Τη μείωση των επιτοκίων βλέπουν, τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος όσο και οι
εμπορικές τράπεζες. Σύμφωνα με τις προβλέψεις τραπεζών, μέχρι το τέλος του
1999 το επιτόκιο Ταμιευτηρίου θα έχει πέσει στο 6%. Η Κεντρική Τράπεζα, όμως,
προτίθεται να παρέμβει, προκειμένου να συγκρατήσει τον ρυθμό μείωσης των επιτοκίων
|
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Λουκάς Παπαδήμος, δεν αποκλείει τη λήψη μέτρων για να γίνει ακριβότερο το χρήμα και για να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός σε επίπεδα που θα εξασφαλίζουν τη σύγκλιση
|
Ολα θα εξαρτηθούν από την πορεία του πληθωρισμού και την προσέγγιση των
μεγεθών της ελληνικής οικονομίας στους στόχους της ΟΝΕ».
Τη θέση αυτή διατύπωσε στην «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» κορυφαίος Έλληνας εμπορικός
τραπεζίτης, απαντώντας στην ερώτηση για το πώς θα κινηθούν τα επιτόκια στη
διάρκεια του 1999 και του 2000. Ο ίδιος τραπεζίτης, προχωρώντας ένα βήμα
παραπέρα, μίλησε για τρία πιθανά σενάρια για τα επιτόκια τα οποία συνδέονται
άμεσα με την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ. «Όλα θα εξαρτηθούν από την είσοδο της
χώρας στην ΟΝΕ. Στην περίπτωση που τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας
εξελιχθούν με βάση το πρόγραμμα σύγκλισης, τότε στο τέλος του 2000 τα ελληνικά
επιτόκια θα προσεγγίσουν αυτά του ευρώ. Στην περίπτωση που η είσοδος
καθυστερήσει έναν χρόνο, γεγονός που δεν το θεωρώ ως πιθανόν, τότε η πορεία
των επιτοκίων θα είναι μεν πτωτική, αλλά με χαμηλότερους ρυθμούς. Τέλος, στην
απίθανη περίπτωση που ο στόχος της ΟΝΕ δεν επιτευχθεί, τότε τα επιτόκια θα
τιναχθούν σε τριτοκοσμικά επίπεδα», έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος τραπεζίτης.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, ξένος επενδυτικός οργανισμός, αλλά και ελληνικές
τράπεζες, έχουν φτιάξει «σενάρια» για την πορεία τόσο των λεγόμενων θεσμικών
επιτοκίων, δηλαδή των επιτοκίων εκείνων με τα οποία παρεμβαίνει η Τράπεζα της
Ελλάδος στην αγορά χρήματος, όσο και εκείνων με τα οποία τα πιστωτικά ιδρύματα
δανείζουν και δανείζονται δραχμές (καταθέσεων και δανείων).
Οι προβλέψεις
Σύμφωνα με τα σενάρια των εμπορικών τραπεζών, που τώρα δανείζουν τις
επιχειρήσεις με επιτόκιο άνω του 14% μέχρι το τέλος του 1999 τα επιτόκια σε
καταθέσεις και δάνεια θα έχουν πτωτική τάση. Έτσι, οι τράπεζες αυτές προβλέπουν:
* Πρώτον: Τα επιτόκια καταθέσεων Ταμιευτηρίου από 8,5% που ήταν τον Δεκέμβριο
1998, στο τέλος του 1999 θα πέσουν στα επίπεδα του 6% περίπου. Η έντονη
πτωτική πορεία στα επιτόκια καταθέσεων, σύμφωνα με τις προβλέψεις των
τραπεζών, θα ξεκινήσει το καλοκαίρι. Για τον Ιούνιο, μάλιστα, διατυπώνεται η
πρόβλεψη ότι το επιτόκιο Ταμιευτηρίου θα πέσει στο 7,25%.
