ν. Γύζη, ως προς τον

εικαστικό χώρο τουλάχιστον. Υπήρξε από τους πρώτους σπουδαίους Ευρωπαίους

ελληνικής καταγωγής.

Τι έδωσε στη σκηνογραφία: Ένας θαυματοποιός της σκηνής. Τα κείμενα των

αυστηρότερων Ευρωπαίων κριτικών της εποχής δεν τσιγκουνεύονται καθόλου τα

επίθετα. Ο Αραβαντινός ήταν αυτός που ανέπτυξε τη μηχανική πλευρά της

σκηνογραφίας, επινοώντας τεχνικές λύσεις, δίνοντας στην όπερα το μεγαλείο και

την αφηγηματικότητα (εναλλαγές σκηνών) που χρειαζόταν. Σ’ αυτήν τη στέρεη βάση

πρόσθετε εμπνευσμένες πινελιές από χρώματα και σχήματα, χάρη στις οποίες η όλη

παράσταση γινόταν συναρπαστικό παραμύθι. Τα ντοκουμέντα της έκθεσης δεν μου

επιτρέπουν να επεκταθώ, αλλά διαισθάνομαι ότι ο καλλιτέχνης αυτός συνέλαβε

καθοριστικά την έννοια του «Ολικού Έργου» (Gesamtkunstwerk) του Ρ. Βάγκνερ,

για την εναρμονισμένη συνεργασία όλων των επιμέρους τεχνών που φτιάχνουν την

όπερα. Ενδεχομένως να πρέπει να συσχετισθεί και με τον υψηλού επιπέδου

γερμανικό κινηματογράφο του Μεσοπολέμου, π.χ. τον σκηνοθέτη Φρ. Λανγκ που

καθιέρωσε στις ΗΠΑ το χολιγουντιανό ύφος, αυτό που νοστάλγησε ο Στ. Σπίλμπεργκ

ή καλλιεργεί τώρα η εικονική πραγματικότητα των υπολογιστών. Τεχνική και

φαντασία σε δημιουργικό εναγκαλισμό.

Ο Μεσοπόλεμος και η Ευρώπη: Όσα ενσωμάτωσε στη δουλειά του ο

Αραβαντινός δεν είναι μόνο σκηνογραφική υπόθεση. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν

η κεντρική σύγκρουση του 20ού αιώνα, προσδιόρισε τον Β’ και τη ρωσική

επανάσταση των μπολσεβίκων. Το τότε Βερολίνο ήταν σταυροδρόμι των τάσεων στις

ιδέες, στην τέχνη, στη δυναμική των λαών. Από τις σκηνογραφίες του Αραβαντινού

ένα εικαστικά ασκημένο βλέμμα οδηγείται σε μια καλλιτεχνική ψυχή η οποία

έπλεκε το εγκώμιο των αρχέγονων υλικών του ονείρου, του ψυχικού ταξιδιού, της

φαντασίας ξεπερνώντας τα εικαστικά κινήματα της εποχής – εξπρεσιονισμό, αρ

νουβό, ρωσικό κονστρουκτιβισμό κ.ά. Η «αρχηγική» αυτή στάση του Αραβαντινού,

αναδύει και μια πρόταση για συγκρητισμό, για συμμετοχή της ατομικής του

πατρίδας στα τεκταινόμενα στο κέντρο της τότε Ευρώπης.

Ανάγκη για περισσότερη αρχειακή έρευνα: Με παραδειγματικό τρόπο η

έκθεση και ο μουσειακός κατάλογος του Μεγάρου αναδεικνύουν και την τεράστια

σημασία του αρχειακού υλικού. Είχαμε την ευτυχία να σωθεί αυτό το εκτεταμένο

σώμα ντοκουμέντων που συναποτελεί την έκθεση, μαζεμένο από ελληνικά και ξένα

ιδρύματα. Ας σκεφτούμε πόσα άλλα χάνονται κάθε μέρα και μαζί τους πόση γνώση,

ατομική ή συλλογική μνήμη, πολιτιστική ταυτότητα, προοπτική στον Χρόνο.

INFO

Πάνος Αραβαντινός, «Τα χρόνια του Βερολίνου», 300 λάδια, σχέδια, μακέτες, και

ντοκουμέντα για τη ζωή και το έργο του μεγάλου Έλληνα σκηνογράφου. Μέγαρο

Μουσικής (Βασ. Σοφίας και Κόκκαλη, 210-7282333). Έως 15 Ιανουαρίου.