Γυρίζοντας, παραμονή Πρωτοχρονιάς από τα κάλαντα και από τα ποδαρικά που είχα κάνει πιο πριν, ξεκινώντας χαράματα, κατά τις εφτά, φορτωμένος λεφτά, περνώ μπροστά απ’ το «Παντοπωλείον Η ειλικρίνεια» του κυρ Παράσχου (ή ώρα πια πλησίαζε δώδεκα) όπου δούλευα μερικές ώρες τα απογεύματα των Εορτών, που δεν είχαμε σχολείο – ο Μπακάλης με φώναξε:
– Νικολάκη, έλα δω, κρύο, καιρός για δράση.
– Τι είναι κυρ Παράσχο, αφού θα ‘ρθω το απόγεμα.
– Είναι μια γριά, η κυρα-Ολυμπία, ξέρεις, κοντά στα σπίτια των Μηχανικών, που ξέμεινε από υγραέριο στο Πετρογκάζ και δεν έχει η καημένη να ψήσει ούτε καφέ. Να πας τώρα αμέσως να της περάσεις μια καινούργια μποτίλια. Μου είπε ότι θέλει εσένα, να της κάνεις και ποδαρικό. Δεν ξέρω πού έμαθε ότι κάνεις καλό ποδαρικό.
– Δεν έχω ξαναπεράσει μποτίλια υγραερίου, του λέω. Δεν ξέρω. Να μην της ανατινάξω το σπίτι, χριστουγεννιάτικα.
– Εγώ δεν μπορώ να αφήσω το μαγαζί, έχω πολλή δουλειά. Να, τώρα, θα σου δείξω, μου λέει, μια βίδα είναι που βιδώνεις, τίποτε, πανεύκολο.
Και με σέρνει άρον άρον στο μπακάλικο (περίμεναν τρεις πελάτες) που είναι μεγάλο μαγαζί και οπωροπωλείο μαζί, πρατήριο άρτου και παγωτατζίδικο – το καλοκαίρι. Με πάει γρήγορα στη γωνία, στις μποτίλιες, όπου έχει και καινούργιες συσκευές Πετρογκάζ, με δυο μάτια, ένα μικρό για καφέ κι ένα μεγαλύτερο, για μαγείρεμα. Παίρνει ένα κλειδί εικοσιεφτάρι και μου λέει με αυτό θα βιδώσεις αυτή τη βίδα της μποτίλιας που έχει αριστερά πάσα, θα τη σφίξεις καλά, πάνω στην υποδοχή του λάστιχου απ’ το Πετρογκάζ και μετά θα ανοίξεις αργά αυτή τη στρόφιγγα.
Τι να κάνω, βάζω το κλειδί στην τσέπη και παίρνω μια καινούργια πορτοκαλί μποτίλια στον ώμο και ξεκινάω για το σπίτι της γριάς – ήμουνα δεκατεσσάρων χρονών, δυνατό παιδί, κι είχα αρχίσει να βγάζω τρίχες στο μουστάκι και στις φαβορίτες. Και δεν ξέρω πώς έγινε και κυκλοφόρησε αυτή η φήμη ότι κάνω καλό ποδαρικό την Πρωτοχρονιά. Μάλλον από πέρσι, που είχα πάει σε μια άλλη γριά, την κυρα-Βαλασία, πρωί, κατά τις εφτά παρά, έσπασα ένα ρόδι (κουβαλούσα καμιά δεκαριά σε ένα σακούλι) στην πόρτα της, είπα τις ευχές για στέρεο σπίτι και υγεία όσων μένουν σε αυτό, μπήκα με το δεξί, με κέρασε, μου έδωσε κι ένα ασημένιο εικοσάρικο. Και σε μια βδομάδα, εντελώς αναπάντεχα, χωρίς να τον περιμένει, μετά από χρόνια που ήταν εξαφανισμένος, γύρισε στο χωριό ο γιος της από την Ολλανδία, πλούσιος πια, με μια μεγάλη αστραφτερή κουρσάρα, γεμάτη δώρα. Ε, αυτή η γιαγιά και μια άλλη παρακάτω, που είχα πάει και η κόρη της κέρδισε κάποια λεφτά στο Πρωτοχρονιάτικο Εθνικό λαχείο, μου βγάλανε το όνομα σε όλο το Στρατώνι, το χωριό μας, ότι κάνω το καλύτερο ποδαρικό.
