Εναν νέο χώρο για μια ακόμη ουσιαστική ανάγνωση της ρωσικής παράδοσης και της πιανιστικής της κληρονομιάς δημιουργεί το αφιέρωμα του Μεγάρου Μουσικής στον σπουδαίο Σεργκέι Ραχμάνινοφ. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος θα καταθέσει το σπάνιο ερμηνευτικό του ιδίωμα, τη φιλοσοφική συνέπεια και την εσωτερική διαύγεια με την οποία προσεγγίζει τον Ραχμάνινοφ. Στοιχεία που καθιστούν τη συμμετοχή του σε αυτό το αφιέρωμα κάτι περισσότερο από μια προγραμματική παρουσία. Οπως λέει, είναι ευκαιρία να συναντηθεί εκ νέου με έναν συνθέτη «που καλλιέργησε έναν μοναδικό χώρο ανάμεσα στη δεξιοτεχνική υπερένταση και την πνευματική εξομολόγηση. Για μένα ο Ραχμάνινοφ δεν είναι απλώς ένας ρομαντικός συνθέτης στο τέλος μιας εποχής· είναι ένας βαθιά υπαρξιακός δημιουργός, στον οποίο η μουσική λειτουργεί ως μορφοποιητική δύναμη απέναντι στο χάος του συναισθήματος. Αυτή η σχέση, η “ένταση ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως”, με συνοδεύει από τα νεανικά μου χρόνια, όταν άρχισα να συνειδητοποιώ πως η μουσική και η φιλοσοφία συναντώνται σε ένα κοινό σημείο: στην ανάγκη να δοθεί νόημα στο ασύλληπτο».
Στον πυρήνα του ρεσιτάλ του βρίσκονται σημαντικά σολιστικά έργα για πιάνο των Μότσαρτ και Σοπέν και κορυφώνεται με μια ανάγνωση της συγκλονιστικής Δεύτερης Σονάτας του Ραχμάνινοφ, στην πρωτότυπη εκδοχή της του 1913, μια σπάνια επιλογή λόγω των ακραίων δεξιοτεχνικών προκλήσεών της. Η επιλογή της από τον Βασίλη Τσαμπρόπουλο δεν είναι τυχαία αφού αξιολογεί ότι πρόκειται για ένα έργο στο όριο της υπέρβασης, σωματικής, πνευματικής αλλά και τεχνικής. «Δεν είναι εξευγενισμένη ούτε “τακτοποιημένη”· είναι σχεδόν ανεπεξέργαστη ενέργεια, ένας Ραχμάνινοφ που δεν φοβάται ακόμη να δείξει το βάρος της ψυχής του. Επέλεξα αυτή την εκδοχή γιατί θεωρώ ότι εκεί, στην πρώτη μορφή της Σονάτας, συλλαμβάνουμε τον πυρήνα της δημιουργικής του αγωνίας: τη διαρκή πάλη ανάμεσα στο διονυσιακό ξέσπασμα και την μορφική πειθαρχία. Για έναν ερμηνευτή που συνδέει τη μουσική με μια φιλοσοφική αναζήτηση, αυτή η εκδοχή είναι σχεδόν απαραίτητη· είναι το σημείο όπου η μουσική αποκαλύπτει την αλήθεια της πριν ακόμη “συμβιβαστεί”». Ο σπουδαίος ερμηνευτής εξηγεί ότι αντιμετωπίζει τη Σονάτα ως μια τραγωδία χωρίς λόγια. Το υλικό για τον Βασίλη Τσαμπρόπουλο δεν είναι απλώς μουσικό, είναι σχεδόν δραματικό, κάθε θεματική είσοδος λειτουργεί σαν πρόσωπο που αναζητά τη δικαίωση της ύπαρξής του. «Στο πρώτο μέρος εστιάζω στην αρχιτεκτονική της έντασης, στη συσσώρευση της ενέργειας. Στο δεύτερο, αναζητώ την “πληγή” πίσω από τη μελωδία: εκεί όπου ο Ραχμάνινοφ μιλά με μια σπάνια ειλικρίνεια. Στο φινάλε η προσέγγισή μου είναι περισσότερο μεταφυσική παρά τεχνική, το ζητούμενο δεν είναι η δεξιοτεχνία αλλά η απελευθέρωση μιας συσσωρευμένης ύπαρξης. Αυτό που ονομάζουμε “λάμψη” στη γραφή του δεν είναι ποτέ εξωτερικό εφέ, είναι μια εσωτερική ανάφλεξη».
Το πρόγραμμά σας συνδέει Μότσαρτ, Σοπέν, Ραχμάνινοφ σε μια ενιαία αφήγηση. Ποια είναι η συνοχή ανάμεσά τους;
Η συνοχή βρίσκεται στη μεταμόρφωση της ανθρώπινης ευαισθησίας μέσα σε τρεις διαφορετικές εποχές. Ο Μότσαρτ εκπροσωπεί την καθαρότητα της μορφής, την ιδέα ότι η μουσική μπορεί να συλλάβει την ισορροπία του κόσμου. Ο Σοπέν, τη μετάβαση στην εσωτερικότητα – τη στιγμή όπου ο άνθρωπος στρέφεται στον ίδιο του τον ψυχισμό. Ο Ραχμάνινοφ, τέλος, εκφράζει το όριο αυτής της εσωτερικότητας, όταν η μορφή απειλείται από τα ίδια τα συναισθήματα. Με άλλα λόγια, το πρόγραμμα παρακολουθεί την πορεία της ευρωπαϊκής ψυχής από τη διαύγεια στην εξομολόγηση και από εκεί στην υπαρξιακή έκρηξη.
Με ποιον τρόπο διαμορφώνει την ερμηνεία σας η ισορροπία λόγιας και τζαζ μουσικής;
Η τζαζ μού έμαθε την ελευθερία της στιγμής. Η κλασική μουσική, την πειθαρχία της μορφής. Αυτές τις δύο περιοχές δεν τις βίωσα ποτέ ως αντίθετες. Είναι δύο διαφορετικές όψεις της ίδιας ανάγκης να συλληφθεί αυτό που ο νους και το συναίσθημα παράγουν τη στιγμή της μουσικής πράξης. Σήμερα, στην κλασική μου ερμηνεία υπάρχει η διαύγεια που μου χάρισε η ECM μέσα στα χρόνια της συνεργασίας μας, αλλά και η εσωτερική τόλμη που προέκυψε από τους αυτοσχεδιασμούς και τις συναυλίες σε όλο τον κόσμο.
Πώς συναντώνται στον τρόπο που παίζετε η πειθαρχία και η εκφραστική ελευθερία;
Αυτό το ισοζύγιο δεν είναι τεχνικό, είναι υπαρξιακό. Πιστεύω ότι στην τέχνη, όπως και στη φιλοσοφική σκέψη, η ελευθερία δεν προκύπτει από την κατάργηση των ορίων αλλά από την εσωτερίκευσή τους. Στη σκηνή, λοιπόν, η πειθαρχία υπάρχει σαν «σιωπηλός άξονας». Επάνω του έρχονται να κινηθούν η αναπνοή, η αυθορμησία, η στιγμή. Δεν επιδιώκω ποτέ να εκπλήξω, επιδιώκω να είμαι αληθινός απέναντι στο έργο.







