Τις τελευταίες ημέρες, συζητάμε δημοσίως για τον Χατζιδάκι. Οχι με τον τετριμμένο τρόπο που συνήθως το κάνουμε, όταν σπεύδουμε να αποδώσουμε στον μεγάλο νεοέλληνα συνθέτη χαρακτηριστικά καλλιτεχνικής ευαισθησίας, όταν δηλαδή υιοθετούμε έναν γενικόλογο χαρακτηρισμό, ξεμπερδεύοντας με την υποχρέωση εμβάθυνσης στην προσωπικότητα και στο έργο του. Αλλά επί της ουσίας. Συζητάμε, δηλαδή, αν δικαιούνται να αποδώσουν τραγούδια του η τραγουδίστρια Νατάσσα Μποφίλιου και ο επίσης τραγουδιστής Γιάννης Χαρούλης, αν και ο διαχειριστής της καλλιτεχνικής περιουσίας του συνθέτη, ο γιος του Γιώργος Χατζιδάκις, το έχει απαγορεύσει.

Κατά τη γνώμη μου, το καλλιτεχνικό έργο μιας προσωπικότητας που δέσποσε μια εποχή δεν μπορεί να είναι αποκλεισμένο από την ερμηνεία του στις επόμενες εποχές. Τα έργα και η ερμηνεία τους δεν μπορούν να αποκλείονται από τις επανερμηνείες τους, δεν μπορούν να αποκλείονται από την πιθανότητα να εκφράσουν τις εποχές μετά την έκλειψη του καλλιτέχνη.

Είναι αλήθεια ότι ο Χατζιδάκις, ιδίως τα τελευταία χρόνια της ζωής του, είχε κατασταλάξει στο ιδίωμα με το οποίο εκφραζόταν στα τραγούδια του και στους κύκλους τραγουδιών του. Υπό το πρίσμα της προσωπικής του ματιάς, μάλιστα, απαξίωνε κάποια νεανικά του τραγούδια, επειδή θεωρούσε ότι δεν υπηρετούσαν την ολοκληρωμένη του ματιά στα πράγματα. Είτε είχε είτε δεν είχε δίκιο, γούστο του και καπέλο του, επειδή εκείνος ήταν ο καλλιτέχνης, δικό του το έργο και δικά του τα κριτήρια με τα οποία αξιολογούσε τις διάφορες περιόδους της καλλιτεχνικής του διαδρομής.

Με την έκλειψή του, όμως, και επειδή είχε την ευτυχία το έργο του να είναι δημοφιλές και αγαπητό σε άλλους καλλιτέχνες, θα ήταν παράδοξο οι κληρονόμοι του να ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα επαναποδιδόταν στο μέλλον, τον τρόπο δηλαδή των επανεκτελέσεών του. Η ερμηνεία ενός έργου είναι υπόθεση όσων καταπιάνονται με αυτό όταν ο δημιουργός του έχει αποχωρήσει. Εκτός από τα πνευματικά δικαιώματα, τα οποία ορίζονται από τους νόμους, κανείς κληρονόμος δεν μπορεί να έχει άποψη για τις ορχήστρες και τους τραγουδιστές, για τα ηχοχρώματα και τις επανεκτελέσεις, για το πλαίσιο όπου το έργο χρησιμοποιείται και για την ερμηνεία του. Ακόμα και σε ακραίες περιπτώσεις, αν π.χ. επιχειρήσουν να τραγουδήσουν, δηλαδή επιχειρήσουν να οικειοποιηθούν τον Χατζιδάκι π.χ. εξτρεμιστές ακροδεξιοί, ακόμα και τότε ο λόγος ενός κληρονόμου οφείλει να είναι κριτικός, απαξιωτικός αν θέλει, αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να είναι απαγορευτικός.

