Τα γράμματα δεν τα σήκωνε. Η μπάλα ήταν στον νου του από το πρωί ίσαμε το

βράδυ. Και αυτή τελικά τον κέρδισε

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ του Αιγόκερω, με ιώβειο υπομονή και εκπληκτική γαλήνη

σεργιανίζει τα όνειρά του στη ζωή ο διεθνής ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ Κώστας

Φραντζέσκος. Πράος άνθρωπος και ντόμπρος. Ρομαντικός και ευαίσθητος, συνδυάζει

τα πάντα με τη… μελωδία της ψυχής του ανθρώπου και την αρμονία της

καθημερινότητας, διότι, όπως λέει, «δεν ζει για τα δήθεν και τα πρέπει, τα

έτσι και τ’ αλλιώτικα, αλλά μόνον για τις εκπληκτικές εικόνες και τους

μαγικούς ήχους που υπάρχουν γύρω μας, όσο κι αν αυτά σπανίως συναντώνται

σήμερα. Υπάρχουν, όμως, αρκεί να τα βρεις και να τα έχεις καλά πρώτα με τον

εαυτό σου. Τι θέλεις, ποιες είναι οι επιλογές σου».

Υπερήφανος που είναι γιος εστιάτορα και νοσοκόμας μάνας, ο Κώστας Φραντζέσκος

βγήκε από μικρό παιδί στις αλάνες της Καλλιθέας, για να κάνει την τύχη του στο

ποδόσφαιρο. Να γίνει «κάποιος». Να πείσει τους γονείς του ότι αξίζει τον κόπο.

Οικονομική άνεση δεν υπήρχε. Ο πατέρας του και η μακαρίτισσα μητέρα του

δύσκολα τα έφερναν βόλτα και το χαρτζιλίκι δεν έφτανε ούτε για σινεμά,

θυμάται. Το ποδόσφαιρο, όμως, δεν το αγάπησε για τα λεφτά όσο τη… γλυκιά

μουρμούρα (κυρίως) της αδικοχαμένης κυρά Μαρίας για τους σεβντάδες που έχει η

μπάλα. Ο Κωστάκης έπρεπε να μάθει γράμματα. Έπρεπε να γίνει άνθρωπος. Έπρεπε

να βρει μια καλή και τίμια δουλειά για να ζήσει. Το ποδόσφαιρο στη δεκαετία

του ’70 παρέμενε ένα παρεξηγημένο άθλημα, ωστόσο, όλες οι κούνιες συνέχισαν

(και συνεχίζουν) να είναι γεμάτες από ποδοσφαιρικές «θεές» και οι πιτσιρίκοι

να κοιμούνται αγκαλιά μαζί τους. Άντε τώρα ο Φραντζέσκος να μην ερωτευτεί την

μπάλα και να μην ερωτοτροπεί πρωί, μεσημέρι, βράδυ μαζί της, στους δρόμους της

γειτονιάς και στα χωμάτινα «Μαρακανά» της Καλλιθέας. Είχε γίνει και το

ωραιότερο λάθος του πατέρα του, πάει το παιδί, τρελάθηκε, αρρώστησε για το

ποδόσφαιρο, κόλλησε και δεν ξεκόλλησε ποτέ, αφού σκέψη για γράμματα δεν είχε.

Στο Δημοτικό έκανε περίπατο, αλλά όσο μεγάλωνε και μακραίνανε τα παντελόνια,

το Γυμνάσιο βγήκε με το στανιό. Και αποφοίτησε χάρη στη φροντίδα των γονιών

του, ειδικότερα, όμως, στην επιμονή και την υπομονή των καθηγητών του.

«Τέλειωσε, βρε παιδάκι μου, το Γυμνάσιο για να έχεις ένα χαρτί και μετά κάνε

ό,τι σ’ αρέσει» του φώναζαν.

