Το θέμα «έρωτας και επανάσταση» έχει κακοπάθει αρκετά στην πεζογραφία μας. ‘Η ο έρωτας θα χρησιμεύει ως συμβολική έκφραση της επαναστατικής ορμής και της αγνότητας του επαναστατικού σκοπού (στον οποίο και στρατεύεται αυτονόητα) ή η επανάσταση θα είναι η οδός του μαρτυρίου, όπου θα πορευθεί ο έρωτας για ν’ αναδειχτούν θριαμβευτικά στο τέλος η δύναμη και η αντοχή του. Ανάμεσα σ’ αυτές τις συμπληγάδες, της ιδεολογικής φανφάρας από τη μια, του πολιτικού μελό από την άλλη, η Αργώ του συγγραφέα που διάλεξε ένα τέτοιο ταξίδι θα πρέπει να ελιχθεί πολύ επιδέξια για ν’ αποφύγει σοβαρές αβαρίες. Αλλά και αν βγει αλώβητη, κινδυνεύει έπειτα να προσαράξει στα ρηχά νερά μιας ροζ Κολχίδας, όπου ο έρωτας γίνεται το γλυκόπιοτο γιατρικό για τις συμφορές της επαναστατικής λαίλαπας.

Ο Αρης Μαραγκόπουλος κατόρθωσε ν’ αποφύγει τις περισσότερες παγίδες της αναμέτρησης με αυτό το θέμα και να μας δώσει μια πιο ενδιαφέρουσα, πιο σύνθετη, σε τελική ανάλυση πιο ανθρώπινη εικόνα. Αποφάσισε μάλιστα να επαυξήσει τον βαθμό δυσκολίας του εγχειρήματός του, δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του στον καμβά μιας γνωστής υπόθεσης από την πολιτική ιστορία της μετεμφυλιακής Ελλάδας: του αγώνα που έκανε η ουαλή δασκάλα Μπέτι Μπάρτλετ επί δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια (από το 1947 ώς το 1964) για να πετύχει την αποφυλάκιση του άνδρα της, του Αντώνη Αμπατιέλου, στελέχους του ΚΚΕ και ηγέτη της Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων, με αποκορύφωμα των ενεργειών της (τουλάχιστον όπως χρησιμοποιήθηκε επικοινωνιακά από άλλους, όχι από την ίδια) το θρυλούμενο χαστούκι που έδωσε στη Φρειδερίκη το 1963 στο Λονδίνο, όταν αυτή αρνήθηκε να παραλάβει ένα γραπτό διάβημά της.

Ο Μαραγκόπουλος αποκαλεί το βιβλίο του «μυθιστορία», γιατί αναμιγνύει μυθοπλαστικό υλικό με πλήθος πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, επεισόδια, ειδήσεις, ρεπορτάζ της εποχής, σε δόσεις που δεν είναι εύκολο (ούτε σημαντικό) να προσδιοριστούν, παρόλο που στο επίμετρο του βιβλίου δίνει λεπτομερέστατες πληροφορίες για όλες τις ιστορικές αναφορές του. Πρέπει να πούμε ότι δεν θέλησε να διηγηθεί πρωτίστως μια ερωτική ιστορία. Κυρίως επιχείρησε να προβάλει στην ιστορία ενός εμποδισμένου έρωτα το δράμα της μεταπολεμικής Ελλάδας, μιας πολλαπλά εξαρτημένης χώρας, όπου το πολιτικό παιχνίδι παίζεται στα παρασκήνια με όρους που σωρεύουν επί σκηνής ηρωικά θύματα χωρίς αντίκρισμα για τα όνειρα των θυσιασμένων. Συνθέτει μια ασυνήθιστα ζωντανή, στη ζοφερότητά της, τοιχογραφία της μετεμφυλιακής περιόδου, με περιστατικά όχι μόνο πολιτικής αλλά και κοινωνικής βαρβαρότητας (υφαίνει στην πλοκή ώς και την ιστορία της Σπυριδούλας, της ανήλικης υπηρέτριας που τ΄ αφεντικά της σιδέρωσαν κυριολεκτικά το 1955), αλλά και με αναφορές στην αρχιτεκτονική, τα τραγούδια, τον κινηματογράφο της εποχής, όχι απλώς ως σχόλια αλλά ως οργανικά στοιχεία της αφήγησης, που επηρεάζουν τη συνείδηση των χαρακτήρων ή φέρνουν στο φως κρυμμένα στρώματά της.