Φέτος, μέρες, ακόμα, πριν τα Χριστούγεννα, ήρθανε στο σπίτι μας πάνω από δέκα γυναίκες, ηλικιωμένες και νεότερες και βρήκανε τη γιαγιά μου τη Σμαρώ και κλείσανε μαζί της παραγγελία να πάω να τους κάνω εγώ, πρωί πρωί, χαράματα, ποδαρικό, την Πρωτοχρονιά, για να κυλήσει καλά ο χρόνος. Ξεκίνησα λοιπόν σήμερα, αξημέρωτα σχεδόν, έχοντας μαζί μου ένα σακούλι γεμάτο με ρόδια, κι άρχισα να εκτελώ τις παραγγελιές. Ισα που χάραζε, ήταν σχεδόν σκοτάδι ακόμα και δεν είχαν ξεκινήσει τα άλλα παιδιά να λένε τα κάλαντα, ήταν πολύ νωρίς – αλλά εγώ έπρεπε να προλάβω να πάω πρώτος σε όλα τα σπίτια που με ζήτησαν, πριν πάνε άλλοι και κάνουνε εκείνοι ποδαρικό χωρίς να το θέλουν.
Είναι η εποχή της χούντας και οι περισσότεροι άντρες του Στρατωνίου (όσοι δεν έχουν φύγει το εξήντα για το Βέλγιο και τη Γερμανία ή δεν ταξίδευαν με τα καράβια) δουλεύουνε ακόμα στην Εταιρεία, δηλαδή στα μεταλλεία, στις στοές της Μαντέμ – Λάκκο, του μεγάλου αφεντικού Πρόδρομου Μποδοσάκη. «Ανώνυμος Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων». Κάνανε εξορύξεις σιδηροπυρίτη μεταξύ Στρατωνίου και Στρατονίκης.
Η δουλειά είναι βαριά, δύσκολη στις στοές, μια κόλαση στις βαθιές, υπόγειες γαλαρίες, αλλά το μεροκάματο καλό, αν και μερικοί πεθαίνουνε νέοι από χαλίκωση, δηλαδή από την επικάθηση της σκόνης των στοών στα πνευμόνια τους. Φτιάχτηκε κάπως το χωριό, συμμαζεύτηκε, άνοιξαν μαγαζιά, ανακαίνισαν το σχολείο, ενώ στην άκρη του οικισμού ο Μποδοσάκης έχτισε την μεγαλοπρεπή βίλα του και γύρω πολύ ωραίες, περίεργες οικίες κυκλαδικού ρυθμού, όπου κατοικούσανε τα διευθυντικά στελέχη της Εταιρείας με τις οικογένειές τους.
Η Γειτονιά των Μηχανικών, έτσι λέμε τη μικρή, πλούσια συνοικία τους. Κι εκεί μένουνε χημικοί και διευθυντές με γερούς μισθούς. Ας πούμε ενώ ο πατέρας μου που δουλεύει εργάτης στις γαλαρίες παίρνει 50.000 δρχ. τον μήνα, πολύ καλά χρήματα για την εποχή, εκείνοι παίρνουνε από 500.000 ως και 800.000. Πολλά λεφτά.