Η σχέση με το έργο του Χατζιδάκι, εν προκειμένω, είναι υπόθεση όσων καλλιτεχνών ασχολούνται με αυτό. Το ίδιο και οι ενορχηστρώσεις, οι συναυλίες, οι τραγουδιστές. Οι εποχές μουσικά έχουν αλλάξει και ένα τέτοιο καλλιτεχνικό κεφάλαιο δεν μπορεί να μένει δεσμευμένο. Σε περιβάλλοντα ελευθερίας, είναι ανάγκη να συμβαίνει το αντίθετο.

Κι αν μια ερμηνεία θεωρηθεί άτυχη, ή προκλητικά βάναυση, ή προσβλητική ή οτιδήποτε, ακόμα και τότε το έργο δεν παθαίνει τίποτα. Οπως, π.χ., τίποτα δεν έχει πάθει ο Θεοδωράκης από διάφορες ενορχηστρωτικές κακοποιήσεις. Ή, για να αναφέρω ένα πιο ακραίο παράδειγμα, τίποτα δεν έχει πάθει π.χ. ο Αισχύλος από τις διάφορες μεταμοντέρνες αναγνώσεις που μας ταλαιπωρούν συχνά στα θεατρικά φεστιβάλ. Στις ανοιχτές κοινωνίες, οι θεατές, οι ακροατές, οι αναγνώστες έχουν κρίση να δεχτούν ή να απορρίψουν, και πάντως να συζητήσουν, χωρίς να περιμένουν την υπέρτατη γνώμη κάποιου θεματοφύλακα μιας δύσκολα οριζόμενης πνευματικής ή καλλιτεχνικής κληρονομίας.

Είναι ζήτημα ελευθερίας.

Οποιος νικάει εκφοβίζει

Πριν από μερικές εβδομάδες, ο κοσμήτορας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Παναγιώτης Τσανάκας, μήνυσε φοιτητή επειδή τον έπιασε επ’ αυτοφώρω να λερώνει με σπρέι τοίχο του Πανεπιστημίου. Ο φοιτητής καταδικάστηκε πρωτοδίκως από το δικαστήριο σε 14 μήνες φυλακή. Στο Πολυτεχνείο, δηλαδή, συνέβη κάτι μοναδικό: ο επιτετραμμένος γι’ αυτό κοσμήτορας συνέβαλε στην εφαρμογή του νόμου, σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον όπου η ανομία, με πρόφαση την ελευθερία της έκφρασης είναι κανόνας, και εκφράζεται με καταλήψεις, συνθήματα με σπρέι, φίμωση όσων απόψεων δεν ταιριάζουν στους εκπροσώπους του κινήματος που κάνουν κουμάντο.

Αλλά την επιβολή του νόμου το κίνημα δεν την ανέχεται. Γι’ αυτό, έσπευσε ο Ρουβίκωνας. Μέλη του πήγαν στο σπίτι του καθηγητή Τσανάκα, έγραψαν συνθήματα στους τοίχους ενώ, ταυτόχρονα, κυκλοφόρησαν ένα κείμενο στο οποίο, αφού τον βρίζουν με τα χειρότερα λόγια, στοχοποιούν ταυτόχρονα τον πρύτανη τον οποίο αποκαλούν χυδαίο και ανδρείκελο. Οι Ρουβίκωνες κάνουν λόγο για παρέμβαση αλλά, όπως καταλαβαίνει κανείς, τέτοιες πρακτικές ισοδυναμούν με τρομοκρατικούς συμβολισμούς και στόχο έχουν τον εκφοβισμό δημόσιων λειτουργών που επιδιώκουν να εφαρμόζεται ο νόμος, σε περιβάλλοντα που λυμαίνονται αυταρχικά και βίαια μορφώματα στο όνομα κάποιου ιδεολογικού ριζοσπαστισμού.

Το ερώτημα είναι απλό: υπάρχει αστυνομία να στηρίξει δημόσιους λειτουργούς οι οποίοι προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους ή, στο δημόσιο πανεπιστήμιο, όποιος νικάει εκφοβίζει;