* Δεύτερον: Τα επιτόκια των δανείων (βασικά επιτόκια χορηγήσεων), από 15,50%
που ήταν τον Δεκέμβριο 1998 θα πέσουν στα επίπεδα του 12,50% μέχρι το τέλος
του 1999, δηλαδή θα έχουν πτώση κατά 2 μονάδες.
Η μεγάλη πτώση θα σημειωθεί, σύμφωνα με τις ίδιες προβλέψεις, μετά τον
Σεπτέμβριο και μέχρι τον Δεκέμβριο 1999.
Η επιβεβαίωση των προβλέψεων αυτών σημαίνει ότι θα περιοριστεί η διαφορά
μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων, από 7 ποσοστιαίες μονάδες που ήταν
στο τέλος Δεκεμβρίου 1998, σε 6,75 στο τέλος του 1999. Πάντως για άλλες
τράπεζες που ήδη προσφέρουν δάνεια σε επιχειρήσεις με επιτόκιο στα επίπεδα του
12,5% η μείωση θα είναι μικρότερη.
Όσον αφορά τα θεσμικά επιτόκια, δηλαδή τα επιτόκια με τα οποία παρεμβαίνει η
Τράπεζα της Ελλάδος, ο επενδυτικός οργανισμός MORGAN STANLEY σε ειδική έκθεσή
του προβλέπει συνεχή πτώση τους μέχρι τον Δεκέμβριο του 2000. Αναλυτικά, οι
προβλέψεις αυτές εμφανίζουν:
Πρώτον: Τα επιτόκια παρέμβασης της Κεντρικής Τράπεζας από 12% που είναι τώρα
(Μάρτιος 1999) θα πέσουν στο 8,5% τον Δεκέμβριο 1999 και στο 3,3% τον
Δεκέμβριο 2000.
Δεύτερον: Τα τρίμηνα επιτόκια ATHIBOR από 9,85% τον Μάρτιο 1999 σε 8% τον
Δεκέμβριο 1999 και σε 3,6% τον Δεκέμβριο 2000.
Ανάλογη μείωση βλέπει ο διεθνής οργανισμός και για τα επιτόκια των δεκαετών
ομολόγων (η βάση αξιολόγησης για το κριτήριο της ΟΝΕ) τα οποία, σύμφωνα με
τους συντάκτες της έκθεσης, θα πέσουν τον Δεκέμβριο 2000 στο 4,8% (από 6,17%
σήμερα), με αποτέλεσμα να μειωθεί η διαφορά μεταξύ των ελληνικών και των
γερμανικών επιτοκίων. Πρέπει να σημειωθεί ότι ανάλογες προβλέψεις έχουν
διατυπωθεί και από τμήματα μελετών ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία
«βλέπουν» σημαντική μείωση των επιτοκίων, ώστε το 2001 τα ελληνικά επιτόκια να
έχουν εξομοιωθεί με τα αντίστοιχα του ευρώ σύμφωνα με το ποσοστό κινδύνου της
χώρας, ο οποίος φυσικά θα μηδενιστεί με την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ και την
καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος.
Ερωτηματικά
Αυτό, όμως, που αποτελεί ερωτηματικό, είναι όχι μόνο το επίπεδο ισορροπίας των
επιτοκίων στη διάρκεια των επόμενων 11 μηνών, αλλά και ο ρυθμός αποκλιμάκωσής
τους. Όπως λένε οι ειδικοί, οι παράγοντες που θα επηρεάσουν την πορεία των
επιτοκίων είναι όχι μόνο πολλοί, αλλά και ουσιαστικά ανεξέλεγκτοι, αφού
συνδέονται όχι μόνο με τη γενικότερη πορεία των μεγεθών της ελληνικής
οικονομίας, αλλά και με εξωγενείς παράγοντες, όπως π.χ. το πολιτικό κλίμα, η
εξέλιξη των διαρθρωτικών αλλαγών που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση κ.ά.
Πάντως, σε όλη αυτήν τη διαδικασία υπάρχουν ορισμένα δεδομένα, τα οποία
καθορίζουν και την πολιτική επιτοκίων των εμπορικών τραπεζών.