Οι ωραίες βίλες των Μηχανικών είναι ο στόχος όλων των παιδιών που λένε τα κάλαντα, αλλά κι εμένα που επιπλέον με φώναζαν για ποδαρικό – και είχαμε μάθει από τις προηγούμενες χρονιές ποια σπίτια είναι γενναιόδωρα, ποια τσιγκούνικα, και πού σε διώχνουν φωνάζοντάς σου, χωρίς να ανοίξουν καν την πόρτα, «Φύγετε, μας τα είπαν κι άλλοι». Αυτή η κουβέντα πάντα με στενοχωρούσε, με πλήγωνε. Οχι για τα λεφτά που δεν μας έδιναν, αλλά ένιωθα πως είχε μια σκληρότητα, έτσι όπως τη φώναζαν και χρονιάρες μέρες που ήταν. Και είχε διαδοθεί πως στις πιο πλούσιες οικίες των Μηχανικών, είχανε ένα μπολ με λεφτά, κέρματα γερά, δεκάρικα και ασημένια χουντικά εικοσάρικα, αλλά και αρκετά χάρτινα, δηλαδή πενηντάρικα και κατοστάρικα που τα έδιναν πρώτα – μετά άρχιζαν να δίνουνε τα καλά κέρματα και τα πιο ψιλά. Αλλά έπρεπε να πας την κατάλληλη ώρα για να πετύχεις χάρτινο, δηλαδή μεταξύ οχτώ και οχτώμιση.
Νωρίτερα κοιμόντουσαν, δεν σου ανοίγανε, ενώ μετά τις εννιά είχανε απομείνει τα ψιλολόγια και τα γλυκά – αλλά πόσα γλυκά να φας; Νωρίς νωρίς είχαμε μπουχτίσει, είχαμε σκάσει από κερασμένα τσουρέκια, κανταΐφια και σιροπιαστά που μας έδιναν οι πιο φτωχοί αλλά συνήθως οι πιο τσιγκούνηδες. Και πολλά σοκολατάκια, κουραμπιέδες ή, πιο συχνά, μόνο κανένα μανταρίνι, όσοι δεν είχαν ή ήτανε σπαγκοραμμένοι.
Οπότε γίναμε εξπέρ στις διαδρομές, σε ποια βίλα και σπίτι θα πάμε πρώτα και πού μετά – ανεβαίνοντας τώρα προς το σπίτι της γριάς Ολυμπίας που με περιμένει, τα σκέφτομαι όλα αυτά και πώς άλλαξε το παιχνίδι με τα ποδαρικά και τη φήμη που είχα βγάλει. Αφήνω για λίγο την μποτίλια με το υγραέριο στο χώμα να πάρω μιαν ανάσα και συλλογιέμαι πως φέτος έβγαλα αρκετά χρήματα (βάζω το χέρι στις γεμάτες τσέπες και καταλαβαίνω πως είναι κοντά στα τρία χιλιάρικα) και πως θα αγοράσω το δώρο που θέλω για τη μητέρα μου, αλλά επιτέλους κι εκείνο το πικάπ που ονειρεύομαι, εδώ και δυο χρόνια, για μένα. Παίρνω μερικές βαθιές αναπνοές.
Κοιτάζω κάτω τον κόλπο του Στρατωνίου, της Ακάνθου όπως λέγεται, δεξιά, στην άκρη, το εργοστάσιο της Εταιρείας όπου ξεχωρίζουν τον σιδηροπυρίτη από άλλες προσμείξεις και στην παραλία τη σκάλα όπου φορτώνουνε σε βαπόρια το τελικό προϊόν για εξαγωγή. Κάνει κρύο γερό αλλά είμαι ντυμένος καλά με παλτό, τραγιάσκα και πέτσινα γάντια – η ατμόσφαιρα σε όλο το χωριό είναι, αυτή την ώρα, γιορταστική, πανηγυρική. Ολα τα σπίτια στολισμένα με χρωματιστά λαμπιόνια που αναβοσβήνουν, στολισμένα πουρνάρια κι αρκουδοπούρναρα (στο χωριό δεν έχουμε έλατα) που φαίνονται μέσα απ’ τα τζάμια, κρεμασμένοι Αϊ-Βασίληδες στις στέγες και λαμπερά αστέρια. Η βαριά υγρασία και η ελαφριά ομίχλη που αιωρούνται σε ορισμένα σημεία δίνουν στο χωριό μια διάσταση κάπως μυθική όπως σέρνονται στους δρόμους παίρνοντας διάφορα χρώματα.
Ξανακατσικώνομαι την πορτοκαλί μποτίλια με το υγραέριο στην πλάτη και τραβάω πάλι ανηφορικά, προς το σπίτι της Ολυμπίας που είναι στο όριο με τις οικίες των Μηχανικών – ακούω ακόμη σποραδικά, μακρινά κάλαντα από μερικά παιδιά, που άργησαν να ξυπνήσουν και είναι τα τελευταία γιατί ή ώρα πλησιάζει δώδεκα το μεσημέρι.
