Οι επιπτώσεις της εξωτερικής πολιτικής του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Αν και ο ρόλος της Αμερικής ως θεματοφύλακα της διεθνούς τάξης που βασίζεται σε κανόνες δεν υπήρξε ποτέ τόσο απλός όσο πιστεύουν οι υποστηρικτές του, τουλάχιστον αντιπροσώπευε ένα ιδανικό βάσει του οποίου μπορούσαν να διαμορφώνονται προσδοκίες και να αξιολογούνται οι επιτυχίες και οι αποτυχίες της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Ομως, από την επιστροφή του Τραμπ, αυτό – όπως και τόσα άλλα – έχει παραμεριστεί, προσδίδοντας νέα αίσθηση κατεπείγοντος σε ερωτήματα που σιγόβραζαν εδώ και καιρό.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να έκαναν περισσότερα από κάθε άλλη χώρα για τη δημιουργία των συνθηκών ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και σχετικής ειρήνης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. Ποιες εναλλακτικές υπάρχουν απέναντι στην ηγεσία των ΗΠΑ στους τομείς της οικονομίας και της ασφάλειας; Υπάρχουν τομείς στους οποίους η Αμερική παραμένει αναντικατάστατη; Για να αποκτήσουμε μια εικόνα του τι μπορεί να ακολουθήσει, ζητήσαμε από τους συνεργάτες μας να τοποθετηθούν ως προς την ακόλουθη δήλωση: «Καθώς η Αμερική αποσύρεται από την παγκόσμια ηγεσία, άλλοι μπορούν και θα πάρουν τη θέση της».
Η Ουάσιγκτον εξυπηρετούσε πάντα ιδία συμφέροντα
Σε γενικές γραμμές συμφωνώ ότι άλλοι μπορούν και θα πάρουν τη θέση των ΗΠΑ στην παγκόσμια ηγεσία. Αν και η ηγεσία των ΗΠΑ στην οργάνωση της μεταπολεμικής τάξης υπήρξε σημαντική, έχει επίσης υπερτονιστεί από ευνοϊκά διακείμενους δυτικούς αναλυτές, ενώ η συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της Αυστραλίας, του Καναδά και χωρών του Παγκόσμιου Νότου, όπως η Ινδία, αξίζουν μεγαλύτερη προσοχή. Στην πραγματικότητα, η αμερικανική ηγεσία ήταν πάντα επιλεκτική και εξυπηρετούσε ιδία συμφέροντα, ενώ είχε ήδη αρχίσει να φθίνει πριν από την πρώτη προεδρία Τραμπ.
Ακόμη και στην ακμή της μεταπολεμικής τους ηγεσίας, οι ΗΠΑ απέφυγαν να ενταχθούν σε σημαντικές πολυμερείς συμφωνίες, όπως η Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, την οποία αρνούνται να επικυρώσουν, και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, το οποίο έχουν επιχειρήσει ενεργά να υπονομεύσουν. Ούτε υπήρξαν ιδρυτικό συμβαλλόμενο μέρος σε εμβληματικά διεθνή κείμενα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1966. Ετσι, ενώ οι ΗΠΑ κατά καιρούς ηγήθηκαν, σε άλλες περιπτώσεις ακολούθησαν.
Αναμφίβολα, οι ΗΠΑ παραμένουν η ισχυρότερη δύναμη στον κόσμο σε στρατιωτικό, οικονομικό και τεχνολογικό επίπεδο. Ομως η ισχύς δεν ταυτίζεται με την ηγεσία. Η Κίνα είναι ήδη ηγέτιδα στο εμπόριο και τις υποδομές, η ΕΕ ηγείται στην αναπτυξιακή βοήθεια και στην προάσπιση της τάξης που βασίζεται σε κανόνες, ενώ οι BRICS+ πρωτοστατούν στην προώθηση εναλλακτικών θεσμών παγκόσμιας διακυβέρνησης για την ανάπτυξη.
Ενώ η παγκόσμια διακυβέρνηση ωφελείται από την υποστήριξη των ΗΠΑ, ο μετασχηματισμός τους σε καταστροφική δύναμη δεν προμηνύει απαραίτητα την κατάρρευση της παγκόσμιας τάξης.
Οι παίκτες και το στοίχημα της Αφρικής
Η Αφρική υπήρξε ιστορικά πεδίο στρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ παγκόσμιων δυνάμεων, πολλές από τις οποίες εκμεταλλεύονται την υποχώρηση της Αμερικής από τη διεθνή ηγεσία. Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, οι ΗΠΑ δημιούργησαν τη Διοίκηση Αφρικής για την παρακολούθηση εξτρεμιστικών ομάδων, εγκαθιδρύοντας στρατιωτική παρουσία σε καμιά δεκαριά αφρικανικές χώρες. Πιο πρόσφατα, επιχείρησαν να αναχαιτίσουν τις προσπάθειες της Κίνας να ελέγξει την προμήθεια κρίσιμων ορυκτών και μετάλλων της Αφρικής – βασικών συστατικών των τεχνολογιών του μέλλοντος. Παρ’ όλα αυτά, η Κίνα παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της Αφρικής. Το 2024, το εμπόριο με την Κίνα έφθασε τα 295 δισ. δολάρια – τέσσερις φορές περισσότερο από το εμπόριο της Αφρικής με τις ΗΠΑ. Και αυτό πριν ακόμη η κυβέρνηση Τραμπ αρχίσει να επιβάλλει δασμούς σε αφρικανικά προϊόντα.
