«Έλα να σου δείξω το Κυπριακό. Αυτό το κομμάτι, το ολοφώτιστο, είναι η

ελληνοκυπριακή Λευκωσία. Το άλλο, το θεοσκότεινο, είναι η τουρκοκυπριακή.

Ύστερα από τόσα χρόνια, φίλε μου, αυτό καταφέραμε».

Αριστερά, Ελληνοκύπριοι διαδηλώνουν εναντίον του Αττίλα. Πάνω, ο Αλέξης

Ηρακλείδης, ο Ηρακλής Μήλλας και ο Μιχάλης Μητσός με τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ

Με αυτή την παραστατική εικόνα, από τον όγδοο όροφο του ξενοδοχείου «Σαράι»

στην κατεχόμενη Λευκωσία, περιέγραφε ένα βράδυ πριν από αρκετά χρόνια το

«Κυπριακό» ένας αριστερός Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος στον φίλο και συνάδελφο

Στέλιο Μπερμπεράκη. Στη Λευκωσία, όπως και στην υπόλοιπη Κύπρο, το χάσμα

ανάμεσα στα ελεύθερα και τα κατεχόμενα μέρη ήταν φανερό με γυμνό μάτι. Η

ελεύθερη Κύπρος αναπτυσσόταν, εξελισσόταν, είχε πάρε-δώσε με τον υπόλοιπο

κόσμο, ενώ η κατεχόμενη έμενε πίσω. Από «’δώ» οι πρόεδροι άλλαζαν, οι

καταστάσεις ωρίμαζαν, προτάσεις έπεφταν στο τραπέζι, αλλά προσέκρουαν στο

τείχος του Ντενκτάς και της Άγκυρας. Έφτανες στο τέρμα της οδού Λήδρας,

ανέβαινες στο φυλάκιο, κοίταζες από την άλλη μεριά και σ’ έπιανε η καρδιά σου.

Κι όταν τα πράγματα άλλαξαν κι «εκεί», και οι Τουρκοκύπριοι αποφάσισαν να πουν

το μεγάλο ΝΑΙ, είπαν το ΟΧΙ οι Ελληνοκύπριοι.

Έτσι τα χρόνια πέρασαν, και το αδιέξοδο παρέμεινε. Στη «συνάντηση της ειρήνης»

που έγινε την περασμένη εβδομάδα στην κατεχόμενη Αμμόχωστο και στην ουδέτερη

ζώνη της Λευκωσίας ήταν παρών ο ίδιος Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος, ακούραστος,

μαχητικός, αλλά εμφανώς απογοητευμένος. Ήμασταν δεκάδες ακόμη δημοσιογράφοι,

ερευνητές και ακτιβιστές, Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι, Έλληνες και

Τούρκοι, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι. Ανάμεσά τους, σπουδαία ονόματα, όπως η

Τουρκάλα συγγραφέας Ναντιρέ Ματέρ που έγινε διάσημη με το «Βιβλίο του Μεχμέτ»

– της είχα πάρει συνέντευξη πριν από έξι χρόνια στην Πόλη. Ή η Τουρκοκύπρια

δημοσιογράφος Σεβγκιούλ Ουλουντάγ, που τα τελευταία πέντε χρόνια επιδίδεται

στην «προφορική ιστορία», αναζητώντας αγνοούμενους και μαζικούς τάφους και

στις δύο πλευρές του νησιού. Πιάσαμε διάφορα θέματα, οι περισσότεροι τάχθηκαν

υπέρ μιας «δημοσιογραφίας της ειρήνης», οι φεμινίστριες ζήτησαν να δοθεί

μεγαλύτερη έμφαση στη γυναικεία δημοσιογραφία που είναι εκ φύσεως

αντιπολεμική, εγώ τους είπα ότι αυτά μου θυμίζουν λίγο μια παλιά στήλη που

λεγόταν «Τα καλά νέα», δεν τη διάβαζε κανείς και είχε άδοξο τέλος.