Συνεχίζω να προχωρώ επαναλαμβάνοντας «εικοσιεφτάρι κλειδί (το είχα στην τσέπη), αριστερά πάσα, δεξιό, καλό βίδωμα στη μεταλλική υποδοχή που έχει το λάστιχο του Πετρογκάζ και μετά θα ανοίξω αργά τη στρόφιγγα». Το φοβάμαι το υγραέριο, δεν το είχα συνηθίσει γιατί έχει έρθει πριν λίγο καιρό και στο Στρατώνι, αφότου άνοιξε η ESSO PAPPAS στη Σαλονίκη – μέχρι πρόσφατα είχαμε όλοι γκαζιέρες. Και δεν έχω ξαναβάλει μποτίλια – είναι η πρώτη φορά. Εχω πολύ άγχος, φοβάμαι μη γίνει καμιά έκρηξη και τινάξω τη γιαγιά Ολυμπία στον αέρα, πρωτοχρονιάτικα. Κι όσο πλησιάζω τόσο η αγωνία μου μεγαλώνει.
Φτάνω στο μικρό πλινθόκτιστο σπιτάκι της γιαγιάς, που είναι τρία ισόγεια δωμάτια και μια μικρή κουζίνα, κολλητή, μέσα σε μια αυλή. Η γριά Ολυμπία ζει μόνη της εδώ, αφότου πέθανε ο άντρας της στα πενήντα του από τη χαλίκωση και ο γιος της έφυγε στο Βέλγιο – παίρνει η γριά μια σύνταξη κι ένα έξτρα βοήθημα απ’ την Εταιρεία. Μου ανοίγει την πόρτα λέγοντας καλώς τον – χρόνια πολλά της απαντώ. Θα ‘ναι γύρω στα εξήντα, φοράει μαύρο τσεμπέρι, τερλίκια και παντόφλες, και από το μάτι της φαίνεται πολύ αυτάρχα, αν και όχι εντελώς στα καλά της. Το αριστερό της χέρι τρέμει από πάρκινσον. Ασε έξω την μποτίλια, μου λέει, να μου κάνεις πρώτα το ποδαρικό.
Εντάξει της λέω, αφήνω την μποτίλια, βγάζω ένα ρόδι από τα δύο που μου είχαν μείνει απ’ το πρωί στην τσέπη του παλτού, το σβουρίζω δυνατά κάτω, μέσα, στο πάτωμα, κι εκείνο σπάει και διαλύεται σε ροδαλά σπόρια. Πέτρα να μη ραγίσει, λέω, κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει. Και περνώ μέσα στο σαλονάκι πρώτα με το δεξί πόδι. Υγεία, γιαγιά Ολυμπία, κι ό,τι επιθυμείς, φέτος, να γίνει. Αμήν, μου λέει και κάτσε στο μιντέρι να σε κεράσω – απέναντι έκαιγε μια μαντεμένια στρόγγυλη σόμπα με καυσόξυλα. Πήγα κοντά, ζέστανα λίγο τα χέρια μου, έβγαλα το παλτό και κάθισα στο μιντέρι. Απέναντι είχε έναν μπουφέ με κολεδάκια και πάνω φωτογραφίες με τον άντρα και με τον γιο της. Με κέρασε λικέρ μπανάνα και ύστερα γλυκό περγαμόντο.
Μετά μου έβαλε στο χέρι ένα κέρμα – ένα δεκάρικο. Κατόπιν άρχισε να μου λέει κάτι μπερδεμένα πράγματα για τον γιο της στο Βέλγιο και για τον άντρα της – κάποια στιγμή που σταμάτησε βρήκα την ευκαιρία, σηκώθηκα, φόρεσα το παλτό και της λέω, άντε γιαγιά Ολυμπία, να σου περάσω την μποτίλια και να φεύγω γιατί με περιμένουνε στο σπίτι να φάμε για μεσημέρι. Κάτσε μου λέει, να σου πω και για – όχι της λέω, πρέπει να πηγαίνω.