Έτσι, κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη των επιτοκίων, τουλάχιστον στους αμέσως
επόμενους μήνες, θα έχει η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία δεν φαίνεται να
επιθυμεί σύντομη αποκλιμάκωση, τόσο στις καταθέσεις όσο και στις χορηγήσεις.
Τη θέση της αυτή έχει κάνει γνωστή και στους επικεφαλής των μεγάλων εμπορικών
τραπεζών σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις, συναντήσεις που είχαν με την ηγεσία της
Τραπέζης της Ελλάδος. Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, μάλιστα, εμφάνιζαν τους
επικεφαλής των τραπεζών να έχουν συμφωνήσει με την Τράπεζα της Ελλάδος να
ακολουθήσουν συντηρητική πολιτική επιτοκίων στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Ο δεύτερος γύρος
|
|
Ενδεικτικό των θέσεων που επικρατούν στην Κεντρική Τράπεζα είναι η άποψη που
διατύπωνε την προηγούμενη εβδομάδα κορυφαίο στέλεχός της, όταν ρωτήθηκε για το
αν η προσδοκώμενη μείωση του πληθωρισμού τον Μάρτιο μπορεί να σηματοδοτήσει
έναν δεύτερο γύρο μείωσης των επιτοκίων.
«Όχι με τον σημερινό πληθωρισμό. Για να γίνει αυτό, ο πληθωρισμός θα πρέπει να
πέσει κάτω από το 3%», είπε χαρακτηριστικά.
Πάντως, με την άποψη αυτή φαίνεται ότι συμφωνούν και οι επικεφαλής εμπορικών
τραπεζών. Κορυφαίος παράγων της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, απαντώντας στην
ερώτηση για το κατά πόσον τον Απρίλιο μπορεί να υπάρξει μεγάλη μείωση των
επιτοκίων, είπε: «Δεν βλέπω σοβαρή μείωση».
Μέτρα
Πάντως, η Τράπεζα της Ελλάδος φαίνεται αποφασισμένη να προχωρήσει στη λήψη
μέτρων, στην περίπτωση κατά την οποία οι τράπεζες που δίνουν τον τόνο της
αγοράς δεν προσαρμόσουν την επιτοκιακή τους πολιτική στον στόχο της μείωσης
του πληθωρισμού και την πολιτική επιτοκίων της Τράπεζας. Σε ανεπίσημες
συζητήσεις, στελέχη της Κεντρικής Τράπεζας λένε ότι σε περίπτωση που δεν
υπάρξει προσαρμογή των τραπεζών στον στόχο για μείωση του πληθωρισμού, δεν θα
πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο καθιέρωσης κατώτατου ορίου στα επιτόκια
Ταμιευτηρίου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το μέτρο αυτό καταργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του
’90. Επίσης, η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να παρέμβει, με τη λήψη μέτρων που θα
στοχεύουν στη διαφάνεια των ισολογισμών των τραπεζών, γεγονός που θα τις
αναγκάσει να γίνουν προσεκτικότερες, τόσο στις χορηγήσεις των δανείων τους όσο
και στον ρυθμό μείωσης των επιτοκίων καταθέσεών τους.
Πρέπει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι από τώρα η Τράπεζα της Ελλάδος αντιμετωπίζει
με μεγάλο σκεπτικισμό την προοπτική μείωσης των εισοδημάτων μιας μεγάλης
μερίδας καταθετών που θα προέλθει από τη μείωση των επιτοκίων καταθέσεων.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ανάλογο πρόβλημα παρουσιάστηκε τα τελευταία χρόνια
στην Ιταλία, όταν τα επιτόκια καταθέσεων από 7-8% που ήταν βρέθηκαν στο
2-2,5%. Αυτό από την πλευρά του προκάλεσε υφεσιακή τάση στην ιταλική
οικονομία.
Το φαινόμενο αυτό, βλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος, να πλήττει την ελληνική
οικονομία μετά το 2001.