Τουρκοκύπριοι κομάντος σε στρατιωτική παρέλαση στην κατεχόμενη Κύπρο

Στην ουρά. Είπαμε πολλά και διάφορα, αλλά η «είδηση» ήταν και πάλι στον

δρόμο. Στη χωρισμένη Λευκωσία κυκλοφορείς πια εύκολα, μονάχα διαβατήριο πρέπει

να δείχνεις στον τουρκοκυπριακό έλεγχο, η σύγκριση έτσι είναι ακόμη πιο

εύκολη, και είναι πάντα συντριπτική: από τη μια μεριά μια δυτική πρωτεύουσα,

από την άλλη ο Τρίτος Κόσμος. Όσοι Τουρκοκύπριοι δεν περνούν στην ελεύθερη

μεριά για να δουλέψουν, κυκλοφορούν άσκοπα στους δρόμους. Λίγο πριν από τα

δημοψηφίσματα έτρεφαν την ελπίδα ότι το νησί θα επανενωθεί και η ζωή τους θα

φτιάξει. Λίγο μετά τα δημοψηφίσματα διατηρούσαν ακόμα την ελπίδα ότι η Δύση θα

τους ανταμείψει προσέχοντάς τους. Σήμερα δεν ελπίζουν πια σε τίποτα. Το

Σάββατο το πρωί, βγαίνοντας από το «Σαράι», είδα τουλάχιστον εκατό άνδρες να

περιμένουν υπομονετικά έξω από ένα ΑΤΜ. Τι περίμεναν, ντράπηκα να τους ρωτήσω.


Ακόμη και για την Τουρκία είχε πικρά λόγια

Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων

Στο τριτοκοσμικό τοπίο της κατεχόμενης Λευκωσίας υπάρχει μια όαση, που φέρει

το όνομα «Προεδρικό Μέγαρο». Εκεί μας δέχθηκε, τον Αλέξη Ηρακλείδη, τον Ηρακλή

Μήλλα κι εμένα (τους «αβανταδόρους του Αττίλα», όπως έγραψε μια κυριακάτικη

εφημερίδα), ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, που αποκαλείται «Πρόεδρος της Δημοκρατίας της

Βόρειας Κύπρου», και συμπεριφέρεται αναλόγως. Ήταν άνετος, ευγενής, αλλά κι

αυτός εμφανώς απογοητευμένος. Με όλους τα είχε. Με την Ντόρα, στην οποία είχε

αρχικά επενδύσει, για να διαπιστώσει γρήγορα ότι «συγχωνεύτηκε» με την

πλειοψηφία. Με τους Ελληνοκύπριους, που δεν τον αφήνουν να κάνει εξαγωγές

προϊόντων «made in Northern Cyprus». Με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που δεν γνωρίζει

το Κυπριακό, όπως δείχνει ο ερασιτεχνικός τρόπος με τον οποίο κινούνται οι

Φινλανδοί. Σύμφωνα με τον Ταλάτ, το Κυπριακό πρέπει να το αναλάβουν τα Ηνωμένα

Έθνη – μια περίεργη θέση, στ’ αλήθεια, από την πλευρά που τόσα χρόνια

διαφωνούσε με τη διεθνοποίηση του προβλήματος, χαρακτηρίζοντάς το «διμερές».

Ακόμη και για την Τουρκία είχε πικρά λόγια ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων. Αν

ανοίξουν τα τουρκικά λιμάνια και αεροδρόμια, είπε, η τουρκοκυπριακή οικονομία

θα καταστραφεί. Οι τουρίστες θα πηγαίνουν στον Νότο, τα πανεπιστήμια θα

αδειάσουν. «Μα η στάση αυτή δεν είναι αμυντική;», τον ρώτησα. Η απάντησή του

ήταν θετική. «Συμφωνείτε λοιπόν ότι ο χρόνος δουλεύει εις βάρος σας, ότι το

αρνητικό κλίμα που υπάρχει στην Ευρώπη για την Τουρκία αντανακλάται και πάνω

σας;». Κι εδώ ο συνομιλητής μας δεν είχε πρόβλημα να απαντήσει θετικά. Για την

Αμμόχωστο και τα Βαρώσια δεν προλάβαμε να τον ρωτήσουμε, ξαφνικά σηκώθηκε

όρθιος και έδωσε τέλος στη συζήτηση, δεν θα είχε άλλωστε και πολλά να πει –

σάμπως εκείνος αποφασίζει;