Ο Φραντζέσκος τούς έκανε το χατίρι, αλλά ζούσε σ’ άλλον κόσμο. Από τότε, παιδί

επτά, οκτώ χρόνων, που είχε προσβληθεί από τον… ιό της μπάλας εξαιτίας ενός

πανάκριβου δώρου του πατέρα του. Μια μπάλα και ένα ζευγάρι ποδοσφαιρικά

παπούτσια, για να σταματήσει η γκρίνια του Κωστάκη. Ήταν τόσο μεγάλο το πάθος

του για το ποδόσφαιρο και τόσο μεγάλος ο θαυμασμός του από τη γενναιοδωρία του

πατέρα του, Σωτήρη, σε σημείο που να αναστατώσει, άθελά του, την επόμενη ημέρα

ολόκληρη τη γειτονιά και την Αστυνομία της περιοχής του. Είχε δηλωθεί από τους

γονείς του ως αγνοούμενος (!), επειδή ο μπαγάσας είχε κρύψει την μπάλα και τα

παπούτσια κάτω από το κρεβάτι του και είχε αποκοιμηθεί! Όταν τον ανακάλυψαν

και βγήκε από την κρυψώνα του σαν βρεγμένος γάτος, άρχισε το «πού σε πονεί και

πού σε κόφτει». Το ξύλο που έφαγε θα το θυμάται σ’ όλη τη ζωή του. Έτσι

αρχίζει η ιστορία.

Στις αλάνες της Καλλιθέας


Έναν καημό έχει μέχρι σήμερα ο Κώστας Φραντζέσκος, ότι η μάνα του δεν πρόλαβε

να τον καμαρώσει

Πού τον έχανες, λοιπόν, πού τον εύρισκες τον Φραντζέσκο, πίσω από τις μάντρες

των χωραφιών και στις αλάνες της Καλλιθέας θα τον έβλεπες. Οι αναμνήσεις του

υπέροχες. Στο μυαλό του στριφογυρίζει το παρελθόν ενός μικρού παιδιού. Εκείνες

οι δύσκολες, αλλά ωραίες εποχές. Ο ρομαντισμός, τα φιλαράκια, τα αθώα φλερτ,

τα μικροκαβγαδάκια, τα στοιχήματα για ένα γυάλινο μπουκάλι κόκα-κόλα, στους

νικητές της «ομαδάρας» που πάτησε τους ψόφιους τού άλλου μαχαλά.

Στο σπίτι η μουρμούρα και η γκρίνια δεν σταμάτησε, αλλά ο Φραντζέσκος

«βράχος». Αντί να εκπαιδεύεται στην ανάγνωση και τη γραφή, μελετούσε και

ζωγράφιζε στο γήπεδο. Σε ηλικία περίπου 12 χρόνων εντάχθηκε στην ανεξάρτητη

ομάδα της γειτονιάς, τον Αίαντα Καλλιθέας, και έναν χρόνο αργότερα είδε το

χρώμα του δελτίου υγείας υπογράφοντας στον Αετό Καλλιθέας, σωματείο Γ’

κατηγορίας Αθηνών. Χαρακτήρα δεν άλλαξε. Όπως ήταν τότε, είναι και τώρα.

Χαμηλών τόνων, ήρεμο προφίλ, άξιος εκπρόσωπος τού «ευ αγωνίζεσθαι» (για το

οποίο έχει τιμηθεί από τους αθλητικούς συντάκτες) και πάντα γλυκομίλητος. Η

παρουσία του στα γήπεδα της Αθήνας άρεσε και άρχισε να εντυπωσιάζει, όταν το

1985 έκανε την πρώτη μεταγραφή στη Βουλιαγμένη. Ήταν 16 χρόνων.

Μπάλα-σχολείο, σχολείο-μπάλα, πήγαινε-έλα με το λεωφορείο, κάπου πήρε τη

μεγάλη απόφαση. Μόλις «καδράρισε» το απολυτήριο, ξεκαθάρισε τη θέση του.

Αρνήθηκε να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων και διέκοψε τα μαθήματά του στη

Σιβιτανίδειο Σχολή, όπου με το ζόρι τον έστελνε η μητέρα του. Δεν άντεχε το

μαρτύριο και οι ελεύθερες ώρες του ήταν ελάχιστες. Έφευγε το πρωί για τη Σχολή

και επέστρεφε βαρύς και ασήκωτος το βράδυ από τη Βουλιαγμένη. Έτσι έδωσε τέλος

στο μηχανιλίκι και τη μουντζούρα και ρίσκαρε τα πάντα στο ποδόσφαιρο.

Αφοσιώθηκε εξολοκλήρου, τόλμησε και επιβραβεύτηκε για την προσπάθειά του.

Μονίμως, όμως, έχει ένα θλιμμένο πρόσωπο και ένα διαρκές παράπονο, όταν ο νους

του έρχεται στην αλησμόνητη μητέρα του. «Δεν πρόλαβε να με καμαρώσει», λέει ο

Κώστας και ένας κόμπος πνίγει τον λαιμό του.