Αλλά, κατά τη γνώμη μου, η πιο ενδιαφέρουσα παράμετρος της «μυθιστορίας» (και από πολιτική επίσης άποψη) είναι ο τρόπος που ο συγγραφέας σκιαγραφεί το ζευγάρι των πρωταγωνιστών της και πραγματεύεται τη σχέση τους. Οι δυο τους, μολονότι ομοϊδεάτες, έχουν πολύ διαφορετικό χαρακτήρα και στάση απέναντι στην ιδεολογία τους. Ο Αμπατιέλος είναι ο τύπος του κομμουνιστή που ζει μόνο για τον αγώνα, που είναι αταλάντευτα πιστός στην κομματική γραμμή, που οργανώνει τη διαβίωσή του στη φυλακή (και τη διαβίωση των συγκρατουμένων του) όπως και το συνδικάτο του: με σχολαστική τάξη και πειθαρχία. Προκαλεί ωστόσο αρκετή συμπάθεια με την προσπάθειά του να καταπνίξει συναισθήματα και αμφιβολίες του που θεωρεί άκαιρα ή αποπροσανατολιστικά, παραμένοντας κατά κάποιον τρόπο παιδί, με πολλή αφέλεια, ουσιαστική άγνοια της ζωής και συστολή απέναντι στις προκλήσεις των αισθήσεων. Η Μπέτι, από την άλλη, είναι πολύ πιο γήινη και ανοιχτόμυαλη. Γι’ αυτήν, η κοινή ιδεολογία τους σημαίνει απελευθέρωση όχι μόνον από τον ταξικό ζυγό αλλά από κάθε τι που αλλοτριώνει, εξευτελίζει κι εκμηδενίζει το ανθρώπινο υποκείμενο, αδιάφορο σε τίνος σκοπού τ’ όνομα. Εξανίσταται για την τυφλή αποδοχή από τον άνδρα της ακόμα και των πιο παράλογων αποφάσεων του Κόμματος (π.χ. υπόθεση Πλουμπίδη ή ο χειρισμός του ζητήματος των δηλωσιών) και αντιλαμβάνεται, όπως θα δείξει ιδιαίτερα το σημαδιακό όνειρό της για το «χαστουκόδεντρο», αυτό που εκείνος δεν θέλει ή δεν μπορεί να δει: ότι είναι παγιδευμένος σ’ ένα παιχνίδι που τους κανόνες του ορίζουν άλλοι. Είναι εμβληματικός ο ρόλος που παίζει στην επικοινωνία τους το μυθιστόρημα του Ντ. Χ. Λόρενς «Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι», που η Μπέτι παρακινεί συνεχώς τον άνδρα της να διαβάσει: ο έρωτας, ο σαρκικός έρωτας ως αλήθεια των σωμάτων, που υπερισχύει κοινωνικών φραγμών, συμβάσεων και ιδεών, είναι κάτι που φοβίζει τον Αμπατιέλο, αλλά και τον έλκει κρυφά ολοένα περισσότερο.

Οι καλύτερες σελίδες του βιβλίου (που ευτυχώς συναποτελούν ένα μεγάλο μέρος του) είναι εκείνες που παρακολουθούν τις εσωτερικές διαδρομές της Μπέτι και του Αμπατιέλου στα χρόνια του εγκλεισμού του και των σποραδικών συναντήσεών τους στις φυλακές. Ο Μαραγκόπουλος τις αποδίδει μ’ ένα ύφος ανήσυχο, σπασμωδικό, γεμάτο μεταπτώσεις από το ένα γλωσσικό επίπεδο στο άλλο, προτάσεις που σπάνε απότομα πριν από την ευνόητη ολοκλήρωσή τους ή πριν δηλώσουν κάτι δυσάρεστο κ.λπ. Μέσα από αυτούς τους οιονεί εσωτερικούς μονολόγους βλέπουμε τον αγώνα της Μπέτι για τον άνδρα της ν’ αυτονομείται σταδιακά από την πολιτική της στράτευση (χωρίς ωστόσο να την απαρνείται) και να εμπνέεται ολοένα πιο αυτοτελώς από την προσωπική αγάπη και αφοσίωση, παρ’ όλες τις απογοητεύσεις της από τον σύντροφό της. Και είναι ιδιαίτερα συγκινητική η περιγραφή της πρώτης ερωτικής συνεύρεσης του ζευγαριού μετά την αποφυλάκιση του Αμπατιέλου, γεμάτης αμηχανία, αδεξιότητα, βίαιο πάθος αλλά και τρυφερότητα.

Οι αδυναμίες του βιβλίου εμφανίζονται με τη μεγαλύτερη συχνότητα στην αρχή και στο τέλος του. Εκτός από τους σχηματικούς φανταστικούς διαλόγους όπου μετέχουν γνωστά ιστορικά πρόσωπα (Τσόρτσιλ, Τομ Πάππας, Τζον και Τζάκι Κένεντι, Ωνάσης κ.ά.), θεωρώ ατυχή και την έμπνευση του Μαραγκόπουλου να πλαισιώσει την αφήγηση με τη χρησιμοποιημένη και σ’ ένα από τα πρώτα βιβλία του λογοτεχνική περσόνα του, τον Βενιαμίν Σανιδόπουλο, που υποτίθεται ότι, την κοσμοϊστορική χρονιά του 1989, παίρνει συνεντεύξεις από τον Αμπατιέλο και τη Μπέτι και με βάση αυτό το υλικό γράφει τη «μυθιστορία». Η οργή του Σανιδόπουλου για τα πολιτικά πράγματα, τροφοδοτημένη και από το μίσος του για τον αστυνομικό πατέρα του, παρασύρει τον Μαραγκόπουλο σε αγανακτισμένες κορόνες, που πλησιάζουν επικίνδυνα τη συνθηματολογία. Ευτυχώς τέτοια ολισθήματα είναι σπάνια στο κύριο σώμα του βιβλίου.

Ο 64χρονος σήμερα Αρης Μαραγκόπουλος είναι ενδιαφέρουσα περίπτωση συγγραφέα. Ωρίμασε αργά, με το προηγούμενο μυθιστόρημά του «Η μανία με την άνοιξη» (2006), εγκαταλείποντας μάλλον άγονες εκφραστικές αναζητήσεις, καθοδηγημένες από ετερόφωτες ιδέες για τη λογοτεχνία. Και με τη φετινή «μυθιστορία» του ανεβαίνει ένα ακόμα σκαλί. Πόσο συχνά παρατηρούμε κάτι τέτοιο στην πεζογραφία μας;