Αναφέρομαι στο άγνωστο προσωπικό μου δράμα, το οποίο συνοψίζεται στη φράση:

«Πώς να πάω στη δουλειά μου στην ώρα μου χρησιμοποιώντας μέσα μαζικής

μεταφοράς;».

Ρητορικό είναι το ερώτημα, κύριε υπουργέ, μην ανησυχείτε, δεν περιμένω

απάντηση. Κανένας Αθηναίος δεν περιμένει απάντηση. Έχουμε όλοι προ πολλού

απελπιστεί. Ειδικά κάτι παράφρονες ρομαντικοί τύπου Μπάιρον, που νόμιζαν ότι

θα σώσουν την πόλη αρνούμενοι να αγοράσουν την αμαξάρα Ι.Χ. με χίλιες

δεκαεξαμηνιαίες δόσεις, να αράξουν μέσα, να βάλουν το CD player στη διαπασών

με Καιτούλα Γαρμπή, να φασκελώνουν τους διπλανούς τους για ψυχαγωγία και να

παρκάρουν τελικά πάνω στα πεζοδρόμια. Είμαστε η σιωπηρά μειοψηφία, κύριε

υπουργέ, τάγματα ξυπόλητα κατά Σαββόπουλο. Δεν ασχολείστε μαζί μας, το έχουμε

πάρει απόφαση. Δεν είμαστε πολίτες για σας, ο σωστός πολίτης είναι

εποχούμενος.

Είμαστε περιθωριακοί, ιδιόρρυθμοι ή απλούστατα πλάνητες και πένητες,

Αλβανοί και Φιλιππινέζες, γέροντες και μαθητές, άνθρωποι χωρίς κύρος τέλος

πάντων, γιατί να ασχοληθείτε μαζί μας; Ίσως να μας έχει πάρει το μάτι σας

φευγαλέα περνώντας με την υπουργική Μερσεντές να καθόμαστε όλοι μας

απηυδησμένοι στις στάσεις, κάτω από τον ήλιο ή τη βροχή και να μονολογούμε

βρίζοντας. Ίσως όμως να μη μας έχει πάρει το μάτι σας γιατί οι υπουργικές

Μερσεντές πάνε σφαίρα, υπάρχει προφανώς υπουργιόδρομος στην Αθήνα,

αποτελεσματικότατος μάλιστα, σε αντίθεση με τον λεωφορειόδρομο που απέτυχε

οικτρά γιατί κανένας ποτέ δεν τον πήρε σοβαρά ­ ούτε η Τροχαία και συνεπώς

ούτε οι οδηγοί.

Εγώ ομολογουμένως δεν πένομαι. Θα μπορούσα να πάρω Ι.Χ. και μάλιστα χωρίς

δόσεις. Δεν πήρα όμως. Πήγαινα γυρεύοντας δηλαδή. Ο Αλβανός συνοδοιπόρος μου

έχει – μάλλον – μια δικαιολογία, ένα όραμα. Θα μαζέψει λεφτά και κάποτε θα το

πάρει το μεταχειρισμένο και θα γλιτώσει απ’ αυτή την κοροϊδία. Το δικό μου το

όραμα ποιο είναι; Τι να πω στους γονείς μου που με οικτίρουν; Ότι προσδοκώ

βελτίωση της ατμόσφαιρας; Ότι κάνω οικονομία στην εκπομπή ρύπων; Ότι υπονομεύω

το φαινόμενο του θερμοκηπίου; Ότι βάζω το λιθαράκι μου στη βελτίωση της

ποιότητας της ζωής των συμπολιτών μου; Θα με κοιτάξουν σαν τρελή, κύριε

υπουργέ, και σημειώστε είναι γονείς μου, ξέρουν ότι δεν είμαι τρελή, απλώς

παιδιόθεν είχα μία κλίση προς το ανέφικτο.

