Δύο φωτογραφίες – ταξίδι στον χρόνο και τη ζωή του Μανώλη Φατσέα. Η πρώτη

(πάνω) τραβηγμένη από τον ίδιο το 1939, μόλις είχε αναλάβει το φωτογραφικό

εργαστήρι του πατέρα του Παναγιώτη, μπροστά στο οποίο φωτογραφίζεται από τον

Γιάννη Σταθάτο, 73 χρόνια μετά (αριστερά)

«Όταν τις αντίκρυσα για πρώτη φορά, το θέαμα ήταν απελπιστικό. Η υγρασία είχε

διαβρώσει τα χάρτινα κουτιά και είχε φτάσει στις γυάλινες πλάκες. Λάσπη, σκόνη

και σοβάδες τις έκαναν να μοιάζουν με άμορφη μάζα…».

Η αγάπη και το μεράκι του καλλιτεχνικού διευθυντή των «Φωτογραφικών

Συναντήσεων Κυθήρων» Γιάννη Σταθάτου έφεραν σε πέρας μία ιδιαίτερα δύσκολη

αποστολή, αντιμετωπίζοντας τον πιο αμείλικτο εχθρό, τη φθορά του χρόνου. Το

φωτογραφικό αρχείο του Κυθήριου Παναγιώτη Φατσέα, που έζησε στο νησί στις

αρχές του περασμένου αιώνα, ήρθε στο φως 75 χρόνια μετά τον θάνατό του.

Σ’ ένα κτίριο με τρία δωμάτια, το φωτογραφικό εργαστήρι, παρέμενε

εγκαταλελειμμένο τα τελευταία 20 χρόνια, όταν ο γιος του Μανώλης Φατσέας

εγκατέλειψε οριστικά τη φωτογραφία. Πίσω από τις ερμητικά κλειστές πόρτες του

πλανιόνταν οι προσωπικές ιστορίες ανθρώπων, οι μνήμες του νησιού ολόκληρου,

αποτυπωμένες σε 2.000 γυάλινες πλάκες, που μαρτυρούν παράλληλα την ίδια την

ιστορία της φωτογραφικής τέχνης.

Δύο αγόρια του Δημοτικού από τα Κύθηρα, φωτογραφημένα τη δεκαετία του ’20,

από τον Παναγιώτη Φατσέα

«Ήξερα για την ύπαρξη του αρχείου. Όμως επικρατούσε η αντίληψη ότι ο χρόνος το

είχε καταστρέψει ολοσχερώς», λέει στα «ΝΕΑ», ο κ. Σταθάτος, που μοιράζει τη

ζωή και το καλλιτεχνικό του έργο μεταξύ Λονδίνου και Κυθήρων. «Τον περασμένο

χειμώνα έπεισα τον γιο του Παναγιώτη Φατσέα να πάει στο παλιό εργαστήρι και να

μου φέρει κάποιες πλάκες».

Όταν πήρε στα χέρια του τα πρώτα δείγματα, παρά την κατεστραμμένη τους όψη,

δεν απελπίστηκε. «Ήταν κουτιά με 10-15 πλάκες μέσα. Ο Φατσέας ήταν ιδιαίτερα

επιμελής. Έγραφε πάνω στα κουτιά χρονολογίες και τα ταξινομούσε με αύξοντες

αριθμούς».

Ο Γιάννης Σταθάτος αφιέρωσε ένα δωμάτιο του σπιτιού του και πολλές ώρες από

τον χρόνο του για να αποκαλύψει τις μαυρόασπρες εικόνες. «Αφαιρούσα με τα

χέρια μου αργά και προσεκτικά τα υπολείμματα των χαρτονιών. Καθάριζα την

πλευρά του γυαλιού με αποσταγμένο νερό και εκείνη της ζελατίνας με βαμβάκι.

Στη συνέχεια τις έβαζα σε ειδικές θήκες, ώστε να διατηρηθούν».

Όσο η διαδικασία προχωρούσε, μπροστά στα μάτια του Γιάννη Σταθάτου

αποκαλύπτονταν εκτός των άλλων κι ένας εξαίρετος φωτογράφος. Ένας καλλιτέχνης

που είχε αποτυπώσει στις πλάκες του μία ολόκληρη γενιά Τσιριγωτών, όπως

ονόμαζαν για αιώνες οι Βενετσιάνοι του κατοίκους των Κυθήρων.

