«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει» λέγαν οι παλαιότεροι. Και το

εννοούσαν. Εννοούσαν, πως οι τελευταίες παγωνιές του χειμώνα είναι αυτές του

Κουτσοφλέβαρου. Που φεύγει γρήγορα, με τα κοντά ποδάρια του, για να ‘ρθει ο

Μάρτης. Ένας μήνας με τις καλές του και με τις κακές του, αλλά πάντως με την

άνοιξη στο πέτο του. «… Μα χθες, καθώς με θάρρεψε το γέλιο του Μαρτιού/ και

κίνησα να ξαναβρώ τ’ αρχαία τα μονοπάτια/ στο πρώτο μοσκοβόλημα ενός ρόδου

μακρινού/ μου δάκρυσαν τα μάτια…» τραγουδούσε ο Παλαμάς. Κι από την Ιβηρική

χερσόνησο, τον σιγοντάριζε η φωνή του Λόρκα: «Γυμνή η νύχτα τραγουδάει/ πάνω

στου Μάρτη τα γιοφύρια/ Λούζ’ η Λολίτα το κορμί της/ με νάρδους και γλυφό

νερό/ Κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά…».

Απόψε, λοιπόν, πεθαίνει ο χειμώνας, σύμφωνα με την παροιμία. Από αύριο,

αλλάζουν τα πράγματα. Προς το καλύτερο, φυσικά. Αν κι έχει και ο Μάρτης τις

αναποδιές του: «Μάρτης, γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης». «Του Μάρτη ξύλα

φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια». «Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις

την ημέρα». «Ο Μάρτης μία κλαίει και μία γελάει». «Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος

πέντε φορές εχιόνισε/ και πάλι το μετάγνωσε που δεν εξαναχιόνισε…».

Πάντως, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, από τον Μάρτη ξεκινούσαμε, εδώ, στην

Αθήνα, τα καλοκαιρινά μας μπάνια! Μαζευόμαστε, θυμάμαι, στο άγαλμα του Βύρωνα,

στη γωνιά του Εθνικού Κήπου, καμιά πενηνταριά παιδιά, αμέσως μετά την

παρέλαση, μπαίναμε στο λεωφορείο και γραμμή για το Φάληρο ­ απέναντι από τις

εγκαταστάσεις της Αεροπορίας. Η πρώτη βουτιά, μας τρέλαινε! Τουρτουρίζαμε!

Ύστερ’ από λίγο, όμως, όλα πήγαιναν καλά. Ιδίως όταν μας χαμογελούσαν τα

κοριτσόπουλα, που ‘ρχόντουσαν μαζί μας, χωρίς την άδεια των γονιών τους, για

να κάνουν την πρώτη τους «επανάσταση»…

Είπα «κοριτσόπουλα» και μου ‘ρθε στον νου ο «μάρτης»: ένα «βραχιολάκι» από

τρεις – τέσσερις χρωματιστές κλωστές, που φορούσαν οι γειτονοπούλες μου στον

καρπό του δεξιού τους χεριού, για να μη τις «χτυπήσει» ο ήλιος του Μαρτίου και

μαυρίσουν! Το έθιμο ζητούσε, αυτό το «βραχιολάκι» να φοριέται από την 1η

Μαρτίου, ίσαμε το Πάσχα. Το Πάσχα, το παίρναν οι μανάδες και το ‘καιγαν με τη

φλόγα από το κεράκι της Ανάστασης. Ωραία χρόνια, γεμάτα αθωότητα και σπιτίσια

γλύκα.

«Εφέτος άγρια μ’ έδειρεν η βαρυχειμωνιά/ που μ’ έπιασε χωρίς φωτιά και μ’ ηύρε

χωρίς νιάτα…». Πάλι ο Παλαμάς. Στο ίδιο ποίημα ­ αυτό της αρχής. Είπαμε,

όμως: από αύριο Μάρτης. (Κι έχω και «γενέθλια»: κλείνω 42 χρόνια στα «ΝΕΑ»). Η

άνοιξη, αρχίζει να βάφει τα λουλούδια και τα δειλινά. Και την Παρασκευή, οι

πρώτοι Χαιρετισμοί! Ε, ναι, πάει ­ τελείωσε ο χειμώνας!