Ο νιγηριανός Τσιγκόζιε Ομπιόμα θα μπορούσε να γράφει στα ελληνικά. Και θα είχε την ίδια αποδοχή ως ανερχόμενος συγγραφέας που έφτασε το 2015 στην τελική εξάδα υποψηφιοτήτων για το Μπούκερ (το οποίο κέρδισε ο Τζαµαϊκανός Μάρλον Τζέιµς). Θα µπορούσε να ανήκει στην ίδια τάση που χαρακτηρίζει μέρος της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής, όπου η ντοπιολαλιά χρησιμοποιείται άλλοτε ως εργαλείο στη δημιουργία ενός αυτόνομου λογοτεχνικού έργου (Σωτήρης Δημητρίου) και άλλοτε κυριαρχεί ως έμπνευση (Ηλίας Παπαμόσχος, Δημοσθένης Παπαμάρκος, Βασιλική Πέτσα) –με άνισα πάντως αποτελέσματα. Κι αυτό επειδή ο κόσμος των «Ψαράδων» είναι η επικράτεια των δεισιδαιμονιών και της προφορικής παράδοσης που επηρεάζουν την προσωπική ζωή παιδιών και ενηλίκων. Η μητέρα των ηρώων «ποτίζει το μυαλό» τους σαν δηλητήριο με «κάθε λέξη που έπεφτε από το στόμα της», ενώ στο τέλος η φωνή του πατέρα τους «έχει σωρεύσει μια κάποια πικράδα, λες και τα συντρίμμια των λέξεων που ‘χαν αφεθεί καιρό ανείπωτες μες στη σπηλιά του στόματός του να ‘χαν σκουριάσει και σκορπίζονταν σαν ψήγματα πάνω στη γλώσσα του κάθε που άνοιγε το στόμα του να μιλήσει». Αλλά και το ίδιο το μυθιστόρημα βασίζεται σε μια ευφυή αναφορά του Ομπιόμα στην τεχνική της αφήγησης (storytelling), ενώ περιέχει άλλη μία στον Τσινούα Ατσέμπε, που θεωρείται ο «πατέρας του σύγχρονου αφρικανικού μυθιστορήματος» με το έργο «Τα πάντα γίνονται κομμάτια» (Εκδ. Λιβάνη).
Ο συγγραφέας εξάλλου χρησιμοποιεί ώς τα άκρα το εύρημα του «τρελού του χωριού», μια προφητεία του οποίου αρκεί για να πυροδοτήσει ανατροπές στην ψυχολογία των ηρώων και στην εξέλιξη του μυθιστορήματος. Ο τρελός Αμπούλου που συνηθίζει να αυνανίζεται σε δημόσιους χώρους αντιστέκεται μέσα σε ένα σύμπαν που έχει αλλάξει –η Νιγηρία του 1996 -, από τότε που «οι αποικιοκράτες ήρθαν από την Ευρώπη και εισήγαγαν τη Βίβλο, προσηλυτίζοντας τους υποστηρικτές του ποταμού, κι έκτοτε οι άνθρωποι, χριστιανοί πλέον οι περισσότεροι, άρχισαν να τον βλέπουν ως διαβολικό μέρος».
Το όνειρο της Δύσης
Σε αυτόν τον αταβιστικό κόσμο της προφορικότητας που στενεύει τα όνειρα των ανθρώπων, η μεγάλη ιστορία κινείται παράλληλη και ανεξέλεγκτη. Από τον εμφύλιο της Νιγηρίας (γνωστό και ως πόλεμο της Μπιάφρας, 1967-1970) ώς την ανάληψη της εξουσίας από τον στρατηγό Αμπάτσα (1993) και την κυβερνητική αλλαγή του 2003. Την ώρα που μια οικογένεια ζει το δικό της δράμα, «η κυβέρνηση είχε αυξήσει την τιμή των καυσίμων… αναγκάζοντας τα πρατήρια να στοκάρουν βενζίνη, κάτι που προκάλεσε μακριές, ατελείωτες ουρές στα βενζινάδικα όλης της χώρας». Παράλληλα με τις προσωπικές αστοχίες, η ιστορία της σύγχρονης Νιγηρίας είναι μια ιστορία χαμένων ευκαιριών, αποτυχημένων ηγετών και αέναης διαφθοράς.
Ο Ομπιόμα όμως αγαπά τα πολλά πρόσωπα της πατρίδας του. Τη Νιγηρία των θρυλικών αφηγήσεων (τα κεφάλαια του βιβλίου, άλλωστε, αντλούν έμπνευση από ονόματα ζώων), της απομόνωσης και αυτοεγκατάλειψης, αλλά και εκείνη που πασχίζει να ανοιχτεί στον κόσμο. Τη χώρα όπου το μοντέρνο αντιμάχεται το παραδοσιακό. Το όνειρο του πάτερ φαμίλιας στο βιβλίο δεν είναι άλλο από το να πάρουν τα τέσσερα παιδιά του «δυτική παιδεία σαν πολιτισμένοι άνθρωποι». Αντί γι’ αυτό, εκείνοι διαλέγουν να γίνουν ψαράδες (αλλά κι αυτό ακόμη θα ανατραπεί στο τέλος με τη χάρη που διαθέτουν τα μεγάλα μυθιστορήματα). Οπως σημείωσε ο ίδιος ο Ομπιόμα: «Οι «Ψαράδες» ξεκίνησαν ως φόρος τιμής στο πλήθος των αδελφών μου και ως κάλεσμα αφύπνισης προς ένα έθνος που φθίνει –τη Νιγηρία».
Chigozie Obioma
Οι ψαράδες
Μτφ. Ιωάννα Ηλιάδη, Εκδ. Μεταίχμιο 2015, σελ. 384
Τιμή: 16,60 ευρώ
«Οι ψαράδες» θα κυκλοφορήσουν στα ελληνικά στις 22 Οκτωβρίου