Αγνωστοι θησαυροί από τη µονή – σύµβολο του ποντιακού Ελληνισµού, την Παναγία Σουµελά, παρουσιάζονται για πρώτη φορά σε µια αφιερωµατική έκδοση, την ώρα που βρετανικό δηµοσίευµα στρέφει την προσοχή σε πληθυσµούς της Τραπεζούντας που µιλούν «ρωµαίικα», που είναι πολύ κοντά στα αρχαία ελληνικά
«Γνωρίζουµε ότι τα ελληνικά µιλούνταν συνεχώς στον Πόντο από τα αρχαία χρόνια και µπορεί κανείς να εικάσει ότι η γεωγραφική αποµόνωση από τον υπόλοιπο ελληνόφωνο κόσµο αποτελεί σηµαντικό παράγοντα για το πώς αυτή η γλώσσα είναι όπως είναι σήµερα», λέει στη βρετανική εφηµερίδα «The Independent» η γλωσσολόγος στο Πανεπιστήµιο του Κέµπριτζ Ιωάννα Σιταρίδου µε αφορµή έρευνα για τα ποντιακά (ή «ρωµαίικα», όπως τα αποκαλούν) που µιλούν περίπου 5.000 κάτοικοι χωριών κοντά στην Τραπεζούντα.

«Εκείνο που δεν ξέρουµε είναι αν τα ρωµαίικα αναδύθηκαν µε τον ίδιο τρόποπου αναδύθηκαν οι άλλες ελληνικές διάλεκτοι και αν αργότερα ανέπτυξαν τα δικά τουςµοναδικά χαρακτηριστικά που απλώς συνέβη να οµοιάζουν µε τα αρχαϊκά ελληνικά», εξηγεί.

Στο κύριο άρθρο της, µε τίτλο «Αρχαία Ελληνικά. Μία όχι και τόσο νεκρή γλώσσα» η εφηµερίδα «The Independent» εκφράζει τον θαυµασµό της για τογεγονός ότι µια κοινότητα στη Μαύρη Θάλασσα,όχι πολύ µακριά από την Κολχίδα (σηµερινή Γεωργία) όπου ο µύθος θέλει τον Ιάσονα και τους Αργοναύτες να αναζητούν το Χρυσόµαλλο ∆έρας, µιλά µια γλώσσα κοντινή στα αρχαία ελληνικάκαι παίζει λύρα.

«Αν φορούσαν χιτώνες καιµελετούσαν φιλοσοφία, θα µπορούσαν να ανοίξουν ένα αρχαιοελληνικό θεµατικό πάρκο καινα κάνουν ευτυχισµένους πολλούς κλασικούς καθηγητές σε όλο τον κόσµο».

Και καταλήγει: «Οπως και ο Ιάσονας, οι γλωσσολόγοι έχουν µια σηµαντική αποστολή να φέρουν εις πέρας. Πρέπει να ολοκληρώσουν τις µελέτες τους πριν η γλώσσα αυτή, την οποία µιλούν µόλις 5.000 άνθρωποι, αρχίσει να εξαφανίζεται. Τους ευχόµαστε καλή τύχη στους στόχους τους. Αλλά θα µπορούσαµε επίσης να τους προτείνουµε, όσο θα βρίσκονται επί τόπου, να ελέγξουν µήπως κάποιος από τους ντόπιους έχει στην κατοχή του µια ιδιαίτερα πολυτελή, απαστράπτουσα προβιά».

Θησαυροί από την Παναγία Σουµελά

Της Μαίρης Αδαµοπούλου


Χρυσοκεντηµένα µετάξια µε µαργαριτάρια και σµαράγδια, λειψανοθήκες από σεντέφι, ταρταρούγα και κοράλλια, µαλαµοκαπνισµένα ευαγγέλια… Κειµήλια φορτωµένα µε βυζαντινήιστορία. Θησαυροί που µένουν κρυµµένοι από τα µάτια των πιστών και φιλότεχνων, καθώς δεν βρίσκονται ούτε σπίτι τους – στην Παναγία Σουµελά, στο όρος Μελά, κοντά στην Τραπεζούντα – ούτε στο µοναστήρι του Βερµίου, όπου έχουν βρει καταφύγιο ελάχιστοι απότους αυθεντικούς θησαυρούς. Μένουν στο σκοτάδι, σε αποθήκες στηνΑγιά Σοφιά ή στο Μουσείο της Τραπεζούντας. Πρόκειται για περισσότερα από 50 πολύτιµα έργα τέχνης που κάνουν το ντεµπούτοτους στην έκδοση-αφιέρωµα στα «Ιερά κειµήλια του γένους των Ποντίων» (Ελληνικές Οµοιογραφικές Εκδόσεις – Εκδόσεις Μένανδρος).