Στην κουζίνα είναι το Πετρογκάζ; Ναι, μου απαντάει. Βγαίνω έξω παίρνω την μποτίλια και με φόβο και προσοχή τη συνδέω στο λάστιχο – σωλήνα της συσκευής που, κάποιος μάστορας που θα είχε βάλει η κυρα-Ολυμπία, έκανε μια τρύπα στον τοίχο και το συνέδεε με την μποτίλια να είναι απέξω απ’ την κουζίνα, δίπλα στον τοίχο, σε σκιερό μέρος, για ασφάλεια. Τη βιδώνω όπως μου είπε ο μπακάλης, τη σφίγγω καλά, και μετά ανοίγω απαλά τη στρόφιγγα. Η γιαγιά Ολυμπία έχει βγει και με βλέπει. Τελειώνοντας μου λέει, εντάξει; Εντάξει, λέω, και χρόνια πολλά, καλή χρονιά. Αντε ευχαριστώ, μου απαντάει, πάω να ψήσω έναν καφέ, γιατί απ’ το πρωί δεν ήπια.
Παίρνω την κατηφόρα ξαλαφρωμένος που όλα πήγαν καλά και δεν ανατινάχτηκε η μποτίλια – αλλά δεν έχω κάνει πενήντα μέτρα και ακούγεται το μεγάλο Μπαμ, συμβαίνει το υπερφυές θαύμα. Παγώνω, γυρίζω προς τα πίσω κι αρχίζω να τρέχω προς το σπίτι της γριάς. Φτάνοντας βλέπω πως η μποτίλια δεν έχει σκάσει και της κλείνω αμέσως τη στρόφιγγα. Μπαίνω στο σπίτι και βλέπω τη γριά που κακογλίτωσε πεσμένη στο μιντέρι να τρέμει ολόκληρη – γυρίζω, πάω στην κουζίνα κι αφήνω την πόρτα ανοιχτή: το Πετρογκάζ έχει μισοανατιναχτεί και το παράθυρο έχει διαλυθεί. Ποιος ξέρει τι να έχει γίνει – ίσως η γριά να είχε ξεχάσει κανένα μάτι της συσκευής μισάνοιχτο από πριν (είχε και το πάρκινσον) και έγινε διαρροή και μετά, μόλις αυτή άναψε το Πετρογκάζ κι ευτυχώς βγήκε για λίγο απ’ την κουζίνα, έγινε η έκρηξη, που δεν ήτανε και πολύ δυνατή, γιατί το αέριο θα είχε ήδη αραιώσει κάπως με τον αέρα.
Πάντως ο κυρ Παράσχος ο παντοπώλης τής έδωσε της γιαγιάς ένα καινούργιο Πετρογκάζ κι εμένα με απέλυσε γιατί κάποιος έπρεπε να πληρώσει τη νύφη – άντε να βρεις άκρη. Και μετά απ’ αυτό χάλασε, καταστράφηκε, πια, και η φήμη μου ότι έκανα το πιο καλό ποδαρικό. Αλλά δεν με νοιάζει.
Εχω βγάλει τρίχες, μουστάκι στο πάνω χείλος και στις φαβορίτες, τον επόμενο μήνα μπαίνω στα δεκαπέντε και δεν θα ξαναπώ, πια, τα κάλαντα. Με τα λεφτά όμως που έβγαλα αυτά τα Χριστούγεννα, πήρα στη μάνα μου δώρο ένα ωραίο, γυάλινο σερβίτσιο για λικέρ, και για μένα εκείνο που ονειρευόμουνα: ένα πικάπ μάρκας DUAL, απ’ τα καλύτερα, με αποσπώμενα μικρά ηχεία – είναι ολόκληρο ηχοσύστημα. Το πιο ωραίο: έχει έναν μεταλλικό άξονα στο κέντρο, όπου βάζεις και δεύτερο δίσκο που πέφτει στο πλατό, αυτόματα, και παίζει μόνος του, μόλις τελειώσει ο προηγούμενος.







