Είμαστε πράγματι χώρα μη κυβερνήσιμη; Για να βεβαιωθούμε πρέπει πρώτα να μας τύχει μια κυβέρνηση πρόθυμη να μας κυβερνήσει – και ικανή να διαχειριστεί τον πειρασμό της οχλοκρατίας στον οποίον υποκύπτουμε. Δεν είναι όσο δύσκολο ακούγεται: η Ελλάδα δεν είναι «αποτυχημένο κράτος»· δεν τελεί υπό καθεστώς εμφυλίου πολέμου, δεν της λείπουν οι θεσμοί· ούτε μπορεί κανείς να μιλήσει για αρπακτικές ελίτ· αν και η διαφθορά είναι διάχυτη, δεν εμφανίζει την έκταση και το βάθος που απαντά π.χ. στη Σομαλία ή στο Σουδάν.
Στην Ελλάδα δεν τίθενται ζητήματα εθνοτικών συγκρούσεων, οικονομικής κατάρρευσης, ξένης εξάρτησης αποικιοκρατικού τύπου ή εχθροπραξιών μεταξύ φυλάρχων. Ούτε η γεωγραφία, ούτε η δημογραφία προκαλούν μη κυβερνησιμότητα. Είμαστε μια μικρή χώρα, σχετικά ομοιογενής, μέλος μιας καλής λέσχης μεσαίων δυνάμεων, με ενάρετη εξωτερική πολιτική και δημοκρατική νομοθεσία. Και παρ’ όλ’ αυτά, δίνουμε λανθασμένη εντύπωση μη κυβερνησιμότητας.
Τι φταίει; Κατ’ αρχάς, η παράδοση του λαϊκισμού που ξεκίνησε το 1974 – ο «λαϊκισμός» του πρότερου αυταρχικού πελατειακού κράτους και των στρατιωτικών δικτατοριών δεν μετράει· ήταν διαφορετικής φύσεως. Επί μισόν αιώνα οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα διαπαιδαγωγούν έναν λαό που αρνείται πεισματικά να τηρήσει τους νόμους· μάλιστα, καθώς οι ίδιοι οι κυβερνώντες τούς παραβιάζουν ή τους παρακάμπτουν, η ανομία λειτουργεί ως πρόσχημα και ως παράδειγμα για τους πολίτες, που δεν είναι «πολίτες».
Η λαϊκιστική και οκνηρή τακτική των κυβερνήσεων έχει διαμορφώσει και στη συνέχεια ανεχθεί συστηματικούς καιροσκόπους, λουφαδόρους, φοροφυγάδες, εχθρούς του ίδιου τους του κράτους, της ίδιας τους της χώρας· βανδάλους και ασυνείδητους εκ των οποίων ένα μέρος αποσκοπεί στην ανατροπή του καθεστώτος («αντιστέκονται», «ξεσηκώνονται») και ένα άλλο μέρος βολεύεται με την ιδιότητα του λαμόγιου – μεταξύ αυτών των δύο παραλλαγών υπάρχει ώσμωση.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ως θεσμική, υποσχέθηκε ότι θα φρόντιζε για την τήρηση των νόμων σε όλους τους τομείς. Αυτό περίμεναν πολλοί από τους ψηφοφόρους της – όχι όλοι· όπως όλα τα κόμματα, η ΝΔ έχει το μερίδιό της από απατεώνες. Πάντως, ο άθλος της νομιμότητας απεδείχθη υπεράνω των δυνάμεών της. Ετσι, πολλά κυβερνητικά στελέχη δείχνουν στοργή στους παραβάτες (ιδιαίτερα όταν πρόκειται για δήθεν «ευάλωτες ομάδες»), φοβία έναντι του «οργισμένου λαού» και ασέβεια προς τους νόμους. Μολονότι η εγκληματικότητα, το τέντωμα των ορίων της νομιμότητας σε σημείο θραύσεως, χαρακτηρίζει πλείστες μαζικές και ατομικές εκδηλώσεις, λίγοι από τους εκλεγμένους επιδεικνύουν θάρρος. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει επιλέξει να διοικεί με βελούδινα γάντια, πασχίζοντας να κατευνάζει τα μονίμως εξημμένα πνεύματα.
Η αποτυχία της δεν εδράζεται σε επιμέρους τομείς – όπου έχει επιτύχει πολλά, ελαφρώς αφανή – αλλά στο γενικότερο ύφος της εξουσίας: είναι λαϊκιστική υπό την έννοια ότι θωπεύει τις συντεχνίες, αποφεύγει τις συγκρούσεις, παραβλέπει τους νόμους ώστε να μη δυσαρεστήσει κανέναν και συνεχίζει κουτσά – στραβά με παλιούς μηχανισμούς διαβρωμένους από φαύλες συνήθειες. Παραλλήλως, κολακεύει τους Ελληνες για τη δήθεν λαϊκή τους σοφία, για τους «αγώνες» και για τις «αγωνίες» τους.