Οι παράγοντες
Από την άλλη πλευρά, η πολιτική επιτοκίων συναρτάται και από τις υποχρεώσεις
που απορρέουν από τη συμμετοχή στην ΟΝΕ, καθώς η Κεντρική Τράπεζα οφείλει τους
επόμενους 21 μήνες:
Πρώτον. Να μειώσει τα επιτόκια παρέμβασής της στα επίπεδα του ευρώ, δηλαδή 3%.
Δεύτερον. Να περιορίσει το ποσοστό υποχρεωτικών καταθέσεων των τραπεζών, αλλά
και τις αποδόσεις τους.
Τρίτον. Να προσαρμόσει σταδιακά τη δραχμή στην κεντρική της ισοτιμία έναντι
του ευρώ, δηλαδή στις 353,109 δραχμές.
Όλα αυτά τα στοιχεία, σύμφωνα με τους αναλυτές, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι
βραχυπρόθεσμα η πολιτική της «σκληρής δραχμής» θα καθηλώσει τα επιτόκια της
Κεντρικής Τράπεζας σε υψηλά πραγματικά επίπεδα.
Στον βαθμό που στο β’ εξάμηνο του 1999 ο πληθωρισμός υποχωρήσει, τότε θα
υπάρξει και σχετική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, που θα συνδυάζεται με
διολίσθηση της δραχμής έναντι του ευρώ.
Πάντως, οι αναλυτές σημειώνουν ότι η μεγαλύτερη μείωση των δραχμικών επιτοκίων
θα γίνει το β’ εξάμηνο του 2000, όπως ακριβώς έγινε και στην Ιταλία.
Το Παρίσι και η Αθήνα
Πάντως τραπεζικά στελέχη επισημαίνουν μιλώντας στην «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» ότι με την
ένταξη της Ελλάδος στην ΟΝΕ «δεν θα υπάρχει καμμία διαφορά στα επιτόκια μεταξύ
του Παρισιού και της Αθήνας. Αυτό θα ισχύσει τόσο για το κόστος δανειοδότησης
των επιχειρήσεων όσο και στα στεγαστικά δάνεια. Αντίθετα, στα προϊόντα
καταναλωτικής πίστης τα επιτόκια θα είναι υψηλότερα από τα αντίστοιχα
ευρωπαϊκά».
Όμως ο ίδιος τραπεζίτης έλεγε ότι στα προϊόντα στεγαστικής πίστης σε EURO που
διατίθενται ήδη από τις τράπεζες τα επιτόκια είναι περίπου σε ευρωπαϊκά
επίπεδα αφού τα επιτελεία τραπεζών από τη μια πλευρά έχουν προεξοφλήση την
ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ ενώ από την άλλη στα πλαίσια του ανταγωνισμού
σπεύδουν να προσαρμόσουν τα επιτόκιά τους στα επίπεδα του ανταγωνισμού. Αυτό
όμως είναι το στοιχείο το οποίο έχει ενοχλήσει την Τράπεζα της Ελλάδος στελέχη
της οποίας θεωρούν ότι οι δανειολήπτες προεξοφλόντας κι αυτή την μείωση των
επιτοκίων δανείζονται περισσότερο από ότι τους επιτρέπουν οι οικονομικές τους δυνατότητες.
Πάντως, οι ενδείξεις συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η κεντρική τράπεζα
τουλάχιστον στη σημερινή φάση, είναι αποφασισμένη να μην επιτρέψει να ρίξουν
πολύ τα επιτόκιά τους. «Θα πρέπει στις κινήσεις που αφορούν τα επιτόκια να
περιμένουν το σήμα τις Τράπεζας της Ελλάδος», έλεγε χαρακτηριστικά κορυφαίο
στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος που ρωτήθηκε σχετικά με τις θέσεις του
ιδρύματος στην πολιτική επιτοκίων. Όλες όμως οι ενδείξεις συγκλίνουν στο
συμπέρασμα ότι στη διάρκεια του β’ δεκαημέρου Απριλίου δεν θα πρέπει να
αποκλειστεί το ενδεχόμενο ορισμένες τράπεζες να προχωρήσουν σε οριακές
μειώσεις των επιτοκίων τους.