Αν και οι ΗΠΑ πρόσφατα ανέλαβαν ειρηνευτικές πρωτοβουλίες στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, αυτές θα πρέπει να ερμηνευθούν ως αντίδραση στην κυριαρχία της Κίνας στον εξορυκτικό τομέα της χώρας. Η αμερικανική εταιρεία KoBold Metals υπέγραψε πρόσφατα συμφωνία ύψους 1 δισ. δολαρίων για επενδύσεις στα κοιτάσματα λιθίου της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό.
Η ΕΕ παραμένει επίσης σημαντικός παίκτης στην Αφρική, με διμερές εμπόριο που ανήλθε στα 355 δισ. ευρώ (410 δισ. δολάρια) το 2024. Ομως έχουν αναδυθεί και άλλοι παίκτες. Ετσι, παρά την πολυπλοκότητα της κατάστασης, ένα πράγμα είναι σαφές: πολλοί είναι πρόθυμοι να δοκιμάσουν τα παπούτσια της Αμερικής για να δουν αν τους ταιριάζουν.
«Κλιματική απάτη» και ορυκτά καύσιμα
Αφού δεν έστειλαν κανέναν εκπρόσωπο στη φετινή Διάσκεψη του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (COP30) στη Βραζιλία, οι ΗΠΑ θα αποχωρήσουν πλήρως από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα τον Ιανουάριο. Ευτυχώς, η επιτυχία των παγκόσμιων διαπραγματεύσεων για το κλίμα είναι πιθανότερη χωρίς τις ΗΠΑ παρά με αυτές. Μακριά από το να επιδείξει οποιαδήποτε ηγεσία στο ζήτημα, η Αμερική προσπαθεί να εξαναγκάσει άλλες χώρες να εγκαταλείψουν την «κλιματική απάτη» και να διπλασιάσουν τη χρήση ορυκτών καυσίμων.
Θα καλύψουν όμως άλλοι το κενό; Η κορυφαία προτεραιότητα στην COP30 ήταν η εφαρμογή προηγούμενων δεσμεύσεων, αλλά μέχρι την ημέρα έναρξης, στις 10 Νοεμβρίου, μόνο 112 από τις 194 χώρες είχαν καταθέσει επικαιροποιημένα σχέδια μείωσης των εκπομπών έως το 2035. Ακόμη και η ΕΕ δεν υπέβαλε το δικό της παρά την τελευταία στιγμή. Αν και στο παρελθόν έχει επιδείξει ηγεσία στο κλίμα, με την καθυστέρηση αυτή αποκαλύπτει τις αυξανόμενες διαφωνίες μεταξύ των κρατών-μελών σχετικά με το επίπεδο των φιλοδοξιών τους. Επιπλέον, η χλιαρή στήριξη της Ευρώπης στη χρηματοδότηση των αναπτυσσόμενων χωρών περιορίζει περαιτέρω τον ηγετικό της ρόλο.
Στο μεταξύ, η φετινή διοργανώτρια χώρα, η Βραζιλία, αξιοποίησε τις διπλωματικές της δεξιότητες για να ταρακουνήσει μια διαδικασία COP που έχει καταστεί ολοένα και πιο συγκρουσιακή και αναποτελεσματική. Τέλος, μία θετική εξέλιξη φέτος ήταν η συνεχιζόμενη εντυπωσιακή ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των βιομηχανιών που βασίζονται σε αυτές, όπως τα ηλεκτρικά οχήματα.
Τα διδάγματα των ΗΠΑ στους Κινέζους
Διαφωνώ με την άποψη ότι άλλοι μπορούν και θα πάρουν τη θέση των ΗΠΑ στην παγκόσμια ηγεσία καθώς οι τελευταίες αποσύρονται από αυτήν. Ας εξετάσουμε την Κίνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και κορυφαία βιομηχανική υπερδύναμη. Σαφώς σκοπεύει να επωφεληθεί από την εσωστρεφή στάση της Αμερικής, αλλά προτεραιότητά της είναι η οικοδόμηση εγχώριας οικονομικής ανθεκτικότητας. Οσον αφορά την επέκταση της παγκόσμιας επιρροής της – ιδίως μεταξύ μη δυτικών χωρών – η Κίνα είναι ιδιαίτερα επιλεκτική. Παρότι έχει αξιοποιήσει την απρόβλεπτη προσέγγιση του Τραμπ στο εμπόριο και τη διπλωματία, διστάζει να αναβαθμίσει τον ρόλο της ως παγκόσμιου εγγυητή ασφάλειας. Το δυνατό της σημείο είναι η οικονομική κρατική στρατηγική, την οποία ασκεί μέσω εμπορίου, επενδύσεων και – προσφάτως – ελέγχου εξαγωγών.
Εχοντας παρακολουθήσει επί πολλά χρόνια την αμερικανική συμπεριφορά και χάραξη πολιτικής, οι κινέζοι ηγέτες γνωρίζουν ότι η ανάδειξη σε παγκόσμια υπερδύναμη θα τους ενέπλεκε σε περιφερειακές συγκρούσεις που θα προτιμούσαν να αποφύγουν. Ισως το βαθύτερο μάθημα που έχουν αντλήσει να μην αφορά όσα έκανε η Αμερική, αλλά όσα απέτυχε να κάνει. Γι’ αυτό και η κινεζική εξωτερική πολιτική παραμένει άσκηση προσεκτικής στάθμισης. Παρά τη φλογερή ρητορική για την Ταϊβάν ή τη Νότια Σινική Θάλασσα, το Πεκίνο υπήρξε προσεκτικό ώστε να αποφύγει την άμεση εμπλοκή σε πολέμους που δεν μπορεί να ελέγξει.
Οι ΗΠΑ δίδαξαν στην Κίνα ότι είναι προτιμότερο να διαιτητεύεις σε συγκρούσεις από απόσταση παρά να τις διεξάγεις εκ του σύνεγγυς.