Κάθε στιγμή, στην Ελλάδα παρανομούν πλήθος δημοσίων προσώπων και λειτουργών. Πολλές από τις ασχημίες που συμβαίνουν στη Βουλή, στον στρατό, στα σχολεία, στα ΑΕΙ, στον συνδικαλισμό, στους δρόμους, είναι παράνομες – αλλά ουδείς επικαλείται τον νόμο: για παράδειγμα, τα μπλόκα των αγροτών δεν εντάσσονται στο δικαίωμα συνάθροισης· παραβιάζουν τα άρθρο 292 και 189 του Ποινικού Κώδικα και άλλες διατάξεις (Ν. 4703/2020, ΚΟΚ: Ν. 2696/1999). Αλλά, θα συμφωνήσουμε όλοι (εκτός από τους αριστερούς που πιστεύουν στη λογοδοσία αποκλειστικά και μόνο των «καπιταλιστών» και των «δεξιών»), ότι στη χώρα μας επικρατεί «ατιμωρησία»· η λέξη έχει καταντήσει μπανάλ. Δεν έχουμε γνώση των νόμων, ούτε διδασκόμαστε νομιμοφροσύνη: στο σχολείο οι συνδικαλιστές της ΟΛΜΕ μαθαίνουν τα παιδιά να περιφρονούν τη δημοκρατία και το νομικό σύστημα· στην οικογένεια ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Οχι μόνον εξαιτίας της πεποίθησης ότι κανείς δεν θα τιμωρηθεί αλλά και διότι η παραβίαση των νόμων ισοδυναμεί με μαγκιά.
Οι κακοί πολίτες συνδυάζονται με τους ευθυνόφοβους κυβερνώντες, που δεν καταφέρνουν να λύσουν ούτε το πρόβλημα της βραδύτητας της Δικαιοσύνης, το οποίο επιδεινώνει την ήδη αντιπολιτική συμπεριφορά και παράγει ατιμωρησία μέσω παραγραφών αδικημάτων και γενικευμένης καταπόνησης. Ενας άριστος υπουργός Δικαιοσύνης (με τον οποίον έρχομαι να συμφωνήσω περί της κυβερνησιμότητας της χώρας μας) δεν αρκεί για να μαζέψει περιφερόμενους δολοφόνους και δράστες θανατηφόρων τροχαίων, βαρυποινίτες και ισοβίτες που αποφυλακίζονται μέσα σε λίγα χρόνια (το 40% των οποίων υποτροπιάζουν)· όσο για τους αναρχοφασιστομπαχαλάκηδες, τους καταστροφείς δημόσιας περιουσίας και τους μικροτρομοκράτες, κανείς δεν τους αγγίζει υπό τον φόβο ότι η μαμά τους θα οργανώσει συλλαλητήριο. Εξάλλου, γίνεται τέτοια κατάχρηση ποινών με αναστολή ώστε η δικαστική διαδικασία ακυρώνεται.
Εκτός του ότι έχουμε μπλέξει με ποικίλες μαφίες – μπροστά στις οποίες το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη φαίνεται πελαγωμένο – ο συνδικαλισμός έχει εισχωρήσει ακόμα και στον στρατό με αποτέλεσμα ευτράπελη στρατιωτική αριστεροσύνη.
Η παρανομία είναι τόσο διαδεδομένη – το δείχνει η δυσλειτουργία των σιδηροδρόμων, το πάρτι των αγροτικών επιδοτήσεων και οι άνθρωποι των σπηλαίων με τις Πόρσε – ώστε το κυνήγι των ενόχων χάνεται σ’ έναν κυκεώνα. Εχουμε πεισθεί ότι δεν υπάρχει ατομική ευθύνη, άρα, είτε φταίμε όλοι, είτε κανείς. Το πιο καθησυχαστικό είναι βεβαίως το «κανείς», οπότε επιρρίπτουμε τις ευθύνες σε κάποιο φάντασμα που ονομάζουμε Σύστημα. Εξυπακούεται ότι στον λαϊκισμό και στον αντισυστημισμό συμμετέχουν τα ΜΜΕ, που δίνουν βήμα σε ασυνάρτητα άτομα και ενισχύουν προκαταλήψεις, ανορθολογισμό και φανατισμό· η επονομαζόμενη κοινή λογική σπανίως ακούγεται.
Θα τολμούσε η κυβέρνησή μας να απαγορεύσει τα social media στους ανηλίκους όπως έκανε η αυστραλιανή; Οχι· να μη χαλάσουμε τις καρδιές μας… Δεν πρόκειται μόνο για ψηφοθηρία· πρόκειται για νευρωτική ανάγκη αποδοχής· όμως, αν μια κυβέρνηση αναβάλλει μέτρα που έχουν πολιτικό κόστος και προσπαθεί να διαχειριστεί τις καταστάσεις με προτροπές, δεν διαφέρει από τις προηγούμενες.







