Ο Δημήτρης Βαραλής γεννήθηκε στα 1965 στην Ανακασιά του Βόλου και παραμένει

έως τα σήμερα εκεί «δεμένος» με το μαγικό βουνό που ονομάζεται Πήλιο. Από πολύ

μικρός ξεκίνησε να ασχολείται με τη χιονοδρομία, την ορειβασία και γενικότερα

τις δραστηριότητες στη φύση. Σήμερα είναι δάσκαλος του σκι, κάνει μελέτες για

την ανάπτυξη των ορεινών όγκων, με έμφαση στον εναλλακτικό τουρισμό, και

επαγγέλλεται «συνοδός βουνού»:

«Ανήκει στα καινούργια επαγγέλματα… ξέρεις, αυτά που χρειάζεται κατ’ αρχήν

μεράκι για να τα κάνεις! Ο συνοδός βουνού μπορεί να συνοδεύσει ανθρώπους στο

βουνό χωρίς να χρησιμοποιήσει τεχνικά μέσα (π.χ. δεν μπορεί να κάνει

αναρρίχηση με σχοινιά). Αναγνωρίζεται από την Ομοσπονδία σαν επάγγελμα, αλλά η

Πολιτεία δεν έχει ορίσει κανένα θεσμικό πλαίσιο. Οι συνοδοί βουνού είναι

κάποιοι ρομαντικοί που προσπαθούν να επιβιώσουν από μόνοι τους.

Οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει τον συνοδό, τον ξεναγό σε μονοπάτια, χωρίς να

χρειάζεται κάποιο πτυχίο, χωρίς κανέναν έλεγχο, χωρίς να υπάρχει ένας απλός

φορέας που να παρέχει ασφάλεια στους ανθρώπους που περπατάνε. Στο εξωτερικό

είναι διαφορετικά τα πράγματα. Σου λένε: Εδώ είναι το πάρκο… αυτοί είναι οι

ειδικευμένοι συνοδοί… να και τα τηλέφωνά τους. Στην Ελλάδα έρχονται οι

συνοδοί του εξωτερικού, κάνουν τη δουλειά μας στον τόπο μας και εμείς

καθόμαστε και τους κοιτάμε!».

Ο Δημήτρης Βαραλής επί το έργον. Αριστερά, καθισμένος σε ξύλινο «θρόνο», στο

μονοπάτι για την Ι.Μ. Φλαμουρίου στο βόρειο Πήλιο

Ο Δημήτρης δεν απογοητεύεται εύκολα και έχει μάθει πως όλα σ’ αυτή τη

ζωή αποκτιούνται με κόπο. Και επειδή αγαπάει αυτό που κάνει, το χαμόγελο

έρχεται στα χείλη αβίαστα.

«Κάθε φορά που περπατάω στο Πήλιο, έχοντας μια ομάδα μαζί μου, νιώθω πως τους

φιλοξενώ στον τόπο μου. Είμαι όλη την ώρα μαζί τους όχι σαν αρχηγός, αλλά σαν

πατέρας που φροντίζει τα παιδιά του. Οι ξένοι γνωρίζουν καλά τον ρόλο του

συνοδού και είναι πολύ τυπικοί, αλλά ελάχιστα εκδηλωτικοί… οι Έλληνες είναι

ό,τι καλύτερο! Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να πούμε ότι ο Έλληνας βαριέται να

περπατάει. Προτιμάει τις δραστηριότητες που έχουν «fun», όπως το ράφτινγκ για

παράδειγμα, γιατί δεν θα κουραστεί ιδιαίτερα, θα φορέσει ωραίες στολές και θα

βγάλει φωτογραφίες να τις δείξει! Ακόμα και στην περίπτωση που έχει πληρώσει

για να περπατήσει σε ένα παλιό πηλιορείτικο καλντερίμι, για να ξεκινήσει

χρειάζεται «ψήσιμο».

Την ίδια στιγμή ο συνοδός θα πρέπει να κάνει ένα μίνι ψυχογράφημα των μελών

της ομάδας, να αποφασίσει εάν θα αντεπεξέλθουν στην επιλεγμένη πορεία και

πολλές φορές να την φέρει στα μέτρα των δυνατοτήτων όσων συμμετέχουν. Αφού

ξεκινήσει όμως, ο Έλληνας κάνει έναν ολόκληρο αγώνα για να φτάσει μέχρι το

τέλος, ρωτάει συνεχώς με σκοπό να μάθει όσο μπορεί περισσότερα για τον τόπο

και όταν τα καταφέρει είναι πια πολύ ευτυχισμένος και εκδηλωτικός.

Ενθουσιασμένος, υπόσχεται ότι θα το ξανακάνει, πράγμα που δεν γίνεται σχεδόν

ποτέ!».

Τον ρωτώ για το περπάτημα και τις ευεργετικές του ιδιότητες… η

απάντηση είναι εύκολη:

«Το περπάτημα είναι ένας τρόπος διαφυγής πολύ ήρεμος και χαλαρωτικός. Μπορεί

να το κάνει οποιοσδήποτε και το μόνο που χρειάζεται είναι ένα ζευγάρι

παπούτσια και ένα παγούρι νερό. Την ώρα που περπατάς δεν χρειάζεται να

σκεφτείς τίποτε, αλλά βλέπεις, ακούς, μυρίζεις, πιάνεις, αισθάνεσαι

περισσότερα. Έχεις τον χρόνο για να τα απολαύσεις. Απολαμβάνεις πολύ

περισσότερο ένα ποτήρι νερό που στην πόλη δεν το εκτιμάς. Είναι το πιο κοντινό

πράγμα στη φύση, είναι ουσιαστική επαναφορά στις βασικές σου ανάγκες».

«Το βουνό είναι το σπίτι μου»

«Το Πήλιο είναι η ίδια μου η ζωή, ο φυσικός μου χώρος, το σπίτι

μου…». Ο Δημήτρης μιλάει δίχως στόμφο, αλλά με πολλή αλήθεια και πάθος…

«Για μένα είναι το βουνό βουνών καμάρι, έχει αξεπέραστη γλυκάδα, είναι φιλικό,

δεν έχει γκρεμούς και χαράδρες, τα δέντρα φτάνουν μέχρι την κορυφή και φυσικά

περιβάλλεται από θάλασσα. Έχει μεγάλη ιστορία, διατηρεί έντονα παραδοσιακά

στοιχεία και είναι πυκνοκατοικημένο… δεν είναι μονάχο του, χωρίς ανθρώπους,

αλλά αντίθετα χαρακτηρίζεται απ’ αυτούς. Προσωπικά, προσπαθώ να μην το ενοχλώ

και εμποδίζω και άλλους να κάνουν κάτι τέτοιο. Μπορεί να είμαι λίγο

ερωτευμένος με τα βουνά της Ρούμελης, αλλά το μάτι μου έχει συνηθίσει να

βλέπει θάλασσα από ψηλά! Απίστευτη εικόνα. Εκείνο το κομμάτι του Πηλίου που θα

μπορούσα να ξεχωρίσω είναι το βόρειο, πέρα από το χωριό Πουρί. Έχει ακόμα

παρθένες γωνιές, που με αγκαλιάζουν και με ηρεμούν!».

INFO

Αν θέλει κανείς να φτάσει στο Πήλιο, πρέπει πρώτα να περάσει από την πόλη του

Βόλου η οποία απέχει 320 χλμ. από την Αθήνα και 220 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη.