Οταν το «Πιτσιμπούργο», το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου, κυκλοφόρησε το 2006, η Αρκαδία Ψάλτη το διάβασε σχεδόν μονορούφι. Η γλαφυρή ερωτική ιστορία δι’ αλληλογραφίας της Ελέγκως και του Δημοσθένη αλλά και η χιώτικη ιδιοσυγκρασία τους που πάλλεται σε κάθε σελίδα τη συγκίνησαν βαθιά. Ισως γιατί και η ίδια κατάγεται από τη Χίο και αναγνώρισε μέσα στο έργο ήχους, ρυθμούς και χειρονομίες του δικού της τόπου. Χρόνια αργότερα, το 2014, το θυμήθηκε ξανά. Τότε που το μεταναστευτικό κύμα, με τις βάρκες οι οποίες προσέγγιζαν ασταμάτητα τις ακτές του νησιού της, βρήκε με την ιστορία του 1913 μια ανατριχιαστική αντιστοιχία.
Ετσι, αποφάσισε να το ανεβάσει σε παράσταση, η οποία έμελλε να ταξιδέψει αρκετά, φτάνοντας μέχρι το Ελληνικό Φεστιβάλ του Σίδνεϊ, σε μια συγκυρία όπου ο όρος μετανάστης πήρε νέο περιεχόμενο μπροστά στα μάτια της. Τώρα, το «Πιτσιμπούργκο», πιο ώριμο, επίκαιρο και τρυφερό από ποτέ, ανεβαίνει στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, κουβαλώντας μέσα του διαρκείς αναστοχασμούς πάνω στο τι θα πει να φεύγεις, να μένεις, να περιμένεις και να αγαπάς.
«Πέρασα διάφορες φάσεις μέχρι να δω ότι έχει νόημα να ανέβει αυτή τη στιγμή η παράσταση. Κι έγινε τώρα, σε μια συγκυρία που ένιωσα τι σημαίνει μετανάστης και τι ένας άνθρωπος να αναγκάζεται να φύγει από την πατρίδα του. Γιατί οι άνθρωποι που φεύγουν από τις πατρίδες τους, και ιδιαίτερα μαζικά, αναγκάζονται. Αυτή η ιστορία περιγράφει πολύ γλαφυρά πώς είναι κάποιος να φεύγει από μια κόλαση περιμένοντας να πάει σε έναν παράδεισο και να βρίσκει τελικά μια άλλη κόλαση. Κι εκεί να έρχεται αντιμέτωπος με διάφορα διλήμματα και επιλογές, παίρνοντας μέσα σε τόσο αντίξοες συνθήκες έναν δρόμο τον οποίο άλλοτε δεν θα έπαιρνε» αναφέρει η Αρκαδία Ψάλτη μιλώντας στο «Νσυν».
Η παράσταση χτίστηκε πάνω στις αυθεντικές επιστολές του βιβλίου μεταξύ του ξενιτεμένου στο Πίτσμπουργκ της Αμερικής συζύγου και της αγαπημένης του στη Χίο, αφήνοντας τον λόγο των δύο πρωταγωνιστών ακατέργαστο, με τη χιώτικη διάλεκτο, και επιτρέποντας στο κοινό να ακούσει τη φωνή τους. Μέσα σε αυτή την επιλογή, το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον της Χίου και της βιομηχανικής Αμερικής των αρχών του 20ού αιώνα αναδύεται μαζί με τη λαχτάρα, τους φόβους, τις αφηγήσεις της καθημερινότητας, τα μεγάλα και μικρά βάρη της ξενιτιάς και τη δύναμη του έρωτα. «Παρότι μου αρέσει το μελό, το λατρεύω, θεώρησα ότι για να δούμε την εικόνα καθαρή, σαν να ήταν φωτογραφία, δεν θα πρέπει να έχουμε πράγματα που να πιάνουν το συγκινησιακό μας. Δίνονται όσο πιο καθαρά και πιο απλά τα λέει το κείμενο γιατί ήδη τα περιγράφει πολύ ωραία κι έχει ένα χιούμορ το οποίο είναι υπέροχο» επισημαίνει η σκηνοθέτρια.