Αναφορικά με την πορεία των λεγομένων θεσμικών επιτοκίων, μελέτες τραπεζών
αναφέρουν ότι «τα επιτόκια παρέμβασης της Τράπεζας της Ελλάδος θα μειωθούν
κατά 1,5-2% στο τέλος του 1999 ενώ παράλληλα η διαφορά απόδοσης των ομολόγων
του Ελληνικού Δημοσίου δεκαετούς διάρκειας από τα αντίστοιχα γερμανικά θα
συρρικνωθεί από 1,9%-2% σε 1,2-1,4%».
Όλες οι ενδείξεις όμως συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι τελικά η πορεία των
επιτοκίων θα εξελιχθεί σε θρίλερ αφού είναι πιθανόν να βρεθούν αντιμέτωποι η
Τράπεζα της Ελλάδος με το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας αλλά και με τις
εμπορικές τράπεζες οι οποίες θέλουν να μην ανακόψουν την πορεία της
κερδοφορίας τους.
Προβληματισμός επικρατεί στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με την επιτάχυνση
της πιστωτικής επέκτασης, κυρίως, στην καταναλωτική πίστη. Από την Κεντρική
Τράπεζα διατυπώνεται η εκτίμηση ότι η μεγάλη αύξηση του δανεισμού
αντιστρατεύεται τον στόχο για μείωση του πληθωρισμού στο 2%. Μάλιστα στην
έκθεση που θα υποβάλει στη Βουλή ο διοικητής της κ. Λουκάς Παπαδήμος, θα
τίθεται και ένα ακόμα πρόβλημα. Πρόκειται για τις προσδοκίες που έχουν
δημιουργηθεί στους δανειολήπτες για κάθετη μείωση των επιτοκίων στο τέλος του
2000, γεγονός που έχει αποτέλεσμα να μη γίνεται αποτελεσματική στην παρούσα
φάση η πολιτική των υψηλών πραγματικών επιτοκίων που ακολουθεί.
Οι εξελίξεις αυτές έχουν αποτέλεσμα η Κεντρική Τράπεζα να προχωρήσει στην
άσκηση μιας πιο σκληρής νομισματικής πολιτικής, που θα βασίζεται στη διατήρηση
των σημερινών επιτοκίων.
Επίσης, δεν αποκλείονται μέτρα που θα στοχεύουν στον περιορισμό της πιστωτικής
επέκτασης. Πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ αποκλείεται ο καθορισμός ποσοτικών
στόχων ανά Τράπεζα ως προς την πιστωτική της επέκταση, είναι ανοικτό το
ενδεχόμενο επιβολής άτοκων δεσμεύσεων στις Τράπεζες που έχουν ταχύτερη
πιστωτική επέκταση, ώστε αυτές με τη σειρά τους να αναγκασθούν, είτε να
περιορίσουν τα νέα δάνεια είτε να αυξήσουν το κόστος δανεισμού.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το «μήνυμα» για την ανάγκη άσκησης σφικτής
νομισματικής πολιτικής θα περιλαμβάνεται στην έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας
της Ελλάδος κ. Λουκά Παπαδήμου για την νομισματική πολιτική. Θα επισημαίνεται
μάλιστα ότι στην παρούσα φάση θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί το όπλο των
επιτοκίων προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι πληθωριστικές πιέσεις που θα
ανέτρεπαν το στόχο της μείωσης του πληθωρισμού στα επίπεδα των στόχων των
κριτηρίων για συμμετοχή στην ΟΝΕ. Παράλληλα θα επισημαίνεται η ανάγκη για
περιορισμό της πιστωτικής επέκτασης κυρίως στην καταναλωτική πίστη καθώς
μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την εξέλιξη της ζήτησης αρχικά και των τιμών στη συνέχεια.