Και οι δύο πλευρές τον θεωρούσαν κατάσκοπο

Ο Βρετανός λοχαγός Τεντ Μέισι, που εξαφανίστηκε τον Ιούνιο του 1964

Δεν ξέρω αν ο Ταλάτ έλεγε την αλήθεια. Αν το κλίμα στην κατεχόμενη Λευκωσία

είναι ζοφερό, στην επίσης κατεχόμενη Κερύνεια επικρατεί οικοδομικός οργασμός,

οι Άγγλοι αγοράζουν συνεχώς και κτίζουν, η τουρκοκυπριακή οικονομία ίσως να

μην πηγαίνει τελικά και τόσο άσχημα. Μα κι έτσι να είναι, ενισχύεται απλώς η

προοπτική της οριστικής διχοτόμησης, λάθη επί λαθών για χρόνια, κακοί

υπολογισμοί, εκβιασμοί, μπλόφες, ίντριγκες – και αίμα.

Οι κομάντος. Ίσως τελικά τη μεγαλύτερη σημασία να την έχει η δουλειά

της Νιαζί Κιζιλγκιουρέκ και του Πανίκου Χρυσάνθου, που με την ταινία τους «Το

δικό μας τείχος» τάραξαν τα νερά. Ή της Σεβγκιούλ Ουλουντάγ, που με το βιβλίο

της «Τα στρείδια που έχασαν το μαργαριτάρι τους» έγινε στόχος τόσο των

Τουρκοκυπρίων όσο και των Ελληνοκυπρίων εθνικιστών. Σε ένα πρόσφατο άρθρο της

διηγιόταν την ιστορία του Βρετανού λοχαγού Τεντ Μέισι, που εξαφανίστηκε τον

Ιούνιο του 1964 στην Κύπρο ενώ εργαζόταν ως σύνδεσμος ανάμεσα στα Ηνωμένα Έθνη

και τον αντιπρόεδρο Φαζίλ Κιουτσούκ. Ο Μέισι είχε μεσολαβήσει σε πολλές

υποθέσεις ανταλλαγής ομήρων και οι Τουρκοκύπριοι τον αγαπούσαν, γεγονός που

είχε οδηγήσει ορισμένες ελληνοκυπριακές εφημερίδες να τον χαρακτηρίσουν

πράκτορα. Η εξαφάνισή του παρέμεινε μυστήριο για πολλές δεκαετίες και μόλις

πρόσφατα έμαθε η Σεβγκιούλ την αλήθεια: τον σκότωσε μια επίλεκτη μονάδα

Τουρκοκυπρίων κομάντος σε ένα καφενείο, μπροστά στον κόσμο, και τον έθαψε έξω

από την Κονέδρα, ένα μικρό χωριό της Μεσαορίας. «Μα γιατί;», ρώτησε έκπληκτη.

«Επειδή τον θεωρούσαν κατάσκοπο», της είπαν. «Μα και οι Ελληνοκύπριοι τον

θεωρούσαν κατάσκοπο!».

Στην Κονέδρα ακόμη φοβούνται να μιλήσουν, καθώς μερικοί από τους δολοφόνους

είναι ακόμη ζωντανοί. Η οικογένεια του λοχαγού ακόμη δεν έχει παραλάβει τη

σορό του. Τα τείχη στην Κύπρο ακόμη παραμένουν όρθια. Η λογική ακόμη κάνει

επιδεικτική την απουσία της.