Οσοι έχουν παρακολουθήσει ταινίες του Τάκη Βογόπουλου ξέρουν πολύ καλά ότι είναι ντελιριακές εμπειρίες… ζωής που δύσκολα ξεχνιούνται. Θα μπορούσες να πεις ότι οι ταινίες του είναι ο ορισμός τού «ό,τι φανταστείς εκεί μέσα θα το βρεις», όμως με έναν περίεργο τρόπο, βλέποντάς τες, θες να δεις τι συμβαίνει – ακόμα και απλώς για να γελάσεις. Ο «Λέων της Πεντέλης» (2015) βασίζεται στις τελευταίες ημέρες του περιβόητου λήσταρχου Νταβέλη και αναφέρεται στη σύγκρουσή του με Αρχές και παρανόμους, στη σχέση του με τη δούκισσα της Πλακεντίας και στην απεγνωσμένη προσπάθειά του για Θείο Ελεος!
Πέντε χρόνια αργότερα, ο «Αλέξανδρος ο Μακεδών», με τον ίδιο τον Βογόπουλο στον ρόλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μας μεταφέρει στο 324 π.Χ., σε μια «αρένα» αναμνήσεων και ψυχεδελικών οραμάτων του μεγάλου στρατηλάτη, λίγο πριν αυτός αφήσει την τελευταία του πνοή. Και τώρα, με την τελευταία ταινία του «The loner», αυτός ο μοναχικός κινηματογραφιστής που θαρρείς ότι κινείται σε έναν εντελώς δικό του κόσμο, μακριά από οτιδήποτε σχετίζεται με τα στάνταρ της ελληνικής κινηματογραφίας, εισχωρεί στα χωράφια του… γουέστερν.
Κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του τίτλου, ο Βογόπουλος, που είναι γεννημένος το 1975, έχει πτυχίο του Παντείου Πανεπιστημίου (Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής και Ανθρωπολογίας) και βρίσκεται στον καλλιτεχνικό χώρο από το 1995, ακολουθεί την πορεία ενός φιλήσυχου φωτογράφου που μετατρέπεται σε… ανελέητο εκδικητή μετά τη δολοφονία της εγκύου γυναίκας του. Ιδιωτική παραγωγή εξαιρετικά χαμηλού προϋπολογισμού, το «The loner» που γυρίστηκε ανάμεσα στους μήνες Μάρτιο και Δεκέμβριο 2024 (ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2025) θα αρχίσει να προβάλλεται από την Πέμπτη αποκλειστικά στο Studio της Πλατείας Αμερικής.
Η ταινία σας, «The loner», διαφημίζεται ως «ελληνικό γουέστερν». Πώς θα τη χαρακτηρίζατε εσείς ο ίδιος μέσα σε μία πρόταση;
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει και το τρέιλερ της ταινίας, το «The loner» είναι μια ιστορία πάθους, τιμής και εκδίκησης.
Πότε αποφασίσατε να γυρίσετε την ταινία και τι σας ώθησε σε αυτή την απόφαση;
Από χρόνια ονειρευόμουν να γυρίσω ένα γουέστερν και επεξεργαζόμουν την ιστορία ενός μοναχικού αινιγματικού εκδικητή του Far West. Την άνοιξη του 2024 με την εύρεση του βασικού χώρου που μετατράπηκε σε σαλούν ξεκίνησαν τα γυρίσματα. Επιχειρώ αυτό που εμπνεύστηκαν πριν από πολλά χρόνια οι ευρωπαίοι δημιουργοί των spaghetti, που αναπαριστούσαν την Αγρια Δύση της Αμερικής μέσα από τα τοπία της χώρας τους. Η χώρα μας δεν στερείται ανάλογων τοποθεσιών και είναι απορίας άξιο πώς δεν έκανε κανείς στην Ελλάδα κάτι ανάλογο μέχρι σήμερα, αφού αυτό το είδος κινηματογράφου υπήρξε ευρύτατα διαδεδομένο και αγαπημένο. Η έρευνά μου περιορίστηκε στο είδος των ευρωπαϊκών γουέστερν, γιατί παρουσιάζουν μια πιο σκοτεινή πλευρά εκείνης της εποχής, σε αντίθεση με την ωραιοποίηση των αντίστοιχων αμερικανικών ταινιών.
Αν και στην ταινία οι κινηματογραφικές επιρροές σας είναι εμφανείς, μιλήστε λίγο για αυτές.
Ομολογουμένως είναι εμφανέστατες οι επιρροές μου. Προσάρμοσα την ιστορία που έγραψα στην αισθητική της περιόδου 1960-1970, την οποία υπεραγαπώ. Αφέθηκα σαν να ζω κι εγώ σε αυτή την περίοδο, με σκοπό να αναβιώσει μια ρετρό ταινία.
Αναφερθείτε σε μερικά από τα αγαπημένα σας κινηματογραφικά γουέστερν.
Ενδεικτικά θα αναφέρω ένα δικό μου top 10 από τον παγκόσμιο κινηματογράφο: «Massacre time», «El Topo», «Kid vegeance», «Red sun», «The proud and the damned», «Arizona colt», «The great silence», «The scalphunters», «Α gunfight», «Seraphim Falls». Σημειωτέον, κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ταινιών είναι η στυλιζαρισμένη βία, κάτι που είναι εμφανές και στη δική μου ταινία.
Πόσο μπορεί να έχει κοστίσει η δημιουργία μιας ταινίας όπως το «The loner»;
Σε γενικές γραμμές μιλάμε για μια ανεξάρτητη low budget παραγωγή. Το προσωπικό μου στοίχημα είναι, βλέποντας κανείς την ταινία, να μη γίνεται αντιληπτό το πραγματικό κόστος παραγωγής. Η γενικότερη δυσκολία χρηματικών πόρων έτσι κι αλλιώς με έκανε πιο ευρηματικό και πιο δραστήριο.
Ποια είναι γενικότερα η άποψή σας για το ελληνικό σινεμά;
Υπάρχει μια «ελιτίστικη» αντίληψη πως το αποτέλεσμα μιας ταινίας είναι συνδεδεμένο με το κόστος παραγωγής, τη διαφήμιση και την άγρα εισιτηρίων. Ετσι παραμερίζεται η καλλιτεχνική αναζήτηση, και σε αυτό αντιστέκομαι σθεναρά, δεν έχασα χρόνο και ενέργεια για να απαιτήσω οποιουδήποτε είδους χορηγία.
Σκέφτεστε κάτι καινούργιο για το μέλλον;
Προς το παρόν σχεδιάζω να στείλω το «The loner» σε φεστιβάλ του εξωτερικού που έχουν θεματική το συγκεκριμένο είδος στο οποίο ανήκει. Εάν μου δοθεί η δυνατότητα να ξαναγυρίσω μια ταινία, ιδανικά θα ήθελα να κάνω το «The loner 2», καθώς το στόρι έχει την προοπτική μιας συναρπαστικής συνέχειας…