ΗΣΥΧΑ και χωρίς να επιδεικνύεται, περνά τις ημέρες του στη Θεσσαλονίκη ο

Κώστας Φραντζέσκος. Κάνει οικογενειακή ζωή και η παρέα του είναι η σύζυγός του

Βιβή και η κορούλα τους Δανάη. Έκανε όνομα, λεφτά, αλλά ούτε τ’ όνομα ούτε τα

λεφτά κάνουν τον άνθρωπο τονίζει με έμφαση. Και στηρίζει την άποψή του στο

γεγονός ότι η ευτυχία του ανθρώπου δεν εξαρτάται από το χρήμα, που βεβαίως

αποτελεί αναγκαίο βιοποριστικό μέσο, αλλά από τον χαρακτήρα του.

Για τον Φρανζτέσκο δεν υπάρχει ουδεμία σχέση της παλιάς εποχής με τη σημερινή.

Συγκρίσεις δεν γίνονται. Ο κόσμος γελούσε, τώρα είναι σκυθρωπός. Το χιούμορ

ανθούσε, τώρα είναι κρύο και μαύρο. Οι φίλοι ποτέ δεν πλεόναζαν, τώρα σε

πλησιάζουν από συμφέρον. Τα σπίτια ήταν ανοικτά, τώρα έγιναν φυλακές. Τα

παιδιά έπαιζαν ελεύθερα, τώρα στις γειτονιές δεν ακούς τις φωνές τους. Οι

έννοιες της ελευθερίας και της δημοκρατίας είναι είδη εν ανεπαρκεία. Προτιμά,

λοιπόν, την ήρεμη ζωή, κανένα ταβερνάκι, κινηματογράφο και κουβεντολόι με

νέους ανθρώπους στα Πανεπιστήμια και στα γήπεδα, παρά την αλαζονεία και την

εσωστρέφεια που διακρίνει δίπλα του. «Καταντήσαμε να… πληρώνουμε ακόμη και

την καλημέρα», υποστηρίζει.

Πάντως, χαίρεται ιδιαίτερα όταν τον προσκαλούν σε διάφορες εκδηλώσεις

Πανεπιστημίων για να μεταφέρει τις εμπειρίες του σε φοιτητές γύρω από διάφορα

κοινωνικά θέματα και απογοητεύεται επειδή έχει εγκαταλειφθεί η νεολαία μας στο

έλεος του Θεού. Τα παιδιά έχουν καθαρή ψυχή, λέει, αλλά τη ρυπαίνουν όλα όσα

διδάσκονται από τους μεγάλους.

Όπως φοβήθηκε ο Κώστας Φραντζέσκος να ντυθεί στα «πράσινα», όταν του έγινε

πρόταση να μεταγραφεί στον Παναθηναϊκό, κάτι παρόμοιο συνέβη όταν του ζητήθηκε

από τον υποψήφιο δήμαρχο Θεσσαλονίκης Θρασύβουλο Λαζαρίδη να συμμετάσχει στο

ψηφοδέλτιό του. Αρνήθηκε, επειδή δεν του αρέσει η πολιτική και δεν θέλει να

έχει την παραμικρή σχέση με κανέναν πολιτικό.

Ψεύτες οι πολιτικοί

«Όλοι είναι ψεύτες και, ειλικρινά, δεν θα ήθελα να συναντηθώ και να δειπνήσω

με κανέναν από τους σημερινούς πολιτικούς», δηλώνει ο Φραντζέσκος. «Θυμούνται

τον κόσμο όποτε έχουν ανάγκη την ψήφο του και για να τον… δελεάσουν τάζουν

λαγούς με πετραχήλια. Αναμείχθηκα στις δημοτικές εκλογές από ενδιαφέρον για

την πόλη στην οποία θα ζήσω, αν θέλει ο Θεός, πολλά χρόνια ακόμη. Άλλωστε

ετοιμάζω μια ωραία δουλειά για νέα παιδιά, τα οποία, επιτέλους, πρέπει να

μάθουν σωστά να παίζουν ποδόσφαιρο. Η θέση μου, λοιπόν, ήταν ξεκάθαρη. Αν

είναι να ασχοληθώ με θέματα που αφορούν τον αθλητισμό, θα το κάνω μετά χαράς

και με όλες τις δυνάμεις μου. Αν με μπλέξουν στα κομματικά, δεν έχω καμία

θέση. Ο κόσμος της Θεσσαλονίκης με τίμησε και τον ευχαριστώ για την

εμπιστοσύνη του. Η πόλη έχει τεράστιο πρόβλημα στην καθαριότητα και το

κυκλοφοριακό και πρέπει να λυθεί από τους αρμοδίους».