«Μεγάλο µέρος των εκκλησιαστικών κειµηλίων δεν εστάθη δυνατό να καταγραφεί και να σωθεί, µιας και πολλά από αυτά είχαν συληθεί, άλλα καταστράφηκαν και άλλα πωλήθηκαν», επισηµαίνει ο πρόεδρος του Ιδρύµατος «Παναγία Σουµελά», Γεώργιος Τανιµανίδης. «Ενα µέροςαπό τα κειµήλια αυτά µαζί µεεικόνες και άλλα εκκλησιαστικά είδη και έγγραφα καταγράφηκαν και φυλάσσονται στην Αγία Σοφία».

Χρυσόβουλλασιγίλια του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλέξιου Γ’ Μεγαλοκοµνηνού του 1346 τα οποία επιβεβαιώνουν την ιδιοκτησία της Μονής Σουµελά. Ενα γράµµα του Πατριάρχη Σεραφείµ (1733-1734) επιχειρεί να βάλει τάξη στην αυθαίρετη οικονοµική διαχείριση της περιουσίας και των προσόδων της. Με δεύτερο πατριαρχικό και συνοδικό γράµµα ο ίδιος πατριάρχης επισηµαίνει το πρόβληµα που έχει δηµιουργηθεί µε τους συγγενείς των µοναχών που πεθαίνουν αλλά ζητούν µε πλαστά έγγραφα και επιπλέον χρήµατα και πλέον δεν αναγνωρίζει κανένα δικαίωµα των συγγενών στην περιουσία τεθνεώτων, επιβάλλοντας επιτίµια και τις αυστηρότερες των ποινών στους επίδοξους – κοσµικούς ή ιερωµένους – διεκδικητές. Συγχωροχάρτι – πατριαρχική πράξη υπέρ των πάσης φύσεως αµαρτηµάτων όλων των διαβιούντων στη Μονή Παναγίας Σουµελά καθώς και των νεκρών – του 1847, χρυσοκέντητα σε σκούρο κόκκινο ατλάζι λάβαρα, πετραχήλια κεντηµένα µε πολύχρωµες µεταξωτές κλωστές, επηρεασµένα από το οθωµανικό µπαρόκ, εικόνες κεντηµένες µε πολύτιµους λίθους, σταυροί λιτανείας που ζυγίζουν πάνω από τρία κιλά, οι οποίοι, αν και αναγράφεται πως ανήκουν στη Μονή Σουµελά, ακολουθούν τη δυτική παράδοση, είναι µερικά µόνο από τα κειµήλια που δεν κατάφεραν να φτάσουν στην Ελλάδα, όπως η περίφηµη εικόνα που φέρεται να ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο σταυρός ευλογίας, ο επιτάφιος και η στάχωση του ευαγγελίου. Θησαυροί που πέρα από τη θρησκευτική και καλλιτεχνική τους αξία µαρτυρούν πολύτιµα κοµµάτια της ιστορίας της µονής, η οποία ιδρύθηκε το 386 από τους µοναχούς Bαρνάβα και Σωφρόνιο. Τα κείµενα του τόµου υπογράφουν ο πρόεδρος του Ιδρύµατος «Παναγία Σουµελά», Γεώργιος Τανιµανίδης, ο δρ Σταύρος Αρβανιτόπουλος και ο Βεροίας, Ναούσης και Καµπανίας Παντελεήµων.

INFO

«Tα ιερά κειµήλια του γένους των Ποντίων», Εκδ. Ελληνικές Οµοιογραφικές – Μένανδρος, τιµή:

60 ευρώ