«Δύο μεροκάματα για έξι καρτ ποστάλ»

Λίγο μετά τον γάμο του, το 1930, το ζευγάρι των Κυθήρων, απαθανατίζεται από

τον φωτογραφικό φακό του Π. Φατσέα

«Πιστεύω ότι ο Παναγιώτης Φατσέας θα θεωρηθεί ένας από τους κορυφαίους των

αρχών του 20ου αιώνα», σημειώνει ο κ. Σταθάτος, εξηγώντας, ότι προφανώς ούτε ο

ίδιος και οι απόγονοί του είχαν συνειδητοποιήσει την αξία του έργου.

Ο Παναγιώτης Φατσέας είχε γεννηθεί το 1888 στο Λιβάδι. Επιστρέφοντας το 1912

από τις Ηνωμένες Πολιτείες, πήγε εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους και λίγο

μετά το 1920 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο νησί του. Μαζί του κράτησε και την πρώτη

φωτογραφική μηχανή που γνώρισαν ποτέ τα Κύθηρα.

«Η φτώχεια στο νησί έκανε τη μετανάστευση να φαντάζει ως τη μόνη λύση»,

περιγράφει ο κ. Σταθάτος. «Παρά το γεγονός ότι η φωτογραφία τότε θεωρούνταν

είδος πολυτελείας για τους φτωχούς Κυθήριους, δεν δίσταζαν να πληρώνουν για να

στείλουν φωτογραφίες τους στους συγγενείς τους, που βρίσκονταν εκατοντάδες

χιλιόμετρα μακριά».

Ένα υποτυπώδες εργαστήριο, χωρίς ηλεκτρισμό, σ’ ένα δωμάτιο με τζαμαρίες,

εκεί, γύρω στις αρχές του 1920, ήταν το πρώτο φωτογραφείο των Κυθήρων, όπως το

θυμάται και το περιγράφει στα «ΝΕΑ», ο 90χρονος σήμερα γιος του Παναγιώτη

Φατσέα, ο Μανώλης.

Από αυτό το εργαστήριο σαν να πέρασε ολόκληρη η ιστορία του νησιού, τα τρυφερά

λόγια και η προσμονή των ντόπιων για τους δικούς τους ανθρώπους, τους πατέρες,

τους γιους και τους συζύγους, που έφευγαν στο εξωτερικό αναζητώντας μία

καλύτερη τύχη. «Θυμάμαι τη δεκαετία του ’30 πλήρωναν 100 δραχμές, δηλαδή δύο

μεροκάματα, για έξι καρτ ποστάλ. Τα Κύθηρα είχαν τότε 10.000 κατοίκους».

Ο μικρός τότε Μανώλης βρισκόταν σχεδόν καθημερινά μετά το σχολείο στο

εργαστήριο του πατέρα του. «Ήταν ανοιχτόμυαλος άνθρωπος. Με άφηνε να

παρακολουθώ την τέχνη του. Κι έτσι την είχα μάθει αρκετά καλά, όταν στα 15 μου

χρόνια αναγκάστηκα να αναλάβω εγώ το εργαστήριο», θυμάται ο 90χρονος σήμερα

φωτογράφος.

Εκτός από πορτρέτα, ο Παναγιώτης Φατσέας φωτογράφιζε και τοπία, τα οποία έδινε

σε μοναστήρια. Ο Μανώλης Φατσέας σταμάτησε τη φωτογραφία στις αρχές του ’80,

όταν όπως ο ίδιος λέει, «τα καινούργια φωτογραφικά καταστήματα στο νησί και η

νέα τεχνολογία τον άφησαν πίσω».

Ευαγγελία Λουράντου

«Είδα τη μάνα μου και τη γιαγιά μου στα νιάτα τους!»

Η 68χρονη σήμερα Ευαγγελία Λουράντου αναγνώρισε τη μητέρα της (στην παλιά

φωτογραφία, αριστερά), όταν αντίκρυσε τη γυάλινη πλάκα από το αρχείο του Π.

Φατσέα

Σ’ ένα μακρινό ταξίδι στον χρόνο οδήγησε την 68χρονη σήμερα Ευαγγελία

Λουράντου η ανακάλυψη και ανάδειξη του φωτογραφικού αρχείου του Παναγιώτη

Φατσέα.

Μία φωτογραφία, τραβηγμένη από τον Παναγιώτη Φατσέα, έγινε η αφορμή. «Όταν την

είδαμε για πρώτη φορά, αφού την είχε καθαρίσει ο κ. Σταθάτος, ο γιος μου ήταν

σίγουρος. Μαμά, αυτή είναι η γιαγιά, μου είπε». Η κ. Ευαγγελία όμως διατηρούσε

αμφιβολίες. Η μητέρα της, Γρηγορία Κασσιμάτη, γεννημένη στα Κύθηρα το 1904,

δεν ήταν πάνω από 17 ετών στη φωτογραφία. «Μου είναι δύσκολο να το πιστέψω».