Ο Φραντζέσκος αρνείται να συναντηθεί με κάποιον από τους πολιτικούς μας. Όμως

θα ήθελε πολύ να κάνει παρεούλα με ανθρώπους που εκτιμά βαθύτατα και επιζητεί

ένα ραντεβού. Συγκεκριμένα με τη μεγάλη θεατρίνα μας Ρένα Βλαχοπούλου η οποία,

εκτός των άλλων, έχει την ίδια φυσιογνωμία με τη μητέρα του, καθώς και τον

Ντιέγκο Μαραντόνα για να τον ρωτήσει ό,τι συζητούσαμε μαζί τόση ώρα.

ΠΕΝΤΕ χρόνια φάνηκαν αρκετά για να ψήσει η αρμύρα της θάλασσας, στη

Βουλιαγμένη, τον Κώστα Φραντζέσκο. Τράβηξε γερά και πολύ «κουπί», για να

σαλπάρει τελικά σε μεγαλύτερα λιμάνια. Άνοιξε πανιά και μαζί η τύχη. Στα

πρωταθλήματα της Αθήνας, όλοι σχεδόν μιλούσαν για το ταλέντο του. Οι «κυνηγοί»

άρχισαν να τον παρακολουθούν και να τον πλησιάζουν. Τα δύο τελευταία χρόνια

(1988-9Ο) είχε εξαιρετικές προτάσεις από τον Πανιώνιο, τον Εθνικό και τον

Απόλλωνα. Όταν δε ο παλαίμαχος διεθνής ποδοσφαιριστής και προπονητής του στη

Βουλιαγμένη, Κώστας Ελευθεράκης, του μίλησε για τον Παναθηναϊκό, έχασε το φως

του. Φοβήθηκε. Όσα όνειρα και να έτρεφε, από τη σκέψη του ποτέ δεν είχε

περάσει η ιδέα ότι η τύχη του θα έφτανε μέχρι την Παιανία. Ότι θα δεχόταν μία

τόσο μεγάλη τιμητική ευκαιρία από έναν εκ των κορυφαίων συλλόγων της χώρας.

Ότι θα μπορούσε να παίξει μαζί με παίκτες που θαύμαζε στα γήπεδα,

παρακολουθώντας τις προσπάθειές τους είτε από την κερκίδα είτε από την

τηλεόραση. Ένιωσε ισχυρό σοκ, πείστηκε από τον προπονητή του, την αγάπη που

του πρόσφερε ο τότε τεχνικός του Παναθηναϊκού, Κρίστο Μπόνεφ, και πιο πολύ από

την τρυφεράδα με την οποία τον αντιμετώπισε ο κ. Γιώργος Βαρδινογιάννης και

είπε το ναι. Παίκτης, που μέχρι το 199Ο έπαιζε στις αλάνες της Καλλιθέας και

σε πρωτάθλημα Α’ κατηγορίας Αθηνών, βρέθηκε ξαφνικά στην Α’ Εθνική, συντροφιά

με τα ποδοσφαιρικά «τέρατα» της εποχής, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Δούλεψε

σκληρά, στάθηκε τυχερός και, ως άνθρωπος μετρημένος, κάνει την αυτοκριτική του

λέγοντας: «Δεν είμαι αχάριστος, μπορεί να πάλεψα, να μόχθησα, ακόμη και να

έκλαψα για να πετύχω κάποια πράγματα στη ζωή μου, ωστόσο αν δεν με βοηθούσε η

τύχη και ορισμένοι άνθρωποι, όπως ο κ. Βαρδινογιάννης, σε μία περίοδο που

ζούσα το δράμα της μητέρας μου, τίποτα δεν θα είχα καταφέρει. Ο πρόεδρος έχει

αλλάξει τη ζωή πολλών ανθρώπων, δίχως να το γνωρίζει κανείς και βεβαίως την

ιστορία του Παναθηναϊκού».