Ξέρουν επίσης ότι ποτέ δεν κατάφερα να πάω στη δουλειά μου στην ώρα μου κι ας

ξεκινάω 2 ώρες πριν για να κατέβω από το Μαρούσι στο κέντρο. Κι αυτό γιατί έχω

την τύχη να μένω δίπλα στον κομβικότερο ίσως άξονα, την Κηφισίας. Θα περίμενε

κανείς ότι δεκάδες λεωφορείων θα διέσχιζαν την πιο κεντρική λεωφόρο της Αθήνας

μεταφέροντας τον κόσμο από τον Βορρά στον Νότο. Λάθος μέγα. Προχτές, λ.χ.,

είχα στη στάση μισή ώρα περιμένοντας το Α7 ή το Β7. Τελικά πέρασαν δύο Β7

μαζί. Και ήταν ώρα 11 το πρωί, κύριε υπουργέ, όχι 11 το βράδυ. Ρώτησα τον

οδηγό ποιος έξυπνος έκανε αυτόν τον σατανικό προγραμματισμό και μου είπε «Άει

παράτα μας πρωί πρωί, όρεξη έχεις». Δεν είχα όρεξη όμως, κύριε υπουργέ, σας

ορκίζομαι, μου είχε κοπεί από την ηλίαση.

Σήμερα άλλαξα μέσο. Πήρα τον ηλεκτρικό γιατί είχα προφορικές εξετάσεις να κάνω

και δεν ήθελα να στήσω τους φοιτητές μου. Ο ηλεκτρικός είναι πιο προβλέψιμος

γενικά. Έτσι τουλάχιστον διαδίδεται. Όνειρο απατηλό, κύριε υπουργέ – στην

πατρίδα μας άλλωστε άμα σε πουν «προβλέψιμο» σε βρίζουν, δεν σε

κομπλιμεντάρουν.

Ο οδηγός του ηλεκτρικού αίφνης και αναιτίως μας πέταξε έξω από τα

βαγόνια λέγοντάς μας ότι κάποιοι έκαναν κατάληψη στο σταθμό της Ομόνοιας, άρα

ο συρμός σταματάει στην εξωτική περιοχή Πευκάκια. Ιδέα δεν είχα πού ακριβώς

ήταν αυτά τα Πευκάκια και πώς συνδέονταν με την Ακαδημίας που ήταν ο στόχος

μου. Βγήκα λοιπόν απελπισμένη στον δρόμο μαζί με δεκάδες συμπολιτών μου,

ικετεύοντας αμείλικτους ταξιτζήδες να λυπηθούν, αν μη τι άλλο, τους φοιτητές

μου. Σε μισή ώρα κάποιος καταδέχτηκε να με πάρει μαζί με άλλους τέσσερις που

πήγαιναν στα τέσσερα επίσης σημεία του ορίζοντα. Όταν έφτασα κάθιδρη στη Σχολή

με δύο ώρες καθυστέρηση, είχα τη σφοδρή επιθυμία να βάλω από ένα δέκα και

στους 3 φοιτητές που βρήκα να περιμένουν α) γιατί είχαν την υπομονή να

επιμένουν να ελπίζουν και β) γιατί κι αυτοί δεν είχαν αυτοκίνητο. Σε σας όμως,

κύριε υπουργέ, με όλο το θάρρος της μη γνωριμίας μας, θα έβαζα μηδέν.

ΥΓ: Δεν θα σχολιάσω τις ομιλούσες στάσεις που μας ενέσκηψαν τελευταίως. Η

γιαγιά μου πάντως θα έλεγε «Όλα τα ‘χε η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε!». Και

η γιαγιά μου ήτανε σοφή γυναίκα, κύριε υπουργέ, εμπιστευόταν μόνο τα πόδια της…

Η Λένα Διβάνη είναι επίκουρος καθηγήτρια της Διπλωματικής Ιστορίας στη

Νομική Σχολή Αθηνών.