Το βλέμμα και οι μακριές χοντρές κοτσίδες της γυναίκας στη φωτογραφία οδήγησαν

την κ. Λουράντου στο πατρικό σπίτι της μητέρας της σ’ έναν μικρό οικισμό του

νησιού, όπου σήμερα ζει ο θείος της κ. Ευαγγελίας. «Θέλω να δω όλες τις

φωτογραφίες», είπε στο θείο της. Έτσι κι έγινε. «Ώσπου βρήκαμε την πρωτότυπη.

Ήμουν πλέον βέβαιη. Η γυναίκα στη φωτογραφία είναι η μητέρα μου και δίπλα της

είναι μία θεία μου. Η συγκίνηση δεν περιγράφεται. Δεν χορταίνω να την βλέπω».

Η Γρηγορία Κασσιμάτη είχε στείλει την φωτογραφία στον αδερφό της που είχε

φύγει μετανάστης τότε στην Αμερική. «Αγαπημένε μου αδερφέ, σου στέλνω τη

φωτογραφία μου για να δεις τη φάτσα μου», έγραφε στην πίσω πλευρά μεταξύ

άλλων. Λίγο αργότερα, το αρχείο του Παναγιώτη Φατσέα επιφύλασσε άλλη μία

έκπληξη στην κ. Λουράντου. Η δεύτερη φωτογραφία που βρέθηκε δεν είχε μόνο τη

μητέρα της αλλά και τη γιαγιά της!

Και στο Άγιον Όρος

Γυάλινες φωτογραφικές πλάκες στην Ελλάδα είχαν «ανακαλυφθεί» το 1991 και στο

Άγιον Όρος. Ο ιερομόναχος Ιουστίνος ο Σιμωνοπετρίτης είχε βρει ξεχασμένα σε

αποθήκες της αγιορείτικης πολιτείας δεκάδες εγκαταλελειμμένες πλάκες (κάποιες

είχαν χρησιμοποιηθεί και ως τζάμια σε… παράθυρα!) με εικόνες από την

καθημερινή ζωή των μοναχών στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα –

ανάμεσά τους και πλάκες του διάσημου Ελβετού φωτογράφου Φρεντ Μπουασονά.

Με προσωπική δουλειά και επίμονη προσπάθεια, ο ιερομόναχος Ιουστίνος κατάφερε

να σώσει τις πλάκες, οι οποίες, όπως και στην περίπτωση των Κυθήρων, δεν ήταν

συντηρημένες. Το 1992 πραγματοποιήθηκαν τέσσερις κύκλοι εκθέσεων της

«Αγιορείτικης Φωτοθήκης», στο Πολιτιστικό Κέντρο της Εθνικής Τράπεζας στη

Θεσσαλονίκη.

Στη μακρόχρονη ιστορία της φωτογραφίας, η τεχνοτροπία με τις γυάλινες πλάκες

κατατάσσεται ένα βήμα πριν από την εμφάνιση του ασπρόμαυρου φωτογραφικού φιλμ.

Χρησιμοποιούνταν ήδη από τον 19ο αιώνα και εγκαταλείφθηκαν από τους

φωτογράφους στις αρχές της δεκαετίας του ’40, αν και στη χώρα μας υπήρχαν έως

και τη δεκαετία του ’50. «Η ζελατίνα με το αρνητικό ήταν κολλημένη σε γυάλινο

υπόστρωμα και όχι σε φιλμ», εξηγεί ο κ. Σταθάτος. «Το μέγεθος του αρνητικού

στις γυάλινες πλάκες είναι εξαπλάσιο από τα 35 χιλιοστά των γνωστών μας σήμερα

φιλμ. Αυτό σημαίνει ότι οι λεπτομέρειες αποτυπώνονταν πολύ καλύτερα στο μεγάλο αρνητικό».

INFO

Η έκθεση με θέμα τα Κύθηρα, όπου συμμετέχουν Έλληνες και ξένοι καταξιωμένοι

φωτογράφοι, πραγματοποιείται 25-28 Οκτωβρίου στην Πολιτιστική Εταιρεία Κυθήρων

στη Χώρα του νησιού. Πληροφορίες, τηλ. 07360-31666, e-mail: info@kytheraphoto.com.