Και συνεχίζει: «Παίρνεις πολλή πληροφορία για εκείνη την εποχή και ταυτόχρονα έχεις έναν πολύ ωραίο τρόπο αγάπης. Είναι δύο άνθρωποι οι οποίοι έχουν θεωρήσει δεδομένο ότι μοιράζονται τη ζωή τους στα δύσκολα και στα εύκολα, στέκεται ο ένας δίπλα στον άλλον, είναι απόλυτα ειλικρινείς μεταξύ τους και δεν παίζουν με την εικόνα. Δεν εξιδανικεύω καθόλου την παράδοση, αλλά βλέποντας αυτόν τον έρωτα σκέφτομαι ότι εμείς σήμερα μπαίνουμε σε σχέσεις που προσπαθούμε συνέχεια να διατηρήσουμε μια εικόνα, αφού αυτή παίζει πολύ μεγάλο ρόλο, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια με τα social media. Παίζουμε για μια εικόνα κι αυτοί οι άνθρωποι μιλούσαν με την αλήθεια τους. Τι ωραίο αν αυτό μπορούσε και σήμερα να συμβεί, να μας δώσει έμπνευση αυτή η αγάπη».
Γέφυρα σε τόπους και χρόνους
Χιλιόμετρα και ωκεανοί μπαίνουν ανάμεσα στους δύο συντρόφους, μαζί με χάσματα πολιτισμικά, κοινωνικά και ιστορικά. Κι όμως, μέσα από τα γράμματά τους, οι δύο κόσμοι συναντιούνται, οι καρδιές αγγίζονται και η ανθρώπινη ανάγκη για σύνδεση γίνεται γέφυρα ανάμεσα σε τόπους και χρόνους. «Ολο το σκηνοθετικό εύρημα είναι ότι η αγάπη καταλύει τον χωροχρόνο. Ενώ φαίνεται ότι βρίσκεται ο καθένας στον δικό του τόπο, σιγά σιγά είναι μαζί και αντιμετωπίζουν όλα τα πράγματα σαν να συζητάνε και να προσπαθούν να βρουν τι να κάνουν και πώς να λειτουργήσουν. Αυτή είναι μια μαγεία που την έχει το θέατρο έτσι κι αλλιώς» αποκαλύπτει η δημιουργός της παράστασης.
Η Τζωρτζίνα Λιώση και ο Σταμάτης Μπάκνης, που πρωταγωνιστούν, αναλαμβάνουν να ζωντανέψουν αυτή την ατμόσφαιρα. Μέσα από τις λέξεις τους, φτάνει να αντικατροπτίζεται η σημερινή πραγματικότητα, αποκαλύπτοντας πόσο επίμονα επαναλαμβάνονται οι ανθρώπινες ανάγκες και αγωνίες. «Αν ένα σποράκι το ρίξεις σε ένα έδαφος που δεν έχει ούτε φως, ούτε νερό, η μοίρα του είναι να μην ανθίσει. Δημιουργούμε στην κοινωνία συνθήκες που δεν μπορούμε να ανθίσουμε κοινωνικά και πολιτικά. Εχουμε φτιάξει ένα σύστημα όπου η κοινωνία αρχίζει και γίνεται εχθρός μας, όπως και η πολιτεία και οι νόμοι. Προσωπικά, πιστεύω πάρα πολύ στον άνθρωπο. Οι ψυχές των ανθρώπων είναι πολύπλευρες. Εχουμε φως και σκοτάδι μέσα μας. Ολες οι συνθήκες μάς τραβάνε στο να μπορέσουμε να βρούμε τη δύναμη να κρατηθούμε στο φως αλλά δεν τα καταφέρνουμε πάντα. Οι συνθήκες που φτιάχνουμε είναι καταστροφικές και πρέπει να το δούμε γιατί είναι δικό μας κατασκεύασμα» καταλήγει η Αρκαδία Ψάλτη.







